Η νίκη του Μίλτου Τεντόγλου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου ήταν μια στιγμή χαράς πρώτα για τον ίδιο, μιας και πρόκειται για έναν ακόμα αθλητή που με σχεδόν καθόλου κρατική βοήθεια κατάφερε να ανέβει στην κορυφή των αθλητικών διακρίσεων και, έπειτα, για την υποτιθέμενη εθνική μας υπερηφάνεια, η οποία τονώθηκε λιγάκι αφότου η χώρα κάηκε σχεδόν ολοσχερώς το τελευταίο διάστημα.
Βέβαια, ένας λόγος που Τεντόγλου είναι συμπαθής στον προοδευτικό χώρο είναι διότι, σε αντίθεση με άλλους πρωταθλητές, δεν πέταξε ποτέ ούτε θρησκευτικές ούτε εθνικιστικές κορώνες, αντίθετα τόνισε πολλές φορές την αδιαφορία του ελληνικού κράτους για τους αθλητές, ειδικά για εκείνους που μεγαλώνουν μαζί με τα όνειρά τους στην επαρχία και, εν γένει, έχει κρατήσει ένα ιδιαίτερα χαμηλό προφίλ παρά το γεγονός ότι είναι χρυσός Ολυμπιονίκης.
Από την άλλη, το να μην είσαι ένας κακομαθημένος νάρκισσος δεν σημαίνει πως αυτομάτως είσαι λαϊκός ήρωας, κάτι που αρκετοί του προοδευτικού χώρου ξεχνάνε καμιά φορά. Αντίστοιχα, το να μην γλείφεις την εξουσία όπου σταθείς και όπου βρεθείς δεν σημαίνει ότι είσαι και τσογλάνι, όπως αρκετοί του συντηρητικού χώρου επίσης τείνουν να λησμονήσουν καμιά φορά.
Το να μην χαιρετίσει ο Τεντόγλου τον Παναγιώτη Δημάκο, έναν από τους γραμματείς του ΣΕΓΑΣ, επιστρέφοντας από τη Βουδαπέστη στο αεροδρόμιο της Αθήνας, εν τέλει αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ούτε πράξη αντίστασης, ούτε ένα θεαματικό τσογλανιλίκι. Ο πρωταθλητής είδε τον παππού του και έτρεξε να τον αγκαλιάσει, μην παρατηρώντας τι γίνεται γύρω του. Με άλλα λόγια, πήγαν κουβά και οι μεν και οι δε, και εκείνοι που χάρηκαν και χειροκρότησαν με το υποτιθέμενο «φτύσιμο» του Τεντόγλου στην «εξουσία» και εκείνοι που έσπευσαν να τον στηλιτεύσουν και λοιδορήσουν για την αγένειά και την αγνωμοσύνη του.
Έτσι και αλλιώς, το να μη δώσει ο Τεντόγλου το χέρι στον γραμματέα του ΣΕΓΑΣ δεν αποτελεί εξαρχής ούτε επαναστατική πράξη, ούτε και έχει κάποιο ιδιαίτερο πολιτικό αντίκτυπο, ακόμα και αν όντως ο πρωταθλητής είχε σκοπό να ξεφτιλίσει τις αρχές. Το να ανάγουμε τον Τεντόγλου σχεδόν σε ένα σύμβολο αντίστοιχο των Μαύρων Πανθήρων που με την υψωμένη μαυροφορεμένη τους γροθιά προσπάθησαν να χτυπήσουν τον οργανωμένο φυλετικό ρατσισμό, δηλαδή το να εμφυσούμε με το ζόρι πολιτική βαθύτητα εκεί που δεν υπάρχει, είναι εκτός από γελοίο, εντελώς απογοητευτικό για τις αντιλήψεις του σημερινού κινήματος ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό τέλος πάντων.
Είναι γεγονός ότι πάσχουμε από μια λυσσαλέα αναγκαιότητα για αγωνιστικούς συμβολισμούς, για την παραμικρή αντίσταση επί της αρχής, από όπου και αν προέρχεται και όπου και να καταλήγει. Και μάλιστα, όπως πολύ σωστά τόνισε ένας φίλος, επιμένουμε στην αγωνιστική συμβολικότητα εξ’ αντανακλάσεως, δηλαδή χωρίς να προέρχεται ούτε καν από τη δική μας συστηματική πολιτική δράση και ενασχόληση με τα κινήματα. Περιμένουμε τη στιγμή που κάποιος πετυχημένος στο star system, κάποιος με ήδη υπάρχον κεφάλαιο στην κοινωνία του θεάματος και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και δικτύωσης, θα κάνει μια οποιαδήποτε ανατρεπτική κίνηση, θα αρθρώσει κάποια ψήγματα προοδευτικής πολιτικής τοποθέτησης, ή έστω θα παρουσιάσει κάποια στοιχεία ενός σύμφυτου ανθρωπισμού σε αντίθεση με την πλειονότητα των «πετυχημένων» ανθρώπων που όταν ανοίγουν το στόμα τους ξερνάνε φασισμό, ρατσισμό, ομοφοβία, σεξισμό και πάει λέγοντας.
Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ στην ξιπασμένη τσογλανιά του κάθε μαϊντανού της σόουμπιζ, που η οποιαδήποτε ένδειξη ανθρωπιάς μας παρουσιάζεται ως κάτι το συγκλονιστικό και ουσιωδώς πολιτικά υπολογίσιμο. Ούτως ή άλλως μιλάμε για ένα ήδη κερδισμένο παιχνίδι, καθώς σε αντιπαραβολή με τον ευθύβολο ναρκισσισμό του Στέφανου Τσιτσιπά, ο οποιοσδήποτε άλλος μετριόφρων αθλητής προερχόμενος από την εργατική ή ακόμα και τη μικροαστική τάξη, έχει ζήσει στο πετσί του το ζόρι του πρωταθλητισμού στην Ελλάδα. Θα ήταν αδιανόητο να μιλάει ένας τέτοιος άνθρωπος για το πόσο άψογα πολυκαταστήματα είναι τα Λονδρέζικα Harrods ή το πόσο τέλεια αυτοκίνητα είναι τα Tesla, την ίδια στιγμή που όλη του ζωή πάλευε να πληρώσει τις προπονήσεις και τα γυμναστήρια και εξασκούνταν σε παρατημένα γήπεδα και σε αλάνες.
Το ότι κατά τη διάρκεια της οικονομική κρίσης, ο αθλητισμός στην Ελλάδα πήρε και αυτός την κάτω βόλτα, με αποτέλεσμα όλο το ολυμπιακό και αθλητικό πνεύμα με το οποίο έγιναν προσπάθειες να εκπαιδευτεί με αυτό μια ολόκληρη γενιά να πάει στράφι, είναι μια πολύ σκοτεινή και οδυνηρή ιστορία. Και όμως, παρά τα τάρταρα στα οποία βρίσκεται ο ελληνικός αθλητισμός, ορισμένοι χαρισματικοί και εργατικοί αθλητές τα καταφέρνουν να διαπρέψουν στο άθλημά τους χωρίς να καβαλάνε το καλάμι της ξαφνικής επιτυχίας τους. Αντίθετα, λειτουργούν και ως αγκάθι στο γενικευμένο εθνικόφρον αφήγημα «περί αρίστων», γιατί υπενθυμίζουν τις σοβαρές ελλείψεις σε υποδομές και την αδιαφορία του κρατικού μηχανισμού προς όλα εκείνα τα παιδιά που δεν έχουν τα φράγκα να αναδειχθούν και να συνεχίσουν στο δρόμο των ονείρων τους, είτε αυτό πρόκειται για σπουδές, είτε για αθλητισμό, είτε για τέχνη.
Έτσι, η επιτυχία αυτών των παιδιών μπορεί πιο εύκολα να αγκαλιαστεί από τον λαό, βρίσκει άμεση ταύτιση με όλους τους νέους που παλεύουν καθημερινά για να προκόψουν, να πραγματοποιήσουν τα δικά τους όνειρα στα δικά τους πεδία ενασχόλησης. Η συνειδητοποίηση ότι και άλλοι βιώνουν τις ίδιες αντιξοότητες με εσένα ακόμα και όταν είναι χρυσοί ολυμπιονίκες, αποτελεί ανακούφιση για εκείνους τους νέους που τους φόρτωσαν στην πλάτη την αποτυχία ως μια κατάσταση εντελώς προσωπική και ολοκληρωτικά αποκομμένη από το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Δεν ήταν δύσκολο, λοιπόν, όταν η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη δήλωνε πως έκανε προπονήσεις μετά τη βάρδια της στο ουζερί των γονιών της, μαζί της να ταυτιστούν χιλιάδες νέοι οι οποίοι μετά τη δική τους βάρδια, συνηθίζουν να ξενυχτάνε διαβάζοντας, μελετώντας τα μουσικά τους όργανα, κάνοντας πρόβες ή προπονήσεις και οι ίδιοι. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον Μίλτο Τεντόγλου, ο οποίος ευθύς εξαρχής είχε αποτινάξει από πάνω του κάθε σημάδι σοβαροφάνειας, έλεγε ότι έκανε παρκούρ στους δρόμους των Γρεβενών και εκεί τον εντόπισε ο προπονητής του, ενώ κάθε φορά που κερδίζει κάποιο μετάλλιο μιμείται τον χαρακτήρα από το αγαπημένο του anime.
