Τι και αν το σταματημένο ρολόι στον σταθμό της Μπολόνιας εξακολουθεί να δείχνει 10.25. Την ώρα που εξερράγησαν τα εκρηκτικά που είχαν τοποθετήσει οι νεοφασίστες στις 2 Αυγούστου 1980, καταστρέφοντας τη δυτική πτέρυγα του σταθμού και σκορπίζοντας τον θάνατο σε 85 ανθρώπους και τραυματίζοντας πάνω από 200 άλλους. Τι και αν μία τεράστια πλάκα με τα ονόματα και τις ηλικίες των νεκρών προβάλλει πάνω στον τοίχο για να θυμίζει στους αιώνες εκείνη την αποφράδα ημέρα, όπου η ιταμή πράξη των νοσταλγών του φασισμού βύθισε οικογένειες και την Ιταλία ολάκερη σε έναν τρόμο. Τι και αν το χτύπημα στη Μπολόνια πάντα υπενθυμίζει, μαζί με τις πολυαίμακτες βομβιστικές ενέργειες στην Πιάτσα Φοντάνα, τη Μπρέσα, το τρένο Ιτάλικους, το Ρέτζο Καλάμπρια και σε τόσες άλλες περιπτώσεις το τυφλό ταξικό μίσος που τρέφουν οι νεοφασίστες και για το πόσο είναι επικίνδυνοι. Τι και αν είναι επικίνδυνοι οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί των εγκλημάτων τους, όπως οι Βαλέριο Φιοραβάντι και Φραντσέσκα Μάμπρο ή ο Τζιλμπέρτο Καβαλίνι, είναι ελεύθεροι και λιγοστά έχουν πληρώσει για τα πολυάριθμα εγκλήματά τους. Και τούτο, τι και αν στη συνείδηση του κόσμου το έγκλημα της Μπολόνιας είναι έργο της «μαύρης τρομοκρατίας» η παράταξή τους, με την υποστήριξη μίας αστικής ελίτ, που ελέγχει και τα μέσα ενημέρωσης, πασχίζει να συγκαλύψει την ευθύνη της και – γιατί όχι; – να τη διαστρεβλώσει.
Τη φετινή 2α Αυγούστου, τη εξαιρέσει δύο τριών φύλλων της Αριστεράς, οι ευρείας κυκλοφορίας και συστημικές εφημερίδες υποβάθμισαν στις εσωτερικές σελίδες τους την επέτειο. Και σχεδόν καμία από αυτές δεν σχολιάζει το γεγονός ότι δεν πήγε η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, που έστειλε τον επίσης νεοφασίστα υπουργό Εσωτερικών Ματέο Πιατεντόζι στη θέση της, αλλά ούτε και εξέδωσε μία επίσημη ανακοίνωση για να τιμήσει τη μνήμη των θυμάτων του χώρου, που σήμερα με περισσή υπερηφάνεια κι η ίδια δηλώνει πως εκπροσωπεί.
Ο Πιατεντόζι εξάλλου, που έχει διατελέσει έπαρχος στην περιοχή της Εμίλια-Ρομάνια έχει καλές σχέσεις με τις δημοτικές αρχές και φυσικά η παρουσία του θα αμβλύνει τις εντυπώσεις που αλλιώτικα θα άφηνε σε μία αριστερών καταβολών πόλη η θέα μίας Μελόνι, που στο παρελθόν έχει δηλώσει υπερήφανη για τον νεοφασίστα μέντορά της Τζορτζο Αλμιράντε -που τόσο συνέβαλε στην επέκταση της «μαύρης τρομοκρατίας» στα χρόνια του ‘60 και ’70, αλλά και του ιδρυτή του Φασισμού Μπενίτο Μουσολίνι. Είναι η πρώτη φορά μετά το 2009, που μία δεξιά-ακροδεξιά κυβέρνηση εκπροσωπείται σε μία επέτειο για τη Σφαγή στη Μπολόνια -αλλά τότε δεν είχαν πάει καλά τα πράγματα για τους παριστάμενους της.
