ΑΘΗΝΑ
01:01
|
22.11.2024
Η εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία, αλλά και όλες οι σημαντικές εκκλησιολογικές διαφορές ανάμεσα στο Πατριαρχείο Μόσχας και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η Σύναξη των Επισκόπων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία συγκλήθηκε στις 19 Ιουλίου 2023 στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος και του Αγίου Σεργίου υπέγραψε κείμενο, το οποίο κατηγορεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για αλλοίωση της ορθόδοξης εκκλησιολογίας και για πρόκληση διχασμού στον ορθόδοξο κόσμο. Αν και το συγκεκριμένο επίδικο είναι ασφαλώς η εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία, στο εγκριθέν έγγραφο αναφέρονται όλες οι σημαντικές εκκλησιολογικές διαφορές ανάμεσα στο Πατριαρχείο Μόσχας και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Πρωτείο τιμής ή πρωτείο εξουσίας;

Η βασική διαφορά έγκειται στο αν υπάρχει και πώς πρέπει να κατανοηθεί ένα οικουμενικό πρωτείο μίας κεφαλής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το Πατριαρχείο Μόσχας αμφισβητεί δύο κυρίως συνέπειας μίας πιο «σκληρής» ερμηνείας του οικουμενικού πρωτείου. Η πρώτη είναι το δικαίωμα του «εκκλήτου» που διεκδικεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή τη δυνατότητα να κρίνει εφέσεις κληρικών από όλη την ανά τον κόσμον Ορθόδοξη Εκκλησία και όχι μόνο κληρικών από το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η δεύτερη είναι η αξίωση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ότι έχει το αποκλειστικό ή, έστω, το κατ’ εξοχήν δικαίωμα να χορηγεί αυτοκεφαλία σε κατά τόπους Εκκλησίες. Οι δύο αυτές αξιώσεις σημαίνουν για το Πατριαρχείο Μόσχας ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει μεταλλάξει το παραδοσιακό πρωτείο που αναγνωρίζουν όλοι από πρωτείο τιμής σε «πρωτείο εξουσίας», όπως είναι ο όρος που χρησιμοποιήθηκε στο έγγραφο που ενέκρινε η Σύναξη των Επισκόπων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ένα τρίτο ζήτημα, που δεν άπτεται του «πρωτείου» με τη στενή σημασία, αλλά δικαιοδοσιακών ζητημάτων είναι το θέμα αν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει ή πρέπει να έχει υπό την ευθύνη τη λεγόμενη «διασπορά», δηλαδή τις εκκλησίες στις χώρες που δεν είναι παραδοσιακώς ορθόδοξες, αλλά έχουν εγκατασταθεί σε αυτές Ορθόδοξοι μετανάστες, ενώ δεν αποτελούν παραδοσιακώς δικαιοδοσία κάποιου συγκεκριμένου Πατριαρχείου. Τα τρία αυτά ζητήματα αποτελούν τις προϋποθέσεις των εκκλησιολογικών διαφωνιών που έχουν διχάσει τον ορθόδοξο κόσμο.

