Του David Broder* των New York Times, αναδημοσίευση από το capital.gr
Πόσο πολύ μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα σε μερικούς μήνες; Τον περασμένο φθινόπωρο, πριν από τις εκλογές στην Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι παρουσιαζόταν ευρέως ως απειλή. Αλλά αυτό το καλοκαίρι, όλα τής έχουν συγχωρεθεί – από τον νεανικό θαυμασμό της προς τον Μπενίτο Μουσολίνι και τους δεσμούς του κόμματός της με νεοφασίστες ως τη συχνά ακραία ρητορική της. Εν μέσω επαίνων για την πρακτικότητά της και την υποστήριξή της προς την Ουκρανία, η κυρία Μελόνι έχει εδραιωθεί ως αξιόπιστη δυτική εταίρος και σημαίνων πρόσωπο τόσο στις συνόδους κορυφής της Ομάδας των Επτά όσο και του ΝΑΤΟ. Η πρόσφατη επίσκεψή της στην Ουάσιγκτον, επισφράγισε το status της ως πολύτιμου μέλους της διεθνούς κοινότητας.
Αλλά το παρηγορητικό αφήγημα για μια εκρηκτική λαϊκίστρια που έγινε πραγματίστρια παραβλέπει μια σημαντική παράμετρο: αυτό που συμβαίνει στην Ιταλία. Η κυβέρνηση της κυρίας Μελόνι σπατάλησε τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης κατηγορώντας τις μειονότητες για υπονόμευση του τριπτύχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», με τραγικές, πρακτικές συνέπειες για τους μετανάστες, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και τους ομόφυλους γονείς.
Οι προσπάθειες να αποδυναμωθεί η νομοθεσία κατά των βασανιστηρίων, να συγκεντρωθούν μέσα ενημέρωσης σε φίλια χέρια και να ξαναγραφεί το μεταπολεμικό Σύνταγμα της Ιταλίας είναι εξίσου ανησυχητικές. Η κυβέρνηση της κυρίας Μελόνι δεν είναι απλώς εθνικιστική, αλλά φέρει κι έναν «μανδύα» απολυταρχίας. Αυτό είναι αρκετά αρνητικό για την Ιταλία. Όμως, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι εκτείνεται και εκτός των ιταλικών συνόρων, καταδεικνύοντας ότι η άκρα δεξιά μπορεί να αλώσει τα ιστορικά εμπόδια που τη χωρίζουν από την κεντροδεξιά. «Σύμμαχοι» της κυρίας Μελόνι βρίσκονται ήδη στην εξουσία στην Πολωνία, οι οποίοι προσφάτως νομιμοποιήθηκαν επίσης χάρη στην υποστήριξή τους προς την Ουκρανία.
Στη Σουηδία, ο κεντροδεξιός συνασπισμός βασίζεται στο εθνικιστικό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών για να παραμείνει στην εξουσία. Στη Φινλανδία, το αντιμεταναστευτικό Κόμμα των Φινλανδών τα έχει καταφέρει ακόμη καλύτερα, καθώς συμμετέχει στην κυβέρνηση. Αν και όλα αυτά τα κόμματα, όπως και άλλα πολλά ευρωπαϊκά ομοειδή κόμματα, κάποτε απέρριπταν την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σήμερα επιδιώκουν να εξασφαλίσουν μια θέση στους κυριότερους ευρωατλαντικούς θεσμούς, μεταμορφώνοντάς τους εκ των έσω. Σε αυτό το εγχείρημα, η κυρία Μελόνι έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Από τότε που εξελέγη πρωθυπουργός, η κυρία Μελόνι έχει σίγουρα μετριάσει τη ρητορική της. Σε επίσημες εκδηλώσεις, προσπαθεί με ζέση να φανεί συνετή και προσεκτική – ρόλος που ενισχύθηκε από την προτίμησή της στα τηλεοπτικά διαγγέλματα έναντι των συνεντεύξεων. Άλλωστε, μπορεί να βασιστεί στο γεγονός ότι οι συνάδελφοί της στο κόμμα τα «Αδέλφια της Ιταλίας» είναι λιγότερο συγκρατημένοι. Βάλλοντας κατά ενός εκ των βασικών στόχων της κυβέρνησης, τους γονείς που ανήκουν στην LGBTQ κοινότητα, οι ηγέτες του κόμματος έχουν χαρακτηρίσει την ανάληψη της γονικής μέριμνας από LGTBQ άτομα ως «χειρότερο έγκλημα από την παιδεραστία», ισχυριζόμενοι ότι οι ομοφυλόφιλοι «παρουσιάζουν» τα ξένα παιδιά ως δικά τους. Η κυρία Μελόνι μπορεί να κρατά αποστάσεις από τέτοιες ρητορικές, ακόμη και να εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για αυτού του είδους τον εξτρεμισμό. Αλλά οι αποφάσεις της κυβέρνησής της καταδεικνύουν φανατισμό, όχι επιφυλακτικότητα. Η κυβέρνηση επέκτεινε την απαγόρευση της παρένθετης μητρότητας προκειμένου να ποινικοποιήσει τις υιοθεσίες από άλλες χώρες και έδωσε εντολή στους δήμους να σταματήσουν τις εγγραφές στα μητρώα γονέων του ίδιου φύλου, εγείροντας ένα νομικό κενό γι’ αυτά τα παιδιά.
