ΑΘΗΝΑ
06:38
|
22.11.2024
Η σοβιετική σχολή επινοεί τους προγόνους της.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στις 17 Μαΐου του 1948, καθώς το μεγάλο τουρνουά που φιλοξενήθηκε εξ ημισείας σε Χάγη και Μόσχα τελείωνε, ο σκακιστικός κόσμος αποκτούσε τον 6ο Παγκόσμιο Πρωταθλητή του. Αυτός ήταν ο Μιχαΐλ Μοϊσίεβιτς Μποτβίνικ.

Το τουρνουά έλυνε το πρόβλημα της πλήρωσης του θρόνου του πρωταθλητή, που ο ξαφνικός θάνατος του Αλεξάντρ Αλιέχιν το 1945 είχε αφήσει κενό. Οι πέντε κορυφαίοι σκακιστές της εποχής, οι Σοβιετικοί Μποτβίνικ, Σμίσλοβ και Κέρες, ο Αμερικανός Ρεσέβσκι και ο Ολλανδός Όιβε, ο οποίος είχε ήδη διατελέσει παγκόσμιος πρωταθλητής, αναμετρήθηκαν σε ένα πενταπλό ράουντ ρόμπιν (έπαιξαν δηλαδή όλοι με όλους 5 φορές), ώστε το αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από μια αδιαφιλονίκητη νομιμοποίηση. Και πράγματι, με 14 βαθμούς σε 25 παρτίδες, 3 ολόκληρους μπροστά από τον δεύτερο Σμίσλοβ, το φαβορί λόγω των αποτελεσμάτων της δεκαετίας Μποτβίνικ αναδείχθηκε πρωταθλητής υπό τον γενικό σεβασμό -και παρά τις υποψίες που ήδη βάραιναν τους Σοβιετικούς, ότι δηλαδή προγραμματίζουν τα μεταξύ τους αποτελέσματα.

Όχι μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και η ίδια η σύνθεση και η διεξαγωγή του τουρνουά αποτέλεσαν διπλό θρίαμβο: τόσο του Μποτβίνικ όσο και του σοβιετικού σκακιού. Είναι εντυπωσιακό να σκεφτεί κανείς ότι ούτε καν 30 χρόνια μετά την έναρξη του σοβιετικού σκακιστικού προγράμματος, με το άνοιγμα του παιχνιδιού στο σύνολο του πληθυσμού, στα σχολεία και τα εργοστάσια της επικράτειας, οι καρποί θα έφταναν στην πιο εμφατική ευδοκίμηση. Ακόμη και αν ο Κέρες, που ως Εσθονός εντάχθηκε στη χορεία των Σοβιετικών μετά την ένωση που έφερε ο Δεύτερος Παγκόσμιος, το γεγονός ότι ήδη η πλειονότητα των συμμετεχόντων σε ένα τουρνουά που θα αναδείξει τον παγκόσμιο πρωταθλητή είναι από τη Σοβιετική Ένωση μοιάζει εξωπραγματική. Πόσο μακρινό θα έμοιαζε το τουρνουά της Μόσχας του 1925, όπου ο σκοπός ήταν να έρθουν οι ξένοι γκραν μετρ στη Σοβιετία ώστε να ενδυναμωθεί το επίπεδο των εγχώριων μετρ! Πλέον θα είναι οι ξένοι αυτοί που θα διδάσκονται από τους Σοβιετικούς. Υπό αυτή την έννοια, το τουρνουά του 1948 συνιστά την εναρκτήρια τομή της σοβιετικής κυριαρχίας στο σκάκι, που με το μικρό διάλειμμα Φίσερ κράτησε όσο και η ίδια η ΕΣΣΔ, συνεχίζοντας να μεταβιβάζει την επιρροή της στον κόσμο ακόμα και σήμερα.