Αλλά ούτε και μεγάλη έκταση έχει λάβει στον αστικό Τύπο και η αναφορά στην οργισμένη συνέντευξη στη La Stampa του προέδρου της οργάνωσης των συγγενών των θυμάτων Πάολο Μπολονιέζι. Μία συνέντευξη στην οποία διατείνεται ότι η μεταρρύθμιση για τη δικαιοσύνη που προώθησε ο αρμόδιος υπουργός Κάρλο Νόρντιο για την ηλικία των δικαστών, ουσιαστικά διευκολύνει την ακύρωση της δίκης νεοφασιστών ενόχων για τρομοκρατικές ενέργειες, όπως του Τζιλμπέρτο Καβαλίνι. Ενός νεοφασίστα τρομοκράτη, που επιπλέον είναι και σύντροφος της αμφιλεγόμενης επικεφαλής της επιτροπής Αντι-Μάφιας του Κοινοβουλίου Κιάρας Κολόζιμο, εκλεγμένης με το νεοφασιστικό «Αδέλφια της Ιταλίας». Από την πλευρά του, ο ίδιος ο Νόρντιο προσπάθησε να διασκεδάσει τις καταγγελίες, τονίζοντας πως «η πίστα της ‘μαύρης’ τρομοκρατίας» είναι αδιαμφισβήτητη και πως η μεταρρύθμιση για την ηλικία των δικαστών δεν επηρεάζει τις αποφάσεις εάν ο διορισμός τους είχε πραγματοποιηθεί προτού συμπληρώσουν τα 65 έτη. Βέβαια, ο υπουργός αποσιώπησε πως πολλές υποθέσεις για οικονομικά σκάνδαλα, μαφιόζικες ενέργειες και πολιτικά εγκλήματα ήδη έχουν ακυρωθεί με επίκληση την ηλικία των δικαστών. Η διάταξη αυτή, όπως κι εκείνες που θεωρούνται πως απαλλάσσουν τους ενόχους για διαφθορά, απάτες, μαφιόζικα εγκλήματα, είναι μέσα στην επίμαχη μεταρρύθμιση Νόρντιο που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και σύγκρουση με το δικαστικό σώμα.
Επίσης εκείνο που ο Νόρντιο, αλλά και άλλοι εκπρόσωποι της νεοφασιστικής κυβέρνησης -όπως ο πρόεδρος της Γερουσίας Ινιάτσιο Λα Ρούσα, που θα τολμήσει να κάνει τιμητική αναφορά στο Σώμα για τη Σφαγή στη Μπολόνια- δεν ομολογούν ανοικτά, είναι το (πολλοστό από εκείνη την εποχή) εγχείρημά τους να διαστρεβλώσουν τα στοιχεία για τις βόμβες στη Μπολόνια. Ήδη από τις απαρχές των ερευνών για τα αίτια και τους αυτουργούς της Σφαγής, πολλές κρατικές υπηρεσίες είχαν επιδιώξει να εμπλέξουν και να αποδώσουν την αυτουργία στην παλαιστινιακή τρομοκρατία της δεκαετίας του ‘70 (βλέπε και G.Oliva, “Anni di piombo, anni di tritolo. Mondadori, 2019 p.351–353).
Μία υπόθεση που το κόμμα της Μελόνι ουδέποτε σταμάτησε να υποστηρίζει. Και που πάλι, στις αρχές Ιουλίου, με πρωτοβουλία νεοφασιστών βουλευτών κατατέθηκε αίτημα για νέα εξεταστική επιτροπή, που θα διερευνήσει τη σύνδεση των γεγονότων με τη «διεθνή» τρομοκρατία, σε μία προσπάθεια να ξεπλυθούν κι άλλα διαπιστωμένα εγκλήματα ακροδεξιών τρομοκρατών, με την τεκμηριωμένη πλέον συνέργεια των κρατικών υπηρεσιών και της αμερικανικής Cia. Μία πίστα, που ακόμη και στη δίκη Καβαλίνι, οι ίδιοι οι δικαστές απέδειξαν πως τα σχετικά στοιχεία (που βασίζονται σε μόνο μία αναξιόπιστη αναφορά από τη Βηρυττό με απλές αιτιάσεις της εμπλεκόμενης υπηρεσίας πληροφοριών Sismi) είναι αβάσιμα και ψευδή. Ίδιες αβάσιμες και με φαλκιδευμένα στοιχεία είναι και οι αιτιάσεις του πρώην γερουσιαστή Κάρλο Τζοβανάρντι για παλαιστινιακά αντίποινα στη σύλληψη του Αμπού Σάλεχ στην ανατίναξη του αεροσκάφους της Itavia στις 27 Ιουνίου 1980 στην Ούστικα, που διαψεύδουν και οι ίδιοι οι συγγενείς των θυμάτων, που ακόμη αξιώνουν από το κράτος να πει την αλήθεια.