Η έννοια του πρωτείου μπορεί να σημαίνει βεβαίως πολλά διαφορετικά πράγματα. Μπορεί να είναι απλώς η πρώτη θέση στη μνημόνευση των προκαθημένων, δηλαδή ένα απλό πρωτείο τιμής. Μπορεί να είναι το αποκλειστικό δικαίωμα σύγκλησης πανορθοδόξων συνόδων, το οποίο έχει μεγάλη σημασία, γιατί καθορίζει τον χρονισμό (timing), οπότε εν πολλοίς και την ατζέντα των συνόδων, καθώς το αποκλειστικό δικαίωμα να συγκαλείς σύνοδο σημαίνει και δικαίωμα να μη τη συγκαλέσεις, παρόλο που μπορεί να υπάρχουν προβλήματα προς επίλυση. Σημειωτέον ότι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τις Οικουμενικές συνόδους τις συγκαλούσε ο αυτοκράτορας. Επίσης, σύμφωνα με μια πιο σκληρή εκδοχή του πρωτείου μπορεί να σημαίνει το να κρίνεις ως οιονεί ανώτατο «εφετείο» διαφορές που υπάρχουν σε όλον τον ορθόδοξο κόσμο. Βεβαίως, στην κοσμική δικαιοσύνη θεωρούμε εκ των ων ουκ άνευ την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική και τη νομοθετική. Στο επισκοποκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας μια παρόμοια διάκριση δεν υπάρχει σε κανένα επίπεδο. Στην πράξη, πολλές φορές είναι τα κοσμικά δικαστήρια που επιλύουν τις πιο σοβαρές περιπτώσεις όπου υπάρχουν σοβαρές ποινικές διαστάσεις ή και γεωπολιτικές επιπτώσεις, αφήνοντας στα εκκλησιαστικά δικαστήρια τις πιο εσωτερικές περιπτώσεις. Το πώς θα μπορούσε να λειτουργεί ένα οιονεί ανώτατο εφετείο σε ένα εκκλησιαστικό σύστημα που δεν γνωρίζει τη διάκριση εξουσιών αποτελεί ένα ζήτημα προς διερεύνηση.

Ως προς τη θεολογική δικαιολόγηση του πρωτείου, υπάρχει ένας πληθωρικός θεολογικός λόγος για το ότι η εκκλησιαστική συνοδικότητα εικονίζει την Αγία Τριάδα, όπου ο Θεός Πατήρ είναι ο πρώτος ως προσωπική αιτία, μεταξύ ίσων στην ουσία και την τιμή. Όμως παραθεωρείται η ρήση του Χριστού ότι οι πρώτοι στην Εκκλησία πρέπει να είναι οι έσχατοι και οι διάκονοι, αντιστρέφοντας τη λογική του κόσμου. Και όταν λέμε «διάκονοι» δεν εννοούμε μια ξύλινη γλώσσα, κατά την οποία ο εξουσιαστής αυτοπροσδιορίζεται ως διάκονος απλώς με την έννοια ότι εργάζεται για το σώμα που υπηρετεί. Εννοούμε ότι αν κατά κόσμον οι πρώτοι καθιερώνονται διά της ισχύος και της βίας, ο εκκλησιαστικός πρώτος είναι ο διάκονος της θείας ειρήνης και αγάπης στους αντίποδες της βίας. Περιττό να πούμε ότι δυστυχώς στην πράξη η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιστρέφει αγαπητικά τη λογική του κόσμου, αλλά κατά κανόνα την ακολουθεί ασθμαίνουσα ως καρικατούρα της. Η εκκλησιαστική εξουσία κατά κανόνα παρασιτεί επί της κοσμικής από την οποία αντλεί το κύρος της, ενώ και την υπηρετεί ως ιδεολογικό δεκανίκι, υπολειπόμενη μάλιστα σε δημοκρατικότητα θεσμών.

Το δικαίωμα του «εκκλήτου»