Αυτή, όμως, η άμεση ταύτιση, έχει οριακά ταυτολογικά πολιτικά χαρακτηριστικά και δεν βασίζεται διόλου σε κάποια εγγενή πολιτική δράση. Συνηθίζουμε να ταυτιζόμαστε είτε με εκείνους που μας μοιάζουν είτε με εκείνους που θα θέλαμε να ήμασταν, και ακριβώς για αυτό το λόγο αθλητές όπως ο Τσιτσιπάς έχουν εξίσου μεγάλο κοινό. Γιατί ο ναρκισσισμός αποτελεί τη θεμέλια λίθο της κοινωνίας του θεάματος, τόσο των υποκειμένων που βρίσκονται στο επίκεντρο της δράσης και της προσοχής όσο και των επικείμενων θεατών. Με άλλα λόγια, ο ναρκισσισμός πουλάει εξίσου το ίδιο όσο και η μετριοφροσύνη, από τη στιγμή που υπάρχουν ήδη στην κοινωνία τα αντιστοίχως ταξικά διαφοροποιημένα κοινά.
Εάν όντως ο Τεντόγλου επέλεγε να μην χαιρετίσει τον γραμματέα του ΣΕΓΑΣ, αυτό θα παρέμενε μια προσωπική του επιλογή, με βάση τα προσωπικά του βιώματα και όχι μια γενική πολιτική κίνηση, η οποία θα αξίωνε και την αντίστοιχη αντίδραση του προοδευτικού κόσμου. Ακόμα και αν το προσωπικό είναι πολιτικό για ορισμένους του χώρου, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως οποιαδήποτε πράξη μας που υποδηλώνει την αμφισβήτηση μιας ανώτερης αρχής λαμβάνει ταυτοχρόνως κάποια παραγωγική πολιτική σημασία.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα εμφανίζεται στην ίδια την πράξη της ανάθεσης. Αναθέτουμε συστηματικά σε κάποιον άλλο να αμφισβητήσει την εξουσία αντί για εμάς τους ίδιους, θεωρούμε ότι μόνο αν κάποιος διάσημος λάβει κάποια πολιτική θέση θα γίνουν ορατά τα λαϊκά αιτήματα, αγαλλιάζουμε με οποιονδήποτε τολμάει να τους «φτύσει κατάμουτρα», αφήνοντας το αλόγιστο θυμικό να λάβει τα πρωτεία εις βάρος ενός έστω και ελάχιστα, σοβαρού πολιτικού συλλογισμού.
Αντίστοιχα, η δική μας πολιτική και συνδικαλιστική απραγία, η δική μας απουσία από την πάλη και τους αγώνες, μας έχει κόψει τα φτερά για οποιαδήποτε άλλη αξίωση εκτός από γηπεδικές αντιδράσεις οπαδισμού προς εκείνους που εκφράζονται με πιο ανθρώπινο τρόπο.
Κάθε μέρα ηρωοποιείται και κάποιος που ξέφυγε από τον ρέοντα κρετινισμό, είτε γνωστός είτε άγνωστος, με σκοπό να αποτελέσει παράδειγμα για τον κόσμο που θεωρεί τον εαυτό του προοδευτικό, αλλά, εν τέλει, αυτό καταλήγει να λειτουργεί μόνο ως ένα σημείο προσωρινής ανακούφισης από τη δυστοπία. Γίνεται ένα ανακυκλώσιμο μέγεθος μεταξύ της ίδιας φούσκας που νόμιζε ότι επειδή ορισμένοι φώναζαν στους δημοσιογράφους «Μητσοτάκη Γ@μίεσ@ι», η δεξιά ήταν ένα ώριμο φρούτο έτοιμο προς εκλογικό θερισμό και ότι θα έπεφτε από την υποτιθέμενη οργή του κόσμου, η οποία τελικά στράφηκε ακόμα δεξιότερα.
Για να αλλάξει αυτό το σκοτεινό τοπίο δεν χρειαζόμαστε ούτε θεαματικά πυροτεχνήματα που παρουσιάζονται ως αντιστασιακά, ούτε οπαδικές αντιδράσεις οι οποίες είναι κενές νοήματος και εν τέλει αποσαρθρώνουν μια κατάσταση μέσω της εκτόνωσής της. Είναι γεγονός ότι οι απαντήσεις μας πρέπει να επαναφορτιστούν με την πολιτική και συλλογική δράση ώστε να υπάρξει μια αποτελεσματική απάντηση απέναντι στον δεξιό κρετινισμό και στον επελαύνοντα φασισμό που κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στη δημόσια σφαίρα. Όσο παραμένουμε μοναχικοί καβαλάρηδες κεκλεισμένοι εντός των θυρών του ατομικού μας δράματος, δύσκολα θα ξεφύγουμε από το δόγμα της αναμονής ενός νέου «Σωτήρα» που θα έρθει για να μας σώσει από τον ακροδεξιό βούρκο.
Δυστυχώς, κόσμος δεν χαρίζεται με προσευχές, ούτε με υποτιμητικά βλέμματα και άρνηση χειραψίας.