Κάτι παρόμοιο έχει γίνει και με τη μετανάστευση. Ο υπουργός Γεωργίας, παλαιόθεν σύμμαχος της κυρίας Μελόνι και κουνιάδος της, έχει πρωτοστατήσει στις εκκλήσεις για αντίσταση κατά της «εθνοτικής αντικατάστασης». Παρότι και η ιδία συμφωνεί -χρησιμοποίησε άλλωστε τον ίδιο όρο το 2017 για να αντιταχθεί, επιτυχώς, σε ένα νομοσχέδιο που θα παρείχε υπηκοότητα στα παιδιά που γεννιούνται στην Ιταλία από μη Ιταλούς υπηκόους- η κυρία Μελόνι έχει αποφύγει να χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά της. Αλλά οι εκκλήσεις της για «γεννήσεις, όχι μετανάστες» εκφράζει το ίδιο αίσθημα, ενώ η επιθετική εναντίωση της στη μετανάστευση βρίσκεται στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής της. Ένας νόμος που ψηφίστηκε τον Απρίλιο αναγκάζει τους αιτούντες άσυλο να ζουν σε κρατικά ελεγχόμενα κέντρα μεταναστών όσο τα αιτήματά τους εξετάζονται -διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει έως και δύο χρόνια- χωρίς πρόσβαση σε νομικούς συμβούλους ή εκμάθηση της ιταλικής γλώσσας. Τις τελευταίες εβδομάδες, η κ. Μελόνι πρωτοστάτησε σε μια συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τυνησία, το αυταρχικό καθεστώς της οποίας προμοτάρει τη θεωρία συνωμοσίας περί ευρείας αντικατάστασης, με στόχο τον περιορισμό της μετανάστευσης με αντάλλαγμα την παροχή οικονομικής στήριξης.
Όπως αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία, η καταστολή μέσω τρίτων δεν αποτελεί αποκλειστικότητα της συγκεκριμένης κυβέρνησης: προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν συνάψει ανάλογες συμφωνίες με τη Λιβύη, ενώ υπό την πίεση της Ιταλίας, το νέο σύμφωνο για τη μετανάστευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενισχύει το δικαίωμα των κρατών-μελών να απελαύνουν τους αιτούντες άσυλο. Αλλά η Ιταλία ακολουθεί ακόμη πιο σκληρή γραμμή. Τον Ιούνιο, οι αρχές κατέσχεσαν δύο πλοία διάσωσης μεταναστών με την κατηγορία ότι παραβίασαν τον νέο νόμο που στοχεύει στον περιορισμό της δράσης τους. Ο νόμος που ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο απαγορεύει σε πλοία που διαχειρίζονται ΜΚΟ να πραγματοποιούν πολλαπλές διασώσεις, παρά τις αλλεπάλληλες περιπτώσεις όπου οι ιταλικές αρχές δεν ανταποκρίθηκαν στις κλήσεις κινδύνου από διάφορα πλοία. Ο αριθμός όσων χάνουν τη ζωή τους προσπαθώντας να διασχίσουν τη Μεσόγειο συνήθως υπερβαίνει τους 2.000 ετησίως. Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Μελόνι διασφαλίζουν ότι οι απώλειες ζωών θα συνεχιστούν.
Όμως, και οι δημοσιογράφοι δέχονται πιέσεις. Εν ενεργεία υπουργοί έχουν απειλήσει -και σε ορισμένες περιπτώσεις το έπραξαν κιόλας- να υποβάλλουν μηνύσεις για συκοφαντία κατά μέσων του ιταλικού Τύπου, σε μια πρωτοφανή προσπάθεια να εκφοβίσουν τους επικριτές τους. Το δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο RAI βρίσκεται επίσης σε κίνδυνο, και όχι μόνο γιατί έχει αναγάγει σε αποστολή του για την επόμενη πενταετία μεταξύ άλλων την «προώθηση των γεννήσεων». Αφότου ο διευθύνων σύμβουλος και κεντρικοί παρουσιαστές του δικτύου παραιτήθηκαν επικαλούμενη τις πολιτικές πιέσεις που δέχονταν από τη νέα κυβέρνηση, το RAI τείνει πλέον να γίνει ‘Meloni TV’, μέσω της επιλογής τυχάρπαστων προσώπων.