Για τον Μποτβίνικ το αποτέλεσμα ήταν η επίτευξη του στόχου για τον οποίον προετοιμαζόταν από το 1933. Όλο το πρόγραμμα της προετοιμασίας, η αναλυτική σπουδή, η αντιμετώπιση του σκακιού ως επιστήμης, αλλά και ταυτόχρονα όλες οι παρασκηνιακές δολοπλοκίες και η σταδιακή εδραίωση στη θέση του κορυφαίου Σοβιετικού σκακιστή, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ατέρμονων βυζαντινισμών κατέληξε εντέλει στο ποθητό αποτέλεσμα. Και τι δεν είχε κάνει ο Μποτβίνικ ώστε να καταφέρει να πείσει τον Αλιέχιν να παίξει ένα ματς μαζί του. Και πόσο η Ιστορία, η μεγάλη ιστορία με το κεφαλαίο γιώτα, θα έβαζε έναν πόλεμο μπροστά του για να τον καθυστερήσει. Παρόλα αυτά, το φρόνημα δεν κάμφθηκε. Οι Σοβιετικοί προφύλαξαν το έμψυχο σκακιστικό τους κεφάλαιο, στέλνοντας το μακριά από την πρώτη γραμμή του πολέμου, και τα μεταπολεμικά τουρνουά κατάφεραν να συγκροτήσουν το αντικειμενικό πλαίσιο ώστε η μεταβίβαση του τίτλου χωρίς ματς αλλά με τουρνουά να μην μπορεί να ρίξει καμία σκιά πάνω στο μεγαλείο του νέου πρώτου και καλύτερου.

Οι συμμετέχοντες στο τουρνουά για το παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1948. Από αριστερά προς δεξιά: Όιβε, Σμίσλοβ, Κέρες, Μποτβίνικ και Ρεσέβσκι. Πηγή: GaHetNa (Nationaal Archief NL)

Έναν χρόνο μετά την κατάκτηση του τίτλου ο Μποτβίνικ θα δημοσιεύσει ένα σημαντικό βιβλίο, το Εκατό επιλεγμένες παρτίδες. Το βιβλίο αποτελεί μια συλλογή εκατό από τις περίπου εξακόσιες επίσημες παρτίδες που είχε παίξει ο Μποτβίνικ κατά το διάστημα από το 1926, οπότε και έγινε μετρ, έως και το 1946. Καλύπτουν δηλαδή την πορεία του προς την κατάκτηση της κορυφής, δείχνοντας την εξέλιξη διαμέσου των ετών. Οι παρτίδες είναι σχολιασμένες από τον ίδιο τον Μποτβίνικ, στο πνεύμα αυτού που από νωρίς υποστήριζε: της δημοσίευσης των προσωπικών αναλύσεων ώστε μέσα από τη δημόσια συζήτηση να βρεθούν πιθανά λάθη και να προοδεύσει η ανάλυση. Από αυτή την άποψη υπηρετούν το διαχρονικό σχέδιο του Μποτβίνικ για την αναζήτηση με κάθε τρόπο της αλήθειας, ως ύψιστης κατάκτησης του σκακιστικού νου.

Ο χρόνος δημοσίευσης όμως του βιβλίου δεν μας αφήνει να το δούμε σ’ αυτό το στενό αναλυτικό πλαίσιο και μόνο. Γιατί το βιβλίο ακολουθεί τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή για να τον δικαιώσει. Ο Μποτβίνικ ευφυώς συνέλαβε ότι η σκακιστική κυριαρχία δεν συνίσταται μόνο στην επιβολή επί της σκακιέρας. Αυτή αποτελεί απλώς την κορυφή ενός παγόβουνου που στηρίζεται από μια μεγαλύτερη μάζα πάγου που δεν φαίνεται με το πρώτο βλέμμα. Η αναλυτική διεργασία συνιστά μια όψη αυτής της μάζας, που δεν είναι τόσο ευκρινής όσο η αγωνιστική κατίσχυση, αλλά γίνεται επίσης αντιληπτή. Η κατάκτηση της σωστής ανάλυσης συνιστά κατάκτηση της σωστής προετοιμασίας που θα λειάνει τον δρόμο για την επιτυχή αναμέτρηση. Όπως ο ίδιος ο Μποτβίνικ επισημαίνει, ένας σωστά προετοιμασμένος στο άνοιγμα σκακιστής κερδίζει χρόνο από το να σκέφτεται στο πεδίο, μειώνοντας έτσι και την πιθανότητα διάπραξης λαθών πάνω στην πίεση του αγώνα.

