Θυμάμαι τον Αύγουστο, που έβλεπα τις μύγες με δυσκολία να πετούν και αναρωτιόμουν γιατί ειδικά αυτόν τον μήνα σέρνονται τόσο, που βλέπουν στωικά τη μυγοσκοτώστρα να έρχεται καταπάνω τους, τσααακ και να πεθαίνουν ως μάρτυρες, για το καλό και την διαιώνιση του γένους της μύγας.
Παρατηρώ λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, τον Αύγουστο, οι μύγες είναι σικ και αδύνατες.
Το «σικ» βέβαια, είναι ομόηχο του «chic» -κομψός- αλλά και του «sick» -άρρωστος.
Τι από τα δύο ισχύει στην προκειμένη περίπτωση;
Και τα δύο: είναι chic, γιατί είναι… sick. Και είναι chic, γιατί είναι sick, από την πείνα.
Τον Αύγουστο, που οι οργανικές τροφές σαπίζουν πιο γρήγορα λόγω ζέστης και γίνονται ανόργανες, τότε είναι και ο μήνας των δεξιώσεων και των πάρτι, που διοργανώνουν οι μύγες, που ως γνωστόν, τρέφονται κυρίως με ανόργανη ύλη.
Τα πάρτι όμως και οι δεξιώσεις κόπηκαν προσφάτως, γιατί λογικά δεν πάνε οι μύγες στον μανάβη και στον μπακάλη να ψωνίσουν, αλλά οι άνθρωποι και με αυτό που περίσσευε, έστηναν τα γλέντια και οι μύγες.
Βέβαια, η βαρυστομαχιά τους μετά, είχε τα γνωστά αποτελέσματα αυτά της μυγοσκοτώστρας «τσαακ, ‘ναθεμά σε, άσε με μεσημεριάτικα να κοιμηθώ», σαφώς «ο ‘να θεμά σε» ξεχνούσε πως είχε αφήσει «μεσημεριάτικα» την πεπονόφλουδα ή το ζουμί από το καρπούζι, στο τραπέζι και δεν τα μάζεψε.
Πράγμα πολύ ευχάριστο για τις μύγες, γιατί έτσι στήνονται τα μυγοπάρτι. Με την αφηρημάδα μας.
Συνεπώς, αποδείξαμε και επιστημονικά, πως οι μύγες ουδόλως πεθαίνουν ηρωικά και στωικά, εν ονόματι του γένους, αλλά από τα περισσεύματα της δικής μας ευζωίας και όχι επειδή διάβασαν τον Γκράμσι και τον Κάρολο, στις μυγοεκδόσεις «Leftflyeditions».
Tότε λοιπόν που προέκυψε η φράση, κατά τεκμήριον, υπήρχε και λόγος.
Τα τελευταία χρόνια λοιπόν οι μύγες κυκλοφορούν chic και sick, γιατί από τους ανθρώπους δεν περισσεύει πια τίποτα, τουναντίον τους λείπει κιόλας. Κόβουν σύριζα πια το πεπόνι από την πεπονόφλουδα, ρουφάνε και το ζουμί από το καρπούζι στο πιάτο.
Και αυτό, θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, άγνωστο για πόσα κι αυτό από επιλογή ή από αδιαφορία.
Όσον αφορά το πρώτο -την επιλογή- είναι αυτό που είπε ο Στάινμπεκ κάποτε, πως «στην Αμερική ο σοσιαλισμός δεν ρίζωσε επειδή οι φτωχοί βλέπουν τους εαυτούς τους όχι σαν καταπιεσμένους προλετάριους, αλλά σαν προσωρινά ατυχήσαντες εκατομμυριούχους».
Όσον αφορά το δεύτερο -την αδιαφορία- αυτό, είναι καινούριο φαινόμενο: η παντελής ανησυχία και σχεδιασμός για την επόμενη μέρα, κάτι που δεν ίσχυε παλιότερα και ήταν το καύσιμο για τις λαϊκές κινητοποιήσεις, τώρα έχει μετατραπεί κάτι με τα «survivor», κάτι με το επιτηδευμένο «imagemaking» σε «δος ημίν σήμερον» κι έχει ο θεός, άσχετα αν το «σήμερον» είναι κυριολεκτικά τέτοιο, γιατί το «σήμερον» είναι επί τριάντα, όσο κι ο μήνας.
Και από το πρώτο δεκαήμερο, τσέπες και στομάχια είναι άδεια, σε λίγο θα αρχίσουν να γλυκοκοιτάζουν και τις μύγες που λέγαμε, αλλά δε βαριέσαι, σε λίγο αρχίζει το «survivor», με έκτακτο ενδιάμεσα, τον γυμνασμένο πρωθυπουργό, να κάνει ποδήλατο στην Πάρνηθα.
Κι έτσι, με τούτα και με κείνα η λαϊκή φράση «τον Αύγουστο που είναι παχιές οι μύγες», θα εκλείψει από το καθημερινό λεξιλόγιο, όπως έχει εκλείψει και η φράση «πάρε το μηδέν γιατί δεν σ’ ακούω καλά», «σήκω να αλλάξεις κανάλι», «έβαλα μια φουλάρα», «το κασετόφωνο μου μάσησε την κασέτα»… και ό,τι άλλο σας προκύψει σαν ανάμνηση, συνεπεία του «πολιτισμού».
Μαγικό λοιπόν, το τρικ, που κατάφεραν να γίνουν sick οι μύγες και να μας το πουλάνε σαν chic, προοίμιο για αυτό που μας περιμένει, με τη συμμετοχή/ανοχή μας.
Κάπως έτσι αύριο που θα κυκλοφορούμε αποστεωμένοι σαν τους Αθηναίους στην κατοχή, θα μας λένε «κομψούς».
Κάτι ήξεραν οι Ρωμαίοι με τον Ιανό, τον θεό τους με τις δύο όψεις και το διπλό νόημα, που έδινε στη ζωή.