Το ΝΑΤΟ προετοιμάζεται για να πραγματοποιήσει στις αρχές του επόμενου έτους τη μεγαλύτερη στρατιωτική άσκησή του από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, ανέφεραν σήμερα οι Financial Times.
Οι ασκήσεις θα προσομοιώσουν μια πιθανή ρωσική εισβολή και αποσκοπούν στην αύξηση της ετοιμότητας της στρατιωτικής συμμαχίας για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ανέφερε το δημοσίευμα.
Προστίθεται, ωστόσο, ότι η άσκηση αποτελεί μέρος της στροφής του ΝΑΤΟ στο να μετατραπεί ταχέως «από μία συμμαχία που επεμβαίνει σε κρίσεις, σε μια συμμαχία που πολεμά πολέμους».
Αναφέρεται πως στην άσκηση υπό το όνομα Steadfast Defender, θα συμμετάσχουν περίπου 41.000 στρατιώτες, περισσότερα από 50 πλοία και από 500 έως και 700 αποστολές μάχης στον αέρα.
Η άσκηση θα αποτελέσει επίσης μια πρώτη από την άποψη των τεχνικών δυνατοτήτων, καθώς για τη διεξαγωγή της θα χρησιμοποιηθούν γεωγραφικά δεδομένα του πραγματικού κόσμου για τη δημιουργία πιο ρεαλιστικών σεναρίων για τα στρατεύματα, αναφέρουν οι FT.
Η Σουηδία, της οποίας η εισδοχή στο ΝΑΤΟ δεν έχει ακόμη επικυρωθεί τυπικά από την Τουρκία και την Ουγγαρία, θα συμμετάσχει επίσης, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των κρατών που θα πάρουν μέρος σε 32.
Η άσκηση έχει σχεδιαστεί για να μοντελοποιήσει πιθανούς ελιγμούς εναντίον ενός εχθρού με πρότυπο έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία της Ρωσίας. Στο πλαίσιο τη άσκησης ο εχθρικός συνασπισμός ονομάζεται Occasus.
Αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ είπαν στους FT ότι η άσκηση «θεωρείται ως βασικό μέρος της επίδειξης στη Μόσχα ότι η συμμαχία είναι έτοιμη να πολεμήσει».
Οι ασκήσεις θα πραγματοποιηθούν στη Γερμανία, την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2024, αναφέρει το δημοσίευμα.
Οι FT ανέφεραν επίσης ότι η άσκηση θεωρείται ως μέρος μιας νέας στρατηγικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με την οποία η συμμαχία θα διεξάγει δύο σημαντικές στρατιωτικές ασκήσεις το χρόνο αντί για μία.
«Το ΝΑΤΟ θα εκπαιδευτεί επίσης για την αντιμετώπιση τρομοκρατικών απειλών εκτός των άμεσων συνόρων του», αναφέρουν οι Financial Times.
Τον Ιούνιο του 2022, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, είπε ότι η συμμαχία θα αυξήσει τον αριθμό των δυνάμεων υψηλής ετοιμότητάς της από 40.000 σε «πολύ πάνω από 300.000».
Σύμφωνα με τους FT, η ανακοίνωση αυτή αποτελεί μέρος μιας σημαντικής μετατόπισης της στρατιωτικής συμμαχίας προς «βαριές» στρατιωτικές δυνατότητες σε αντίθεση με τις ελαφριές και ευκίνητες δυνάμεις που αναπτύσσονταν στα Βαλκάνια και το Αφγανιστάν.