Ως προς το πρώτο ζήτημα, το δικαίωμα του εκκλήτου βασίζεται στο κανονολογικό έργο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου το 451 μ.Χ. και πρόκειται για μια αξίωση η οποία αναδύθηκε μέσα στο κλίμα ανταγωνισμού ανάμεσα αφενός στα παλαιότερα πατριαρχεία που αποτελούσαν τις μεγάλες κοσμοπόλεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, αλλά και τα Ιεροσόλυμα ως τόπος του λυτρωτικού έργου του Χριστού, και αφετέρου στη Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη ως αντλούσα κύρος από τη διαμονή σε αυτή του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα. Εκεί που οπωσδήποτε ίσχυσε το έκκλητο, ήταν στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, όπου ο Πάπας Ρώμης πέτυχε την καθολική δικαιοδοσία σε όλη τη Δύση και αυτό οπωσδήποτε μέσα από τις τριβές με τα πολλά διαφορετικά βασίλεια στα οποία λειτουργούσε ως διαμεσολαβητής και θεματοφύλακας του ρωμαϊκού πολιτισμού. Σταδιακά το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ανέπτυξε τη φιλοδοξία για μια παρόμοια οικουμενικότητα στην Ανατολή, όπως φαίνεται και από την υιοθέτηση του τίτλου «Οικουμενικός» στη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 587. Στην πράξη όμως η οικουμενικότητα αυτή συμπορεύτηκε με τη συρρίκνωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία από τον 7ο αιώνα και μετά χάνει τα εδάφη που αποτελούσαν τη δικαιοδοσία των Πατριαρχείων Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το όποιο οικουμενικό «έκκλητο» κατά καθρεφτισμό των αντίστοιχων δικαιωμάτων που διεκδικούσε στη Δύση ο Πάπας Ρώμης σήμαινε περισσότερο τον έλεγχο μιας ολοένα και πιο συρρικνούμενης περιφέρειας από ένα ολοένα και πιο συγκεντρωτικό κωνσταντινοπολιτικό κέντρο. Βεβαίως, μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, η οθωμανική επέκταση σήμανε μια αντίστοιχη επέκταση του ελέγχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου πάνω στις περιοχές που κατακτούσαν οι Οθωμανοί, αναβιώνοντας, θα έλεγε κανείς, το Βυζάντιο με άλλο τρόπο.

Σήμερα, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την κατάτμηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε αυτοκέφαλες, ως επί το πλείστον τοπικές εκκλησίες, βασιζόμενες στην εθνοκρατική ομοιογένεια και συνοχή, (μία εξέλιξη, ειρήσθω εν παρόδω, που εκκλησιολογικώς επιβεβαιώθηκε από τη Σύνοδο της Κρήτης το 2016, όπου η πρόσκληση και η εκπροσώπηση έγινε κατά τοπικές, ως επί το πλείστον εθνοκρατικές, εκκλησίες), τι νόημα μπορεί να έχει το οικουμενικό έκκλητο, ήτοι μια αξίωση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως να λειτουργεί ως οιονεί ανώτατο εφετείο και να οδηγεί σε τελεσιδίκηση υποθέσεις όπου υπάρχει χρόνια διένεξη; Στην πράξη, αν το δικαίωμα εκκλήτου εφαρμοστεί κατά γράμμα, δηλαδή δοθεί η δυνατότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να αποφασίζει τελεσίδικα δυνητικά για όλες τις δύσκολες υποθέσεις όλων των Ορθόδοξων Εκκλησιών, τότε τι νόημα θα μείνει πλέον στην αυτονομία των αυτοκέφαλων Εκκλησιών και σε τι θα διαφέρει αυτό από την αξίωση καθολικής δικαιοδοσίας του Πάπα Ρώμης στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία;

Επίσης, αν στο παρελθόν υπήρχε ένα πολιτικό έρεισμα στην Κωνσταντινούπολη ως πανορθόδοξο κέντρο, είτε μέσω του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα, είτε μέσω του Οθωμανού σουλτάνου, σήμερα τι θα αποτελούσε το αντίστοιχο πολιτικό έρεισμα μιας πανορθόδοξης δικαιοδοσίας ως προς τις εφέσεις; Ένας ανανεωμένος νεο-οθωμανισμός, κατά τον οποίο η Τουρκία θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί και πάλι στην περιοχή της Ουκρανίας (όπως τουλάχιστον εξέφρασε τη χαρά του πρόσφατα ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος), παραπέμποντας νοσταλγικά στον 16ο αιώνα, οπότε ο Εύξεινος Πόντος ήταν μια οθωμανική λίμνη; Μήπως ένας (νεο)φιλελεύθερος διεθνικός κοσμοπολιτισμός, κατά τον οποίο η παγκοσμιοποιημένη Ορθοδοξία θα πρέπει να έχει μία μοναδική φωνή και αυτό να εκπροσωπείται και σε θεσμούς, όπως αυτός ενός ανώτατου εκκλησιαστικού εφετείου; Μήπως ένας συνδυασμός νεο-οθωμανισμού στο εσωτερικό και νεοφιλελεύθερου διεθνισμού στο δυτικό εξωτερικό, όπως αποτελεί εντέλει την παγιωμένη έξη πολλών εκπροσώπων του Οικουμενικού Θρόνου;

