Ο άκρατος και πολεμοχαρής φιλοατλαντισμός των πολιτικών κομμάτων στην Ιταλία (και φευ! της κεντροφιλελεύθερης Αριστεράς του Pd και των συνοδοιπόρων του) εκπλήσσει διαρκώς, καθώς όποτε κάποιος πιστεύει πως έχει φθάσει στα ακρότατά του όρια, πάντοτε εκείνος φροντίζει να τα ξεπερνάει. Τελευταίο «ανδραγάθημα» της αριστερής δουλικότητας στη ΝΑΤΟϊκή γραμμή αποτελεί η φωτογραφική έκθεση αφιερωμένη στο ουκρανικό νεοναζιστικό τάγμα Αζόφ, που διοργανώθηκε στο Μιλάνο. Μάλιστα με την αιγίδα του ίδιου του δήμου, που επικεφαλής του είναι ο κεντροαριστερός Μπέπε Σάλα.
Η έκθεση «Μάτια της Μαριούπολης (Eyes of Mariupol). Ένα βλέμμα στα μάτια των υπερασπιστών της Μαριούπολης», που φιλοξενείται στην κεντρικότατη οδό Ντάντε της οικονομικής πρωτεύουσας της Ιταλίας, με τη χορηγία του Δήμου Μιλάνου, ουσιαστικά αποτελεί έναν θούριο στο φιλοναζιστικό τάγμα Αζόφ. Η ιδέα για τη διοργάνωση ανήκει στον σύλλογο Νέων Ουκρανών στην Ιταλία, με την αιγίδα του Γενικού Προξενείου της Ουκρανίας στο Μιλάνο, όμως εκείνο που έχει εξοργίσει την κοινή γνώμη είναι η σύμπραξη των δημοτικών αρχών. Ενός υποτιθέμενα «αριστερού» δημάρχου, σε μία πόλη που έχει υπάρξει ένα από τα προπύργια της αντίστασης κατά του ναζιφασισμού και έχει τιμηθεί σχετικά με Χρυσό Μετάλλιο.
Επικεφαλής στις διαμαρτυρίες και το κόμμα της Rifondazione Comunista (Κομμουνιστικής Επανίδρυσης), που από την πρώτη στιγμή κατήγγειλε την προβολή κι έμμεση νομιμοποίηση στην κοινή γνώμη των εικόνων μιας «ομάδας που αναγνωρίζεται διεθνώς ως νεοναζί».
«Απλώς ρίξτε μια ματιά στο διαδίκτυο για να δείτε τους πολεμιστές να επιδεικνύουν τατουάζ και ναζιστικά σύμβολα. Έτσι προωθεί την ειρήνη ο Δήμος του Μιλάνου, που κατά τ’ άλλα επιδεικνύει τέτοια προσοχή στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων. Θεωρούμε πολύ σοβαρό ατόπημα να αναλαμβάνει αυτή την αιγίδα και ζητάμε την ακύρωση της εκδήλωσης που προπαγανδίζει τον πόλεμο ως αξία και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα», έγραψε η Rifondazione Comunista στην ιστοσελίδα της. Αλλά και οι ευαισθητοποιημένοι κάτοικοι του Μιλάνου αντέδρασαν έντονα, με εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από την έκθεση και με αφίσες που υπενθύμιζαν, με τη φωτογραφία των πολεμιστών του Αζόφ να ποζάρουν με τη σβάστικα, τον νεοναζιστικό χαρακτήρα του Τάγματος και των πολεμιστών του. Που κανονικά θα έπρεπε να είναι απόβλητοι από τις τάξεις όχι μόνον του στρατού, αλλά και της κοινωνίας.
Διαμαρτυρίες προέκυψαν και μέσα στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου του Μιλάνου: «Όχι στο όνομά μου», αναφώνησε ο δημοτικός σύμβουλος με το ψηφοδέλτιο του Σάλα, Ενρίκο Φεντριγκίνι, διαχωρίζοντας τη θέση του. Ο ίδιος δήλωσε πως αρνείται να ταυτισθεί και με το περιεχόμενο, αλλά ακόμη και με την προκλητική αφίσα της έκθεσης, που απαθανατίζει τον πρώην διοικητή του Τάγματος Ντένις Προκοπένκο, ενός δεδηλωμένου οπαδού της «λευκής υπεροχής» και άλλων νεοναζιστικών θεωριών.
Στις επικρίσεις προσπάθησε να απαντήσει ο επικεφαλής του 1ου τομέα του Δήμου Ματία Αμπντού Ισμαήλ, που απέδωσε την απόφαση «στην τεχνική διαδικασία», που απαιτεί την έγκριση των προτάσεων για εκθέσεις από το δημοτικό συμβούλιο και τη συναίνεσή του για την παραχώρηση της χορηγίας. Επιπλέον τόνισε η έκθεση «χορηγείται και από το Γενικό Προξενείο της Ουκρανίας στο Μιλάνο, άρα από την ουκρανική κυβέρνηση».