Η ανάλυση με τη σειρά της υποστηρίζεται από ένα πλέγμα γενικότερων θεωρήσεων που δεν είναι αμιγώς τεχνικής φύσης, αλλά προϋποθέτουν την ανάπτυξη ενός θεωρητικού συστήματος αντίληψης. Νομίζω ότι τα παραρτήματα του βιβλίου, που περιλαμβάνουν τις σπουδές που συνέθεσε ο Μποτβίνικ και ένα άρθρο του πάνω στην έννοια του συνδυασμού σημειώνουν ακριβώς αυτήν την κοσμοθεωρητική διάσταση. Μια παρουσίαση της σύνθεσης δείχνει πράγματα για τον σύνολο τρόπο της πρόσληψης του παιχνιδιού, τον τρόπο που αισθάνεται ο παίκτης το παιχνίδι. Σπουδές που αποτελούν επεξεργασία υπαρκτών θέσεων δεν βελτιώνουν απλώς την πραγματικότητα αλλά της υπαγορεύουν κανονιστικά την ιδανική μορφή της. Με τον ίδιο τρόπο στο σύντομο άρθρο για τον συνδυασμό, που συμπληρώνει έναν παλαιότερο του Ρομανόφσκι, δεν είναι τόσο η ακρίβεια του πάθους της αλήθειας, αλλά η ορμή της κοσμοθεώρησης που δίνει τον τόνο. Όταν ο Μποτβίνικ σημειώνει τη σημασία της θυσίας στον συνδυασμό, τη σημασία δηλαδή της ανατροπής της ποσοτικής τάξης των πραγμάτων επί της ποιοτικής, που συνιστά και τον συχνά αναφερόμενο σε διάφορα συγκείμενα θρίαμβο του πνεύματος επί της ύλης, βλέπουμε να αναδύεται όλο το σοβιετικό πάθος της οικοδόμησης της ηγεμονίας. Στο υπό διαμόρφωση καθεστώς της εδραίωσης της σοβιετικής κυριαρχίας η αισιοδοξία για τη δικαίωση, που είναι συνυφασμένη με την έννοια της θυσίας, θριαμβεύει. Όταν τριάντα χρόνια αργότερα ο Μποτβίνικ θα απέπεμπε μαθητή από τη σχολή του επειδή έκανε υπερβολικές θυσίες στο άνοιγμα θα είχε προφανώς ξεχάσει, υπό το νέο καθεστώς της εδραιωμένης πρωτοκαθεδρίας, τη δημιουργική ορμή της εγκαινίασής της.

Ο Μποτβίνικ διδάσκοντας σε ένα σεμινάριο της σχολής του. Σκέκεται δεξιά. Όρθιος ο νεαρός Κράμνικ. Στα αριστερά ο Γκάρι Κασπάροβ. Η συνέχεια της σχολής διαμέσου των γενεών

Ωστόσο, ο πυρήνας του βιβλίου, από ιδεολογική άποψη, βρίσκεται στο άρθρο που τίθεται σε θέση εισαγωγής. Φέροντας τον τίτλο «Η ρωσική και η σοβιετική σκακιστική σχολή» συνιστά το μανιφέστο της σοβιετικής σκακιστικής σχολής και του Πατριάρχη της. Ο Μποτβίνικ, χρισμένος υπενθυμίζω παγκόσμιος πρωταθλητής, έρχεται να μας παρουσιάσει τη γενεαλογία της επιτυχίας του, να δημιουργήσει τους προγόνους του και να εκθέσει την πρωτοτυπία του σοβιετικού σκακιού.

Συγκεκριμένα, το κείμενο απαρτίζεται από πέντε μέρη. Στο πρώτο, προλογικό, αντιπαρατίθεται στο σοβιετικό σκάκι η αστική παράδοση. Για τη δεύτερη το σκάκι είναι μια δραστηριότητα προς απόκτηση κέρδους, για την πρώτη μια ενασχόληση ζωής που απευθύνεται στη δημιουργική ολοκλήρωση του παίκτη και την επιστροφή αυτής της δημιουργίας στην κοινότητα από την οποία προήλθε. Εκεί που η προσωπική τελείωση του παίκτη μέσω της αυταπάρνησης φτάνει στο ζενίθ, εκεί είναι που λάμπει και το κοινωνικό σύστημα από την οποία προήλθε. Έτσι, απορρίπτονται ο Λάσκερ και ο Καπαμπλάνκα ως οπορτουνιστές που σκοπό τους είχαν τα λεφτά, και γι’ αυτό δεν δίσταζαν να αφήνουν το σκάκι για άλλες δραστηριότητες. Αντίθετα, στους αστούς μεν, αλλά πλήρους αφοσιωμένους στο σκάκι Τσιγκόριν και Αλιέχιν, βρίσκουμε τους μόνους προγόνους της σοβιετικής σχολής. Και στην ένσταση ότι υπάρχουν και άλλοι που πληρούν τα κριτήρια της αυταπάρνησης, όπως ο Ρουμπινστάιν, η απάντηση του Μποτβίνικ είναι ότι εκεί λείπει το ενεργητικό πάθος, η επιθετική προς τη ζωή και το παιχνίδι ένταση, ενώ περισσεύει αντίθετα μια παρακμιακή μοιρολατρία.