Θα μπορούσε βεβαίως να αντιταχθεί ότι ο Πάπας Ρώμης κατορθώνει να έχει παγκόσμια δικαιοδοσία στη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, χωρίς να υποστηρίζεται από κάποια μοναδική πολιτική κοσμική εξουσία. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: Ο παπισμός έφτασε σε αυτό το «επίτευγμα» (ή έκπτωση, αναλόγως με ποιες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις θα το δει κανείς) ύστερα από πολλούς αιώνες πάλης και διαμεσολάβησης με πλειάδα βασιλείων (γερμανικών κατ’ αρχάς) και αυτοκρατοριών και μέρος της επιτυχίας του αυτής ήταν και εξελίξεις, σαν αυτές που περιέχονται στις αρνητικές συνδηλώσεις των όρων «παπισμός» και «παποκαισαρισμός», όπως ο συγκεντρωτισμός που ακυρώνει την τοπικότητα, τα πυραμιδωτά σχήματα, ακόμη και ο ολοκληρωτισμός. Ένας ασθενής καθ’ ημάς «ορθοδοξοπαπισμός» θα αποτελούσε όψιμο καθρέφτισμα («mirroring», όπως λένε και οι αμερικανοτραφείς) του παπικού πρωτοτύπου, χωρίς να έχουν λάβει χώρα οι μακραίωνες πολιτισμικές διεργασίες που οδήγησαν στη Δύση στην κατίσχυση της παγκόσμιας παπικής δικαιοδοσίας, αλλά, ας μην το ξεχνάμε, και στην πολυδιάσπαση του δυτικού Χριστιανισμού με την πληθώρα των προτεσταντικών ομολογιών. Στην ορθόδοξη εκκλησιολογία πρυτανεύει η έμφαση στην τοπικότητα, και δη στην πίστη ότι σε κάθε τοπικά ενσαρκωμένο Σώμα του Χριστού στην Ευχαριστία υπάρχει το όλο γεγονός του Χριστού, ώστε οι κατά τόπους Εκκλησίες να μην είναι μέρη, αλλά όλα.

Κατά τη νεωτερικότητα, αυτή η ορθόδοξη ιδιαιτερότητα συχνότατα αλλά όχι πάντα συνεπλάκη με τις περιπέτειες των εθνικισμών και των εθνών-κρατών. Κάπως έτσι φτάσαμε στη ντε φάκτο πραγματικότητα η Ορθοδοξία να απαρτίζεται από τοπικές Εκκλησίες, από τις οποίες άλλες συμπίπτουν με ένα έθνος-κράτος ή με ένα έθνος σε διεσταλμένη ιστορικώς διάστασή του, ενώ άλλες είναι τα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Ο τοπικός πλουραλισμός έχει ντε φάκτο επικρατήσει έναντι της ομοιογένειας και του συγκεντρωτισμού και σε αυτές τις συνθήκες είναι άξιο διερώτησης αν μπορεί να είναι λυσιτελές και αποτελεσματικό ένα δικαίωμα εκκλήτου ή αν θα ήταν απλώς πρόξενος περισσότερων διαιρέσεων από αυτές που θα επιχειρούσε να επιλύσει, σε αναζήτηση πάντοτε μιας κοσμικής εξουσίας για να επιβάλλει τις αποφάσεις με τη βία, από την οποία η Εκκλησία ευσχημόνως απέχει, αφήνοντας σε κράτη ή διακρατικούς οργανισμούς να λερώσουν τα χέρια τους αντί για αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, η θρυλούμενη συνοδική συνείδηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα έπρεπε να οδηγήσει σε μία σύγκληση πανορθόδοξης συνόδου που να συζητήσει για παρόμοια θέματα και κατ’ ελπίδα να δώσει μία λύση στο τι θα μπορούσε να είναι σήμερα στον 21ο αιώνα ένα «πανορθόδοξο εφετείο». Μόνο που για να συζητήσει μία πανορθόδοξη σύνοδος παρόμοια σημαντικότατα θέματα, θα έπρεπε και αυτά να είναι στην ατζέντα της και να υπάρχει καλή προαίρεση να συζητηθούν, καθώς και να εκπροσωπηθούν και όλες οι εκκλησίες σε αυτήν.

