Μία από τις μεγαλύτερες μεταβολές, ή ορθότερα μεταλλάξεις, που έχουν συμβεί στην ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες είναι η σταδιακή διάχυση, αρχικά, και η απόλυτη επικράτηση και κυριαρχία, στη συνέχεια, του ιδεολογικού σχήματος «των πολλών ή των από-κάτω που δεν καταλαβαίνουν».
Ξεκίνησε τις τελευταίες δεκαετίες αρχικά από το εκσυγχρονιστικό «κέντρο» με βασικό φορέα το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη, πέρασε στη «δεξιά» μέσω της ΝΔ, την περίοδο που η τελευταία απεμπολούσε και τα τελευταία εναπομείναντα ίχνη ενός παραδοσιακού λαϊκού κόμματος, και πλέον έχει κατακλύσει και την «αριστερά», ιδιαίτερα μετά από το τραύμα της πρόσφατης εκλογικής συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τον ελληνάρα, τους ελληνέζους και τους βρωμιούς μέχρι τον ειρωνικά περιούσιο λαό, τον κοπρολαό ή τον «λαό που δεν πέρασε Διαφωτισμό», και από το «μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος» μέχρι το «Μητσοτάκης για πάντα» (απολύτως ενδεικτικά τα παραδείγματα) έχουμε την απόλυτη ιδεολογική ηγεμονία της υποτίμησης και της απέχθειας, αν όχι του μίσους, για ένα πλειοψηφικά μεγάλο μέρος του λαού, των πολιτών, της κοινωνίας κλπ., για τους πολλούς «άλλους» σε διάφορες «κεντρώες», «δεξιές» και «αριστερές» παραλλαγές και αποχρώσεις, που χαρακτηρίζονται όλες από ένα εκδικητικό πνεύμα για την αποτυχία να επιτευχθεί το «σωστό» (καλά να πάθουν αφού δεν ακολούθησαν αυτό το περίφημο «σωστό», δηλαδή τις αντιλήψεις και τις ιδέες του εκάστοτε απογοητευμένου μελαγχολικού υβριστή, αφού δεν καταλαβαίνουν, δεν βάζουν μυαλό, δεν εκσυγχρονίζονται, δεν εκπολιτίζονται, δεν εκδημοκρατίζονται, δεν γίνονται Ευρωπαίοι, Αμερικανοί ή Δυτικοί, δεν προοδεύουν κλπ. κλπ.).
Οι αποτυχίες μετατρέπονται σε αυτο-υποτίμηση και σε αίσθημα ενοχής. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτά τα αισθήματα οι από-πάνω έχουν δύο επιλογές: είτε να συντριβούν από την πραγματικότητα της αποτυχίας τους είτε να στραφούν επιθετικά εναντίον των από-κάτω, απαξιώνοντάς τους, και ανατιμώντας τους εαυτούς τους.
Αυτή είναι, στην ουσία της, η ιδεολογία της μετακύλισης και της μετάθεσης ευθυνών της αποτυχίας των από-πάνω, των λίγων ή της μειοψηφίας, και της ενοχοποίησης των από-κάτω, των πολλών ή της πλειοψηφίας, προκειμένου οι μεν να αποδεχθούν υπάκουα τη συλλογική τους τιμωρία και μοίρα, και οι δε να νομιμοποιήσουν την καταδίκη των τελευταίων στη συνείδησή τους (ή ακόμα και να αυτοϊκανοποιούνται από αυτήν, καθώς, σε ορισμένες περιπτώσεις, απολαμβάνουν την τιμωρία των άλλων σαδιστικά, ή και καλβινιστικά, αφού ανήκουν οι ίδιοι στους «εκλεκτούς», σε αντίθεση με τους υπολοίπους που δεν «προορίζονται» για σωτηρία, όντας καταδικασμένοι).