Μια αλήθεια που στην περίπτωση του Σταθμού της Μπολόνιας δεν σταματά να αποκαλύπτει διαρκώς κι άλλες πτυχές για τη βρόμικη διαπλοκή των νεοφασιστών, των παρακρατικών κλάδων της ηγεσίας του κράτους, των μυστικών υπηρεσιών και των κυβερνητικών μηχανισμών. Είναι οι αδιαμφισβήτητη εμπλοκή των «ηθικών αυτουργών, των οργανωτών και χρηματοδοτών»: από τον επικεφαλής της διαβόητης μασονικής στοάς Ρ2 Λίτσιο Τζέλι, το δεξί του χέρι Ουμπέρτο Ορτολάνι, τον πρώην επικεφαλής των μυστικών υποθέσεων του υπουργείου Εσωτερικών Φεντερίκο Ουμπέρτο Ντ’ Αμάτο, τον νεοφασίστα γερουσιαστή και διευθυντή του Il Borghese, Μάριο Τεντέσκι. Κι επίσης, αργότερα, τον «ορκισμένο» σε σιωπή Πάολο Μπελίνι της νεοφασιστικής Εθνικής Πρωτοπορίας, που μαζί με τα μέλη της NAR Φιοραβάντι, Μάμπρο, Λουΐτζι Τσαβαρντίνι, Τζιλμπέρτ Καβαλίνι, καταδικάζονται, αλλά είτε βρίσκονται ελεύθεροι, είτε δεν πληρώνουν για το έγκλημά τους όσο οι δίκες τους διαιωνίζονται. Και διαρκώς ανοίγουν νέα σενάρια, που τροφοδοτούν νέες κατηγορίες, που όμως έως σήμερα δεν καταλήγουν στο ποιός και γιατί διέταξε τη Σφαγή στη Μπολόνια.
Γιατί, ακόμη και σήμερα, μοιάζει παράδοξη και εκτός τόπου και χρόνου: ήδη ο ένοπλος αγώνας έχει ξεψυχήσει (και μετά το πογκρόμ κατά των αριστερών κινημάτων που ακολούθησε την απαγωγή και εκτέλεση του Άλντο Μόρο), ενώ οι κινητοποιήσεις για την πολιτική αυτονομία έχουν ξεθυμάνει, στην κυβέρνηση βρίσκονται οι Σοσιαλιστές του Μπετίνο Κράξι και η αλλοτριωτική πολιτική της «αφθονίας», η «νίκη» των χαρτογιακάδων της FIAT έχει «καπελώσει» και απονομιμοποιήσει τις διεκδικήσεις των εργατών. Όσο παραμένουν άγνωστοι οι πραγματικοί εντολείς της βομβιστικής επίθεσης και το πού απέβλεπαν, ακόμη θα πλανώνται τα ερωτήματα, παρότι ανακαλύπτονται οι φυσικοί της αυτουργοί.
Ωστόσο, οι αναμνήσεις για τη Σφαγή της 2ας Αυγούστου είναι δύσκολο να εξαλειφθούν ή να φαλκιδευτούν κι ακόμη δυσκολότερο να παραγραφούν. Οι 85 άνθρωποι που χάθηκαν, οι πολυάριθμοι άλλοι που ακόμη ζουν με τραύματα ανεπούλωτα κι άσβεστα από τον χρόνο, τα διατηρημένα ίχνη από την υλική καταστροφή του σταθμού, αλλά και η ανάγκη των ανθρώπων να θυμούνται, δεν πρόκειται να σβήσει τούτην την ανάμνηση. Και ούτε θα παραγραφούν και οι αδιαμφισβήτητες ευθύνες ενός χώρου, όσο κι εάν ο ίδιος από θέση ισχύος πλέον πασχίζει να τις αποποιηθεί ή να τις καλύψει με μία επίφαση αναβάθμισής του στα δημοκρατικά νάματα.