Το ζήτημα της αυτοκεφαλίας

Παρομοίως και για το ζήτημα της αυτοκεφαλίας. Όπως έλεγαν οι Άγγλοι εμπειριστές φιλόσοφοι, «δεν μπορείς να αντλήσεις ένα πρέπει από ένα είναι» (you cannot derive an ought from an is), ήτοι δεν μπορεί η συγκυριακή ιστορική πραγματικότητα να λάβει αυτομάτως τις διαστάσεις εκκλησιολογικού δέοντος. Εν προκειμένω, είναι γεγονός ότι οι περισσότερες (όχι όλες) από τις σημερινές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ανήκαν παλαιότερα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και εντέλει απέκτησαν αυτοκεφαλία ύστερα από παραχώρησή της με σχετικούς Τόμους. Αυτό όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι οπωσδήποτε για λόγους αρχής το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως θα πρέπει να έχει κάποιον εξέχοντα προνομιακό ρόλο κατά τη χορήγηση αυτοκεφαλίας πανορθοδόξως. Το ζήτημα της αυτοκεφαλίας στη σημερινή μορφή του είναι διαφορετικό από αυτό της αρχαίας αυτοκεφαλίας, όπως βλέπουμε λ.χ. στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου, και συνδέεται με τη νεωτερική μορφή που έχουν λάβει οι εθνοκρατικοί εθνικισμοί. Για αυτό θα έπρεπε το ζήτημα της αυτοκεφαλίας και ο τρόπος της χορήγησής του να αποτελεί το πρώτο θέμα μιας πανορθόδοξης συνόδου. Όμως αυτό το πλέον σημαντικό εκκλησιολογικό ζήτημα για τον 21ο αιώνα (όπως ήταν και στον 20ό) εξαιρέθηκε από την ατζέντα της Συνόδου της Κρήτης το 2016, προκειμένου να δοθεί η εντύπωση μιας μινιμαλιστικής συμφωνίας ελάχιστου κοινού παρονομαστή, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σήμερα ενιαία ορθόδοξη διδασκαλία για το πώς είναι έγκυρη η χορήγηση μιας αυτοκεφαλίας και να μένουμε μόνο στο επίπεδο της ντε φάκτο επικράτησης ορισμένων αυτοκεφαλιών που έχουν δικαιωθεί ιστορικώς (και που, εξάλλου, δεν αναγνωρίζονται όλες από όλους), ενώ άλλες αυτοκεφαλίες δεν απολαμβάνουν παρόμοιας αναγνώρισης.

Ως προς τη «Διασπορά», το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βασίζεται σε κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου το 451 μ.Χ., που του αναθέτει τη μέριμνα για τα «βαρβαρικά» έθνη. Καταλαβαίνει κανείς ότι μια τόσο παρωχημένη ορολογία όπως ο χαρακτηρισμός «βαρβαρικά» δεν μπορεί να λύσει τα πολύ σύνθετα προβλήματα που έχουν ανακύψει. Και αν ο όρος «βαρβαρικά», προκειμένου για την ιεραποστολή στην Ασία ή την Αφρική φαντάζει απλώς οριενταλιστικός ή και ρατσιστικός, όταν αναφέρεται στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής είναι απλώς αστείος, καθώς οι ίδιοι άνθρωποι που ομνύουν στην ανωτερότητα της φιλελεύθερης Δύσης αξιώνουν επιστασία επί της ορθόδοξης Διασποράς σε αυτήν με επίκληση στον όρο «βαρβαρικά» της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου του 5ου αιώνα.