Αφού οι πρόγονοι έχουν καθοριστεί, ακολουθεί στο δεύτερο και το τρίτο μέρος η παρουσίαση του στυλ τους, ώστε να φτάσουμε στο τέταρτο μέρος στην παρουσίαση του συγκεκριμένου τρόπου εργασίας και προσέγγισης του παιχνιδιού από τη σοβιετική σχολή. Ο Μποτβίνικ θα δείξει ταυτόχρονα τόσο την πρακτική της σχολής όσο και την ιδεολογική αρχή που την κινεί. Η πρώτη συνίσταται σε μια ομαδική δουλειά πάνω στη μελέτη των ιδιαιτεροτήτων του ανοίγματος με σκοπό την επίτευξη ενός περίπλοκου μέσου. Η αναλυτική εργασία απολήγει σε δημοσιεύσεις, οι δημοσιεύσεις σε νέα αναλυτική εργασία. Παράλληλα οι παρτίδες προσφέρουν το πειραματικό πεδίο επαλήθευσης των ιδεών, που καλούνται μετά να αναπροσαρμοστούν καταλλήλως. Η αρχή που καθοδηγεί αυτήν την κίνηση είναι η πρωτοβουλία. Ανεξαρτήτως του εκάστοτε στυλ του κάθε παίκτη, που μπορεί να είναι πιο επιθετικό ή πιο ήπιο, η αρχή υπάρχει και ωθεί στην επιδίωξη δυναμικών θέσεων που θα προσφέρουν τη δυνατότητα ενεργητικού παιχνιδιού. Ακόμα και αμυντικοί σοβιετικοί παίκτες, λέει ο Μποτβίνικ, δεν επαφίενται σε παθητική άμυνα αλλά προσβλέπουν πάντα στην αντεπίθεση.

Εν είδει επιλόγου, το κείμενο θα κλείσει θριαμβευτικά με την επισήμανση της ταχύτητάς της εξέλιξης του σκακιού στη Σοβιετική Ένωση.

Ο Ανατόλι Κάρποβ σε μια παρτίδα επίδειξης στην Κομμουνιστική Οργάνωση Νέων. Ο Πρωταθλητής μόλις και διακρίνεται κάτω αριστερά, ενώ η ανώνυμη μάζα των νεαρών κομμουνιστών γεμίζει την εικόνα. Σπάνια μια φωτο μπορεί να χρησιμοποιηθεί προπαγανδιστικά για τους διαμετρικά αντίθετους λόγους: ποιος δεν βλέπει εδώ την κομμουνιστική ισοπέδωση του ατόμου και της δημιουργικότητας, συρρικνωμένη σε ρόλο διασκεδαστή της μάζας. Αλλά και ποιος δεν βλέπει εδώ το μεγαλείο της απεικόνισης των υλικών προϋποθέσων που απαιτούνται για την παραγωγή της μεγαλοφυΐας: θα υπήρχε Κάρποβ χωρίς τη μεγάλη ΕΣΣΔ; Φωτο: Vladimir Rodionov, USSR, 24 April 1978

Στην περιγραφή του άρθρου άφησα επίτηδες εκτός την παρουσίαση του Τσιγκόριν και του Αλιέχιν που επιχειρεί ο Μποτβίνικ. Νομίζω πως αυτή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν πάμε αλλού, αν δεν πάμε από το σκάκι στη λογοτεχνία. Ο Χάρολντ Μπλουμ στην Αγωνία της επίδρασης(μτφρ. Δημήτρης Δημηρούλης, Άγρα 1989. Όλα τα παραθέματα από εκεί) θα προσφέρει μια γοητευτική θεώρηση της ποιητικής εξέλιξης ως αναμέτρησης του νέου ποιητή με την παράδοση που εκπροσωπούν οι μεγάλοι ποιητές που προηγούνται, μέσα από διαδικασία παρανάγνωσης:

«Η Ποιητική επίδραση, όταν έχει να κάνει με δύο δυνατούς, αυθεντικούς ποιητές, αναπτύσσεται πάντοτε μέσω μιας παρανάγνωσης του προηγούμενου ποιητή, μιας πράξης δημιουργικής διόρθωσης που είναι στην πραγματικότητα και κατ’ ανάγκην παρερμηνεία. Η ιστορία της γόνιμης ποιητικής επίδρασης, με άλλα λόγια η κατεξοχήν παράδοση της δυτικής ποίησης μετά την Αναγέννηση, είναι μια ιστορία αγωνίας και αντιδικαιωτικής καρικατούρας, παραμόρφωσης κα διεστραμμένου και πεισματικού αναθεωρητισμού, χωρίς τον οποίο η μοντέρνα ποίηση ως τέτοια δεν θα μπορούσε να υπάρξει».

Δεν μας ενδιαφέρει εδώ να δούμε το επιχείρημα στη λεπτομέρειά του αλλά να σταθούμε στο πώς ο μεταγενέστερος ποιητής έρχεται να ανανεώσει την παράδοση αναμετρώμενος με ένα έργο όχι όπως υπάρχει, αλλά όπως ο ίδιος το αναδημιουργεί και το επανεπεξεργάζεται:

Ο μεταγενέστερος ποιητής προσφέρει ό,τι η φαντασία του τού λέει πως θα ολοκληρώσει το, κατά τα άλλα “ακρωτηριασμένο” ποίημα του προδρόμου, μια ολοκλήρωση που μπορεί να χαρακτηριστεί παρατύπωση […] .

Δεν πρόκειται εδώ για μια διαδικασία εξέλιξης, προόδου δηλαδή, αλλά για τον τρόπο που ο νέος ποιητής ενσωματώνεται στην ποιητική παράδοση, διεκδικώντας τη θέση του:

Καθώς οι ποιητές παρεκκλίνουν,μέσα στον χρόνο, προς τα κάτω, αυτοπλανώνται πιστεύοντας ότιείναι, πνευματικά, πιο αυστηροί από τους προδρόμους τους. Κάτιτέτοιο είναι συναφές προς τον κριτικό παραλογισμό να χαιρετίζεται κάθε νέα γενιά βάρδων ως αυτή πού βρίσκεται πλησιέστερα στηνκοινή γλώσσα των απλών ανθρώπων από ό,τι ήταν ή τελευταία γενιά. Η μελέτη της ποιητικής επίδρασης ως αγωνίας και σωστικής παρατύπωσης πρέπει να μάς βοηθήσει να απελευθερωθούμε από αυτούς τούς παράλογους μύθους (ή τη γερασμένη σπερμολογία) της λογοτεχνικής ψευδοϊστορίας.

Έτσι, δεν είναι να απορεί κανείς που τα στοιχεία που αναδεικνύει ο Μποτβίνικ στους Τσιγκόριν και Αλιέχιν είναι αυτά που θα χαρακτηρίσουν το σοβιετικό στυλ παιχνιδιού, και συνεκδοχικά το δικό του. Ο Τσιγκόριν είναι αυτός που με τη δημιουργική ορμή του θέλει να καταστήσει το σκάκι ένα πανεθνικό ρωσικό παιχνίδι και να κάνει τη Ρωσία πρώτη σ’ αυτό. Ε, είναι ο Μποτβίνικ που τα κατάφερε. Ο Τσιγκόριν είναι ο μετρ της αντεπίθεσης. Πάνω στην ιδέα της πρωτοβουλίας, ακόμα και σε θέσεις άμυνας είναι που διακρίθηκαν οι Σοβιετικοί μετρ, θα μας πει παρακάτω ο Μποτβίνικ. Κι αυτό που στον Τσιγκόριν απέτυχε επειδή υπήρξε μοναχική δραστηριότητα, στη μεγάλη σοβιετική σχολή πέτυχε γιατί υπάρχει η κρατική οργάνωση που την καλύπτει με τις φτερούγες της.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ακυρώθηκε, λόγω χιονοθύελλας, το 10% των πτήσεων στο Παρίσι

Κόντρα Δήμου Αθηναίων και υπουργείου Πολιτισμού για το βρώμικο σιντριβάνι στο Σύνταγμα

Σύλληψη 45χρονου για τη γιάφκα στο Παγκράτι

Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα