Ίσως στο πιο κρίσιμο διάστημα για την επιβίωσή του (κι ως πνεύμα κι ως περιεχόμενο) εισέρχεται την παρούσα εβδομάδα το κείμενο για το νέο Σύνταγμα στη Χιλή. Ένα χρόνο μετά από την εκκωφαντική απόρριψή του από το εκλογικό σώμα στο δημοψήφισμα, που άλλαξε κι εν μέρει και τους πολιτικούς συσχετισμούς στο Συντακτικό Συμβούλιο, η τροπή που έχει λάβει η σύνταξη του νέου Καταστατικού Χάρτη της χώρας, έχει περιπλακεί σε μέγιστο βαθμό. Μία τροπή που θέτει υπό αμφισβήτηση για μία φορά ακόμη το κύρος και τις δυνατότητες χειρισμών της αριστερής κυβέρνησης του Γκαμπριέλ Μπόριτς.
Από την Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου, που το Συνταγματικό Συμβούλιο της Χιλής άρχισε να ψηφίζει για την προετοιμασία ενός προσχεδίου του Συντάγματος, το οποίο πρέπει να παραδοθεί στις 7 Οκτωβρίου για να περάσει ένα δεύτερο στάδιο αναθεώρησης, η διαδικασία έχει μπλέξει και διατρέχει πλέον τον κίνδυνο της αποτυχίας. Αυτή η πιθανότητα έχει κινητοποιήσει μια ομάδα πολιτικών ομάδων -τόσο από τα κεντροαριστερά, όσο και από τα δεξιά- για να αποτρέψουν ώστε η διαδικασία, η οποία ούτως ή άλλως έχει υποστεί αλλοιώσεις, καταλήξει σε νέο φιάσκο. Και όλα αυτά εν μέσω μίας κατάστασης γενικευμένης αδιαφορίας από μεγάλη μερίδα του κοινωνικού σώματος.
Το σώμα του Συμβουλίου που αποτελείται από 50 μέλη, και στο οποίο το αριστερό κυβερνών κόμμα έχει μόνο 17 έδρες και η αντιπολίτευση 33, έχει εγκρίνει τροπολογίες που προωθούνται από το ακροδεξιό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, του Χοσέ Αντόνιο Κατς, το οποίο έχει τον έλεγχο με 22 αντιπροσώπους. Τις περασμένες εβδομάδες, η σύμπραξη ανάμεσα στην παραδοσιακή δεξιά και την ακροδεξιά συνέβαλε ώστε να εγκριθούν ορισμένα άρθρα σε ολότελα διαμετρική κατεύθυνση από εκείνη που οραματίζονταν όσοι αγωνίσθηκαν στους δρόμους υπέρ του νέου Συντάγματος πριν τέσσερα χρόνια. Διατάξεις οπισθοδρομικές, όπως «το δικαίωμα στη ζωή του αγέννητου παιδιού», η άμεση απέλαση των μεταναστών που εισέρχονται στη χώρα παράνομα, το δικαίωμα της «συνταγματικής ανυπακοής» στους θεσμούς και η φορολογική απαλλαγή για την πρώτη κατοικία (που όμως σε μία χώρα με τραγικές ανισότητες, ωφελεί μόνον όσους έχουν υψηλότερα εισοδήματα). Οι Ρεπουμπλικανοί, συνεπικουρούμενοι από την παραδοσιακή δεξιά του Chile Vamos επέβαλαν το πρόγραμμά τους: από τις 151 τροποποιήσεις μόλις πέντε είχαν προταθεί από την αριστερά. Ακολούθησαν την περασμένη εβδομάδα τα κεφάλαια που αφορούν το Εθνικό Κογκρέσο και εκδόθηκε κανονισμός που μειώνει τον σημερινό αριθμό των 155 βουλευτών σε 138.
Ωστόσο, οι τάσεις «βοναπαρτισμού» που έχει αρχίσει να επιδεικνύει ο Καστ έχουν θορυβήσει πολλούς ακόμη και μέσα στο δεξιό στρατόπεδο. Ο ίδιος ο ακροδεξιός ηγέτης έχει αναλάβει προσωπικά τα ηνία στη διαδικασία, φθάνοντας στο σημείο να τηλεφωνεί απ’ ευθείας σε βουλευτή κόμματος της παραδοσιακής δεξιάς για να εξασφαλίσει την ψήφο του. Το κόμμα του Κατς έχει μεν την πλειοψηφία, όχι όμως και την τελευταία λέξη, καθώς οι τροποποιήσεις που θα προταθούν από την επιτροπή των ειδικών θα απαιτήσει την έγκριση ή των ⅗ του Συμβουλίου ή την απόρριψή τους από τα ⅔.
Μολαταύτα, δεν είναι όλα ρόδινα στο δεξιό στρατόπεδο. Ορισμένα δεξιά μέλη στο Συντακτικό Συμβούλιο τήρησαν αποστάσεις από την κομματική γραμμή και μαζί με αριστερούς συναδέλφους τους κατόρθωσαν επί της αρχής να μην εγκριθούν διατάξεις που με τη διατύπωσή τους θα μπορούσαν να στηρίξουν την απαγόρευση στο δικαίωμα στην άμβλωση. Ή διατάξεις όπως η καθιέρωση της «κουέκα» ως εθνικού χορού ή του ροντέο ως εθνικού αθλήματος. Οι ειδικοί πλέον έχουν έως τις 4 Οκτωβρίου για να εγκρίνουν το είδος του κειμένου του νέου Καταστατικού Χάρτη που σε τρεις μήνες θα κριθεί πάλι με δημοψήφισμα.
Η κυβέρνηση του Γκάμπριελ Μπόριτς ενώπιον μίας νέας αποτυχίας, που θα έχει επιπτώσεις στην προσπάθεια να επιβάλλει χωρίς την τροποποίηση του Συντάγματος κρίσιμες μεταρρυθμίσεις (όπως πχ του συνταξιοδοτικού) στο Κοινοβούλιο, όπου έχει την πλειοψηφία η δεξιά, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να ρίξει τους τόνους και να επιτύχει μία δεύτερη προσπάθεια, με μία κοινής αποδοχής λύση, ιδίως με την κεντροαριστερά. Σε περίπτωση που προκύψει ένα προσχέδιο με οπισθοδρομικές διατάξεις, η κυβερνητική παράταξη θα βρεθεί στη σουρεαλιστική θέση να μη στηρίξει το εν δυνάμει νέο Σύνταγμα και να ζητήσει να διατηρηθεί σε ισχύ το Σύνταγμα του Πινοτσέτ, που τόσο αγωνίσθηκε να καταργήσει!
Βέβαια, υπάρχει και μία μεγάλη μερίδα των πολιτών -όπως απέδειξε το περασμένο δημοψήφισμα- που δε θεωρεί απαραίτητη μία δεύτερη προσπάθεια για να τροποποιηθεί στανικώς το ισχύον Σύνταγμα. Οι Ρεπουμπλικάνοι από την πλευρά τους έχουν το πλεονέκτημα ότι όποιο κι εάν είναι αυτό, το κάθε αποτέλεσμα ενεργεί υπέρ τους. Σε περίπτωση που περάσει μία τροποποίηση του Συντάγματος θα έχουν κερδίσει τη λεόντια μερίδα των άρθρων που τους ευνοούν. Εάν αποτύχει, τότε πάντοτε μπορούν να ισχυρίζονται ότι εκείνοι εξ αρχής τάσσονταν κατά της κατάργησης του Συντάγματος.
Με δεδομένη τη δριμεία κριτική που έχει δεχθεί το κόμμα του για τις τροπολογίες που έχει ενσωματώσει στο κείμενο του Συμβουλίου, ο πρώην υποψήφιος για την προεδρία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Χοσέ Αντόνιο Καστ, δήλωσε πως «εάν το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Ευρύ Μέτωπο είναι εναντίον του, αυτό σημαίνει πως το νέο Σύνταγμα είναι θετικό για τη Χιλή. Είμαστε στο σωστό δρόμο».
Διάφοροι παράγοντες επηρέασαν την απόρριψη του κειμένου του νέου Συντάγματος: η τιμωρητική ψήφος ενάντια στην Συντακτική Συνέλευση, που για μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης ισοδυναμεί με μια νέα ελίτ, ο συγκρουσιακός τόνος στη συζήτηση, η απαξίωση του ίδιου του συντακτικού οργάνου, που έχει κατακερματισθεί σε φατρίες και κλυδωνίζεται από σκάνδαλα, σε μεγάλο βαθμό η υποεκπροσώπηση της Δεξιάς στη Συνέλευση, ενώ η παράταξη εκπροσωπεί μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Ο φόβος για αφαίρεση κεκτημένων ή του δικαιώματος ιδιοκτησίας ή για τους αυτόχθονες των παραδοσιακών τους εδαφών και η αλλοτρίωσή τους. Ιδίως αυτό που μπορεί να σήμαινε για την ιδιοκτησία το νέο κείμενο ενισχύθηκε από πολλά fake news.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξε επίσης η υποχρεωτικότητα στην ψηφοφορία, η οποία καθιερώθηκε μόνο για τις εκλογές αυτές, που για πρώτη φορά έστειλε στις κάλπες 4,7 εκατομμύρια ψηφοφόρους, των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία ήταν αρνητική και τελικά καταψήφισε το κείμενο.
Η κυβέρνηση Μπόριτς διέπραξε πολλές αβλεψίες στη διάρκεια της διαδικασίας για την τροποποίηση του Συντάγματος, επαφίοντάς τη στη δυναμική της νίκης του για την προεδρία. Ένα πολιτικό κεφάλαιο που όμως σύντομα όμως ξοδεύθηκε , με τις καθυστερήσεις και την αστοχία στην επιλογή των κατάλληλων προσώπων, με αποτέλεσμα ο Μπόριτς σήμερα να μην βρίσκεται στο πηδάλιο της Χιλής, αλλά να περιμένει απλώς να αντιδράσει στις πρωτοβουλίες των αντιπάλων του.