Αυτή είναι η ηγεμονική ιδεολογία που μέσα από απειράριθμα «αριστερά», «κεντρώα» και «δεξιά» περιεχόμενα διαχύθηκε, αρχικά, από-τα-πάνω-προς-τα-κάτω (top-down) αλλά σταδιακά, μέσα από απογοητεύσεις, διαψεύσεις προσδοκιών και αποτυχίες, κυριότεροι φορείς της έγιναν οι από-κάτω πάσης ιδεολογικής κατεύθυνσης, για να φτάσει πλέον να κυριαρχεί και να ηγεμονεύει σε ολόκληρο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας.
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, πλέον, όλοι βρίζουν, υποτιμούν ή απαξιώνουν όλους, αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί, που σημαίνει ότι όλοι πλέον είναι μέλη των από-πάνω, της ελίτ ή των εκλεκτών, αν όχι από πλευράς εισοδημάτων, καταθέσεων, επενδύσεων και ακινήτων, τουλάχιστον απλώς ιδεολογικά και ψυχολογικά.
Ο δε ψυχολογικά αισιόδοξος άνθρωπος, μόλις χάσει την ελπίδα του ή μόλις διαψευσθούν οι προσδοκίες του, απογοητεύεται με πολύ μεγαλύτερη ένταση συγκριτικά με τον απαισιόδοξο, και μπορεί να υποτιμήσει τον άλλον με πολύ μεγαλύτερη ένταση. Ωστόσο, μια τέτοια διαπίστωση χάνει από τον ορίζοντα της μια σημαντική μεταβολή, βασικά μια μετάλλαξη, που έχει συμβεί στην ελληνική κοινωνία: ναι μεν η αύξηση της αποχής από τις εκλογές, σε πολιτικό επίπεδο, μπορεί να φανερώνει κρίση νομιμοποίησης πολιτικών κομμάτων και την αποτυχία τους να λειτουργήσουν ως φορείς κοινωνικής ενσωμάτωσης, μια τάση αποξένωσης από το πολιτικό προσωπικό και μια γενικευμένη κρίση εκπροσώπησης, αποτελώντας σύμπτωμα εν τέλει της κακής υγείας του πολιτεύματος. Ωστόσο, σε ψυχολογικό επίπεδο, τα ευρύτερα δείγματα αποχής, αποστασιοποίησης και αποξένωσης που συνοδεύονται από την απομάκρυνση μεγάλου μέρους του κοινωνικού σώματος από τη συλλογική ζωή και από πολιτικές διαδικασίες, φανερώνουν την αύξηση της απαισιοδοξίας σε συλλογικό επίπεδο.
Ουσιαστικά, οι «μισοί» παραιτούνται και οι άλλοι «μισοί», που επιμένουν να μάχονται, βρίζονται μεταξύ τους, υποτιμώντας κατά αυτόν τον τρόπο οι πάντες τους πάντες. Ο κοινός παρονομαστής όλων είναι η απογοήτευση: για αυτό και είναι ανίκητες πολιτικά η αισιοδοξία και η ελπίδα, ακόμα περισσότερο σήμερα, σε μια περίοδο όπου η κοινωνία φανερώνει συμπτώματα συλλογικής μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης (ας μην ξεχνάμε ότι η πολιτική, υπό την παραδοσιακή της έννοια, θεωρείται θεραπεία, ανεξάρτητα αν στην Ελλάδα κυριαρχεί ένα πολιτικό σύστημα που καθηλώνει, χειραγωγεί, απομυζά και λεηλατεί το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας).
Ο ιστορικός κύκλος της κυριαρχίας αυτής της ιδεολογικής ηγεμονίας (1996-202…), που έχει επιφέρει μια συλλογική ψυχική μετάλλαξη, είναι ένας ιστορικός κύκλος συλλογικής παρακμής. Και ως τέτοιος θα καταγραφεί μελλοντικά, όταν η ισχύς και η επιρροή των τωρινών πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών ελίτ θα έχει παρέλθει.