Ο νέος γενικός διευθυντής του δικτύου, Τζιανπάολο Ρόσι, είναι θερμός υποστηρικτής της Μελόνι, ενώ στο παρελθόν είχε γίνει γνωστός ως ένας από τους διοργανωτές του φεστιβάλ των «Αδελφών της Ιταλίας». Μετά τον διορισμό του, πολλά ειδησεογραφικά πρακτορεία δημοσίευσαν σειρά αναρτήσεών του κατά της μετανάστευσης και μια συνέντευξή του με έναν νεοφασίστα δημοσιογράφο όπου καταδίκασε την αντιφασιστική «καρικατούρα» που επικρέμαται πάνω από τη δημόσια ζωή.
Αυτό δεν είναι το μόνο μέλημά του. Για τα Αδέλφια της Ιταλίας έχει μεγάλη σημασία να «θάψουν» την αντιφασιστική κληρονομιά που άφησε η Αντίσταση εν καιρώ πολέμου, καθώς το κόμμα έχει τις ρίζες του στη μεγάλη ήττα των φασιστών προγόνων του έθνους το 1945. Ως πρωθυπουργός, η κυρία Μελόνι έχει χαρακτηρίσει τη μεταπολεμική αντιφασιστική κουλτούρα της Ιταλίας ως κατασταλτική ιδεολογία, που είναι υπεύθυνη ακόμη και για τη δολοφονία δεξιών αγωνιστών κατά τη διάρκεια των πολιτικών βιοπραγιών της δεκαετίας του 1970. Δεν είναι μόνο η ιστορία που θέλουν να ξαναγράψουν. Το μεταπολεμικό Σύνταγμα της Ιταλίας, συνταχθέν από τα «κόμματα της εποχής της Αντίστασης», είναι επίσης προς αναθεώρησης: τα «Αδέλφια της Ιταλίας» θέλουν να εξασφαλίζουν έναν άμεσα εκλεγμένο αρχηγό, με ισχυρή εκτελεστική εξουσία χωρίς περιορισμούς. Ανεξάρτητα από το καινοτόμο της πρωτοβουλίας, η κυβέρνηση της κυρίας Μελόνι θα έχει την ευκαιρία να επιβάλει μόνιμες αλλαγές στην πολιτική τάξη της χώρας.
Παρά τις «μουσολινικές» της ρίζες, αυτή η κυβέρνηση δεν αποτελεί επιστροφή στο παρελθόν. Αντιθέτως, με την ενεργοποίηση της Δεξιάς πίσω από μια αγανακτισμένη πολιτική ταυτότητας, κινδυνεύει να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό: το μέλλον της Ευρώπης. Οι Συντηρητικοί στη Βρετανία αναπαράγουν την εμμονική ρητορική της κας Μελόνι υπέρ των ποσοστών γεννήσεων έναντι των μεταναστών.
Γάλλοι πολιτικοί κατά της μετανάστευσης, όπως ο Ερίκ Ζεμούρ, επικαλούνται την Ιταλία ως πρότυπο για τη «συμμαχία των δυνάμεων της Δεξιάς», ενώ και στη Γερμανία οι Χριστιανοδημοκράτες -που επί χρόνια αρνούνται να συνεργαστούν με την AfD- πιέζονται για να αλλάξουν στάση.
Η επιτυχία είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Ενόψει των πρόσφατων εκλογών στην Ισπανία, η κα Μελόνι απευθύνθηκε στον εθνικιστή σύμμαχό της, το Vox, δηλώνοντας ότι «ήρθε η ώρα των πατριωτών». Στην πραγματικότητα, το μερίδιο των ψήφων του ισπανικού κόμματος μειώθηκε και τα δεξιά κόμματα δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία. Ακόμα κι έτσι, το Vox είναι σταθερό μέλος της εκλογικής «αρένας» και σύμμαχος των συντηρητικών. Παρά την αυξανόμενη επιτυχία τους, τέτοιες δυνάμεις για χρόνια χαρακτηρίζονται ως «εξεγερμένοι αντι-συστημικοί» που αντιπροσωπεύουν ψηφοφόρους που έχουν αγνοηθεί από θεσμούς και κυβερνήσεις. Η αλήθεια -και το πιο ανησυχητικό- είναι πως δεν πρόκειται πλέον για κόμματα διαμαρτυρίας, αλλά για ευπρόσδεκτους σχηματισμούς στη mainstream πολιτική.
* Ο David Broder είναι ο συγγραφέας των βιβλίων «Τα εγγόνια του Μουσολίνι: Φασισμός στη σύγχρονη Ιταλία» και «Πρώτα πήραν τη Ρώμη: Πώς η λαϊκιστική Δεξιά κατέκτησε την Ιταλία».