Ωστόσο, στον δήμο έχουν φθάσει εκατοντάδες ηλεκτρονικά μηνύματα, πολλά από αυτά από την αντιναζιστική επιτροπή Ντονμπάς -που ζητούν να αναστείλει την έκθεση. Σε αυτές προστέθηκε και η φωνή διαμαρτυρίας του Ρώσου προξένου στο Μιλάνο Ντμίτρι Στόντιν, που επισήμανε τη ζοφερή εικόνα που προβάλλει για την ειρήνη μία πόλη με τέτοια οικονομική και πολιτική σημασία στην Ευρώπη. Αμέσως απάντησε, ως είναι φυσικό, ο Ουκρανός πρόξενος που χαρακτήρισε τις διαμαρτυρίες «ως ένδειξη της ρωσικής προπαγανδιστικής μηχανής». Μία δήλωση, που εύλογα θα σχολιάζαμε εμείς, με θράσος ισχυρίζεται πως κανείς δεν πρέπει να τολμά να αντικρούσει την κυριαρχική και μονόπλευρη προπαγάνδα φιλοΝΑΤΟϊκών και Ουκρανών στα δυτικά μέσα ενημέρωσης, η οποία όχι μόνο αγιοποιεί πολεμοχαρή και φιλοναζιστικά στοιχεία, αλλά και χαρακτηρίζει προδοτική και σχεδόν ποινικοποιεί κάθε έκκληση για ειρήνευση και δεν χαρίζεται ούτε καν στον Πάπα όταν τολμά να στηλιτεύσει τον πόλεμο (εν γένει)!
Στις φωνές αντίθεσης προς την έκθεση υπέρ των ναζιστών του Αζόφ προστέθηκαν κι αυτές του δημοτικού συμβούλου Ντομένικο Φινιγκουέρα, που υπενθυμίζει με εύγλωττο τρόπο πως το Τάγμα Αζόφ με «υπερηφάνεια» προβάλλει το σύμβολό του, το ναζιστικό Wolfsangel, που ήταν το σήμα των Χιτλερικών προτού υιοθετήσουν τη σβάστικα. Και μάλιστα απαριθμεί όλα τα κόμματα κι οργανώσεις που από το 1952 το είχαν ξεθάψει και χρησιμοποιήσει κι οι οποίες, τη εξαιρέσει των Αζόφ, είχαν τεθεί όλες εκτός νόμου. Απεναντίας, οι διάτορα υμνητές του Ναζισμού «πολεμιστές» του Αζόφ έχουν ενταχθεί ως επίλεκτοι στις τάξεις του ουκρανικού στρατού και σήμερα θεσμικά νομιμοποιούνται και στο Μιλάνο.
Εκεί όπου 80 χρόνια πριν οι παρτιζάνοι έδιναν μάχη μετά τη Συνθηκολόγηση του Σεπτεμβρίου του 1943 με τους αντίστοιχους ναζιστές των Ες Ες και τους φασίστες παραστρατιωτικούς της Δημοκρατίας του Σαλό του παραπαίοντος Μουσολίνι. Οι επίγονοι των Ναζί και των συνεργατών τους στις εκκαθαρίσεις κατά των Εβραίων κλπ στην κατεχόμενη Ουκρανία υμνολογούνται στην πόλη, όπου κρεμάσθηκε μετά την εκτέλεσή του ο Ντούτσε στην πλατεία Λορέτο κι όπου μέσα από το Ελεύθερο Ραδιόφωνο της Ιταλίας ακουγόταν η εμψυχωτική φωνή του παρτιζάνου και μετέπειτα εμβληματικού προέδρου της Δημοκρατίας Σάντρο Περτίνι!
Στις ουρανομήκεις διαμαρτυρίες, ο Αμπντού με δυσκολία προσπαθεί να δικαιολογήσει την επονείδιστη τούτη νομιμοποίηση των νεοναζί, προτάσσοντας την προσωπική του ιστορία: «ασχολούμαι με την πολιτική στον Δήμο εδώ και 17 χρόνια, δεν έχω επιτεθεί ποτέ στη δημοτική αρχή την οποία συμμερίζομαι, αλλά δεν χρειάζεται να αποδείξω ότι είμαι αντιφασίστας. Είμαι γιος Αιγύπτιου και μέλος του ANPI (της Ομοσπονδίας Αντιστασιακών Οργανώσεων). Ως δήμος πρέπει να είμαστε χορηγοί, ιδίως για πράγματα που αφορούν τον πολιτισμό». Μόνο που η προπαγάνδα υπέρ των Νεοναζιστών, όλοι θα συμφωνήσουμε, δεν μπορεί να (μετ)ονομασθεί σε πολιτισμό. Μία έννοια που οι Ναζί πρόγονοι, αλλά και οι κατοπινοί επίγονοί τους είναι η πρώτη (μαζί με την Ιστορία, που επιδιώκουν να ξαναγράψουν) στην οποία επιτίθενται, σύμφωνα με τη διαβόητη ρήση του Γιόζεφ Γκέμπελς «τραβώντας τα πιστόλια τους, όποτε την ακούν».