Με αφορμή τα γεγονότα των τελευταίων ημερών που απασχολούν τα δυτικά Βαλκάνια και συγκεκριμένα το Κοσσυφοπέδιο, αλλά και τις γενικότερες αναταραχές το παρακάτω κείμενο έρχεται να δώσει μια εικόνα της πόλης Μιτρόβιτσα και της έντασης που επικρατεί στην περιοχή του Βόρειου Κοσόβου.
Έχουν περάσει μόλις 15 χρόνια από τις 17 Φεβρουαρίου του 2008, την ημέρα που υπεγράφη η μονομερής διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, με την Ελλάδα να παραμένει ανάμεσα στα πέντε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν έχουν ακόμα αναγνωρίσει το Κόσοβο ως ανεξάρτητο κράτος.
Η διαιρεμένη πόλη της Μιτρόβιτσα είναι ένα ζωντανό παράδειγμα που αποτελεί ακόμα προϊόν έρευνας. Φτάνοντας στη Μιτρόβιτσα, από τη νότια πλευρά -όπου επικρατεί το αλβανικό στοιχείο- αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι μια πόλη σαν όλες τις άλλες του Κοσσυφοπεδίου.
Πλησιάζοντας στη γέφυρα, η οποία φρουρείται στη νότια πλευρά από τις αστυνομικές δυνάμεις του Κοσόβου και στη βόρεια – τη σερβική- από Ιταλούς καραμπινιέρι-, γίνονται εμφανή τα κατάλοιπα του πολέμου. Είναι μια πόλη χωρισμένη στα δύο. Δύο λαοί που ως φυσικό σύνορο έχουν τον ποταμό Ιμπάρ και ως τεχνητό την περιφρουρούμενη γέφυρα, η οποία είναι προσβάσιμη μόνο σε πεζούς.
Ουσιαστικά, η γέφυρα είναι το σύμβολο της διχοτόμησης, διότι σε λίγα μόλις χιλιόμετρα μπορεί ο οποιασδήποτε να περάσει στην απέναντι όχθη και με όχημα.
Μπορεί η φωνή του ιμάμη να ηχεί και στις δύο πλευρές της πόλης, αλλά δεν σημαίνει πως αυτό δεν διεγείρει το εθνικό φρόνημα των Σέρβων.
Στη βόρεια πλευρά της πόλης δεσπόζει το «Μνημείο των Μεταλλωρύχων», το οποίο χτίστηκε το 1973 από τον αρχιτέκτονα Bogdan Bogdanović προς τιμήν των Αλβανών και Σέρβων που χάθηκαν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και διακρίνεται σχεδόν από κάθε σημείο της πόλης.
Ανεβαίνοντας στον λόφο του μνημείου, ο διαχωρισμός γίνεται ολοένα και πιο εμφανής, με τζαμιά χτισμένα από την μια και χριστιανικές εκκλησίες από την άλλη. Το σερβικό κομμάτι κράτα το εθνικιστικό στοιχείο με σέρβικες σημαίες, σύμβολα και γκράφιτι σε κάθε γωνιά.
Ανομολόγητες αλήθειες ξυπνούν βιώματα περασμένων ετών και αυτό διαφαίνεται όχι μόνο στην πόλη αλλά και στα χωριά του Βόρειου Κοσόβου, στα σύνορα με τη Σερβία, που ως επί το πλείστον κατοικούν ορθόδοξοι Σέρβοι. Στα χωριά υπάρχει η KFOR, η διεθνής ειρηνευτική δύναμη υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ για να επέμβει άμεσα αν χρειαστεί.
Άλλο ένα θέμα, το οποίο έχει απασχολήσει είναι το ζήτημα των πινακίδων των οχημάτων.
Οι αρχές του Κοσόβου θέλουν η σερβική μειονότητα να παραδώσει τις πινακίδες που έχουν εκδοθεί από τη Σερβία. Την αντίστασή τους απέναντι σε αυτήν την απόφαση εκφράζουν οι Σέρβοι , χρησιμοποιώντας ταινία για να καλύψουν το SRB και το εθνόσημο στις περιοχές που θα δεχθούν έλεγχο.
Έχοντας επισκεφτεί τη χώρα τον τελευταίο χρόνο, όχι μια φορά διαπίστωσα ιδίοις όμμασι το μίσος που επικρατεί. Αλβανοί πάνω στη γέφυρα να φωνάζουν για τη «μεγάλη Αλβανία», εθνικόφρονες Σέρβοι να με αποκαλούν ‘Orthodox brother’ (Ορθόδοξο αδελφό) και σε όποια αναφορά γίνεται για την αντίπερα όχθη να βλέπεις στα μάτια τους την απέχθεια για τον άλλο λαό.
Λίγοι διέσχιζαν τη γέφυρα λες και ήταν ταμπού ή ντροπή να περάσεις από την άλλη πλευρά, σαν κάποια κατάρα που δεν λέει να σταματήσει. Η ζωή προχωράει, όμως και νέες γενιές μεγαλώνουν με την ίδια νοοτροπία.
Η πρωτεύουσα σε μια προσπάθεια να εξομαλύνει τις σχέσεις Κόσοβου και Σερβίας πέφτει στο κενό, μιας και ο παραλογισμός του εθνικισμού, από πολιτικό ζήτημα έχει γίνει προσωπικό για κάθε πολίτη και δεν αφήνει περιθώρια σε μια αρμονική συνύπαρξη των δυο λαών.
Φαίνεται λοιπόν πως η κήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου τον Φεβρουάριο του 2008, δεν στάθηκε αρκετή για την ομαλή συμβίωση των δύο πλευρών καθώς ακόμη και σήμερα η κατάσταση στην περιοχή συνεχίζει να είναι τεταμένη και το μίσος ανάμεσα σε Αλβανούς και Σέρβους να παραμένει άσβεστο.