Στην πραγματικότητα ακόμη και ο νεωτερικός όρος «Διασπορά» είναι παρωχημένος, καθώς οι σύγχρονες ορθόδοξες κοινότητες εκτός των παραδοσιακά ορθόδοξων χωρών είναι υβριδικές, αποτελούμενες και από προσήλυτους, αλλά και από ανθρώπους που ζουν επισφαλώς σε συνθήκες διαρκούς νομαδικότητας. Ο εθνικός χαρακτήρας των ορθόδοξων εκκλησιών στη λεγόμενη «Διασπορά» είναι βεβαίως προβληματικός για την ορθόδοξη μαρτυρία, καθώς λ.χ. οι κατηχούμενοι αναγκάζονται συχνά να ενταχθούν σε συγκεκριμένη εθνική κοινότητα και όχι απλώς στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όμως είναι εξίσου ή και μεγαλύτερο πρόβλημα ο διχασμός που έχει επικρατήσει σε όλη την Ορθοδοξία, και μάλιστα στις παραδοσιακές ορθόδοξες χώρες, με αποτέλεσμα το επαπειλούμενο σχίσμα να μην είναι μόνο στα «σύνορα» των τοπικών Εκκλησιών, αλλά και να τις διατέμει εντός τους. Σε αυτές τις συνθήκες διχασμού η παραδοσιακή αρχή της τοπικότητας, να έχει ένας ορισμένος τόπος έναν επίσκοπο, χάνει την αξία του, καθώς είναι αδύνατο σε συνθήκες ακραίου διχασμού άνθρωποι να εμπιστευθούν έναν επίσκοπο που εκφράζει εντελώς διαφορετικές αξίες.

Σήμερα βεβαίως και η απλή επίκληση στην κανονικότητα της αποστολικής διαδοχής των επισκόπων και στην τυπική ορθότητα των χειροτονιών δεν επαρκεί, καθώς ένας διορθόδοξος διχασμός, βασιζόμενος σε μια διαπλοκή εκκλησιαστικών, γεωπολιτικών και πολιτισμικών κριτηρίων που αποξενώνουν τους πιστούς τόσο μεταξύ των τοπικών εκκλησιών όσο και μέσα τους, έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να τίθεται εν αμφιβόλω η εκπροσώπηση ολόκληρων σωμάτων πιστών από έναν μοναδικό επίσκοπο.

Μοναδική ελπίδα θα ήταν να υπάρξει μια κρίσιμη μάζα πιστών, επισκόπων, αλλά και προκαθημένων εκκλησιών, οι οποίοι να παρεμβληθούν στον διχασμό, λειτουργώντας ως ειρηνοποιοί. Και, κάτι που αφορά και στους μη Χριστιανούς, να βεβαιώσουμε ότι ο ενδο-ορθόδοξος διχασμός δεν θα οδηγεί σε θρησκευτικούς διωγμούς, που θα έπρεπε να είναι ανοίκειοι για τον 21ο αιώνα.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ακυρώθηκε, λόγω χιονοθύελλας, το 10% των πτήσεων στο Παρίσι

Βραζιλία: Κατηγορίες για απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Λούλα στον προκάτοχό του Ζαΐρ Μπολσονάρου

Κόντρα Δήμου Αθηναίων και υπουργείου Πολιτισμού για το βρώμικο σιντριβάνι στο Σύνταγμα

Σε αποχώρηση αναγκάστηκε ο Ματ Γκάετς-Δεν θα γίνει υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα