Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος υπήρξε η, σε μεγάλο βαθμό νοσηρή, συζήτηση που έγινε στο X (πρώην Twitter) μετά από ανάρτηση που επέκρινε την επιλογή για την αποδοχή μεταναστών στην χώρα χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τους «αχάριστους» Αλβανούς που έφυγαν από την Ελλάδα.
Αυτά που αναφέρει το post δεν αντέχουν στη κριτική της κοινής λογικής, εκτός αν κάποιος ανήκει στο μάλλον ενιαίο μπλοκ που ξεκινάει από τους νεοφιλελεύθερους ακροκεντρώους και φτάνει στους ναζιστές της Χ.Α. Δυστυχώς, όπως έδειξε το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών αυτό το μπλοκ ίσως είναι και πλειοψηφικό στην ελληνική κοινωνία στην παρούσα φάση, αλλά αυτά αποτελούν θέματα συζήτησης για ένα άλλο άρθρο. Προς το παρόν, θα επικεντρωθούμε στους «αχάριστους» Αλβανούς.
Το επιχείρημα, το οποίο δυστυχώς (εκτός αν πρόκειται για εμπαιγμό) διανθίζεται με τη σημαία της Ουκρανίας και της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας είναι το εξής: Η αποχώρηση 170+ χιλιάδων Αλβανών μετά από τριάντα χρόνια εκπαίδευσης και περίθαλψής τους είναι το συντριπτικότερο επιχείρημα κατά της αθρόας μετανάστευσης. Κυριολεκτικά δισεκατομμύρια πήγαν στο κενό και βρεθήκαμε πάλι στο σημείο μηδέν». Θα πιάσουμε ένα προς ένα τα σημεία που αναφέρει αυτό το post για να ελέγξουμε κατά πόσον τα αναγραφόμενα είναι αληθή.
Ξεκινάμε από τον αριθμό των 170+ χιλιάδων. Τα στοιχεία εδώ είναι συγκεχυμένα. Υπολογίζεται πως από το 1991 περίπου 700 χιλιάδες κάτοχοι αλβανικών διαβατηρίων (συμπεριλαμβανομένων των ομογενών) εισήλθαν στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς, αφού εργάστηκαν για κάποια χρόνια στην Ελλάδα, είτε γύρισαν πίσω είτε μετανάστευσαν σε άλλη χώρα. Την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των Αλβανών μεταναστών υπολογίζονταν περίπου στις 500 χιλιάδες. Μέχρι τον Αύγουστο του 2021 ο αριθμός Αλβανών με νόμιμη άδεια παραμονής ήταν περίπου 420 χιλιάδες, ο ίδιος αριθμός έναν χρόνο αργότερα το 2022 ήταν περίπου 290 χιλιάδες. Υπήρξε λοιπόν φυγή 130 χιλιάδων Αλβανών μέσα σε ένα έτος; Η απάντηση είναι όχι. Στους 130 χιλιάδες που λείπουν όντως κάποιοι έφυγαν (θα αναφερθούμε αναλυτικότερα σε αυτό παρακάτω), κάποιοι έλαβαν ελληνικές ταυτότητες, ενώ ένας πολύ μεγάλος αριθμός βρίσκεται με ληγμένη άδεια παραμονής έχοντας στο χέρι του μόνο την περίφημη «μπλε βεβαίωση», γιατί την τελευταία τριετία (από την πανδημία και μετά) οι επανεκδόσεις αργούν τρομερά, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, γεγονός που προκαλεί πολλαπλά προβλήματα στη ζωή των μεταναστών. Είναι λοιπόν ο αριθμός 170 χιλιάδες σωστός; Κατά πάσα πιθανότητα όχι, αλλά αυτό έχει να κάνει με το πότε κάποιος αρχίζει να μετράει και το ποιους προσμετράει.
Το επόμενο και βασικότερο επιχείρημα είναι ότι αφού «εκπαιδεύσαμε και περιθάλψαμε» τους Αλβανούς, αυτοί έφυγαν. Αρχικά, οι Αλβανοί, όπως και οι άλλοι κάτοικοι της χώρας πληρώνουν (κατά κανόνα) φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, απ’ όπου παρέχεται οτιδήποτε έχει να κάνει με το κοινωνικό κράτος. Οι μετανάστες δε επί μια δεκαπενταετία πλήρωναν χαράτσια 150 ευρώ το άτομο ανά έτος για να ανανεώσουν τις άδειες παραμονής (για μια τετραμελή οικογένεια αυτό σήμαινε 600 ευρώ το χρόνο). Αν υπολογίσουμε μια δεκαετία τους περίπου 500 χιλιάδες Αλβανούς, μόνο από τα ποσά της ανανέωσης των αδειών παραμονής, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η φορολογία, προκύπτουν 3 δισ. ευρώ πληρωμένα από τους Αλβανούς μετανάστες στο ελληνικό κράτος. Συνεπώς το επιχείρημα αντιστρέφεται πλήρως, ειδικά αν υπολογίσουμε την συνολική συνεισφορά των μεταναστών στο οικονομικό θαύμα, όπως ονομάστηκε, της των αρχών του 2000.
Το ποστ αυτό όμως λέει μια κάποια αλήθεια: αλλά για να την καταλάβουμε πρέπει να το διαβάσουμε εντελώς από την ανάποδη. Όντως υπάρχει φυγή Αλβανών μεταναστών κυρίως πρώτης, αλλά και δεύτερης γενιάς, αφού έλαβαν ή χωρίς να πάρουν την πολυπόθητη ελληνική ταυτότητα. Όντως αυτή η φυγή εντείνει το πρόβλημα της γήρανσης και μείωσης του πληθυσμού της χώρας. Στην περίπτωση των Αλβανών μεταναστών το ελληνικό κράτος πραγματικά έβαλε τα χέρια του και έβγαλε τα μάτια του. Όπως προείπαμε, από το 1991 μέχρι σήμερα περίπου 700 χιλιάδες Αλβανοί έλαβαν κάποια στιγμή άδειες παραμονής: αυτό ισούται με το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Αλβανίας. Η παρουσία ενός τέτοιου σχετικά νεανικού πληθυσμού στην Ελλάδα έδωσε μεγάλη ώθηση στους οικονομικούς και δημογραφικούς δείκτες. (Μιας και αυτές τις μέρες συζητάμε για τη στέγη του Καλατράβα, ας θυμηθούμε ότι τα ολυμπιακά έργα εν συνόλω δεν θα είχαν ολοκληρωθεί ποτέ χωρίς το μεταναστευτικό δυναμικό).
Η Ελλάδα λοιπόν δέχεται έναν αριθμό μεταναστών που πραγματικά αποτέλεσε δώρο για την χώρα. Και αυτό γιατί, οι Αλβανοί βρίσκονται πολιτισμικά κοντά στους Έλληνες, δεν έχουν έντονη θρησκευτική συνείδηση, ώστε να δημιουργήσουν ομαδοποιήσεις γύρω από τη θρησκεία (αρκετοί είναι και Ορθόδοξοι) και συνεπώς μέσα σε μια δεκαετία έχουν πρακτικά γίνει τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Δυστυχώς το ελληνικό κράτος, αντί μαζικών νομιμοποιήσεων και ελληνοποιήσεων, ώστε να δεθούν αυτοί οι άνθρωποι για τα καλά με την χώρα (όπως έγινε π.χ. στην Ιταλία, στη Γερμανία κλπ.) επέλεξε να δράσει κοντόθωρα και μικρόψυχα, κρατώντας τους μετανάστες σε μια μετέωρη κατάσταση μέχρι και σήμερα. Το πρόσκαιρο κέρδος των αφεντικών που προτιμούσαν να έχουν τους μετανάστες ανασφαλείς, ώστε να συνεχισθεί η εντατική εκμετάλλευσή τους, υπερίσχυσε της ανάγκης για υγιή ασφαλιστικά ταμεία. Η δε συνεχιζόμενη ρατσιστική πολιτική από το κράτος και τα μέσα ενημέρωσης υπερίσχυσε της μακροπρόθεσμης τόνωσης του ελλαδικού πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα, μέχρι και σήμερα μεγάλο κομμάτι των Αλβανών που ζει στην Ελλάδα παραμένει σε μια συνθήκη ρευστότητας και αισθάνεται μη αποδεκτό από σημαντικό τμήμα της κοινωνίας.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: οι μετανάστες, όταν ήρθαν στην Ελλάδα την Ιταλία ή όποια άλλη χώρα, γνώριζαν και γνωρίζουν πως κάνουν μια θυσία. Θα δουλέψουν στις σκληρότερες δουλειές, θα έχουν χαμηλότερους μισθούς, συχνά θα είναι ανασφάλιστοι κ.ο.κ., για να μην αναφερθούμε καν στις δολοφονίες στα σύνορα, την εντελώς απλήρωτη εργασία και τα άλλα δεινά. Ωστόσο υπήρχε η προσδοκία ότι με την πάροδο του χρόνου θα μπορέσουν να χτίσουν μια νέα καλύτερη ζωή για αυτούς και τα παιδιά τους.
Η Ελλάδα των Ολυμπιακών όμως έγινε Ελλάδα των μνημονίων και οι πιο ευάλωτοι σε αυτό ήταν οι μετανάστες. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, πέραν όλων των άλλων, το σύστημα ήθελε να «προσφέρει» στο μέσο Έλληνα που έβλεπε τη ζωή του να χειροτερεύει μέρα με τη μέρα ένα ψυχολογικό αντίβαρο: «Και εσύ δυσκολεύεσαι, αλλά δεν είσαι και Αλβανός/Πακιστανός κλπ.». Ακόμα και σήμερα, σε οποιαδήποτε έγκλημα το θύτης είναι Αλβανός, αυτή η ιδιότητα υπερπροβάλλεται ενώ αν είναι το θύμα αλβανικής καταγωγής συνήθως αποκρύπτεται.
Ταυτόχρονα την κατάσταση δεν βοηθούν και οι διμερείς διαφορές των δύο κρατών. Κατά τη γνώμη του γράφοντος μένουν ανεπίλυτες, ώστε να μπορούν να ενισχύονται οι εθνικισμοί ένθεν και ένθεν: χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπόθεση Μπελέρη και το πώς όρισε την ατζέντα μερικές μέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές. Άλλωστε, ίδια ήταν η πολιτική της δεξιάς και της ακροδεξιάς και για το Μακεδονικό, γεγονός που δημιούργησε άλλο ένα γειτονικό κράτος με μη καλές σχέσεις. Στην περίπτωση της Αλβανίας όμως, αυτοί που «πλήρωναν τη νύφη» σε αυτές τις εξάρσεις ήταν και είναι οι μετανάστες. Να θυμηθούμε το πογκρόμ με τους νεκρούς του 2004 επειδή οι Αλβανοί πανηγύρισαν τη νίκη σε ποδοσφαιρικό αγώνα επί της πρωταθλήτριας Ευρώπης Ελλάδας;
Υπό αυτές τις συνθήκες, και παραμένοντας μετέωροι για 25 με 30 χρόνια όντως πολλοί μετανάστες έφυγαν. Γράψαμε παραπάνω πως υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες με ληγμένη άδεια παραμονής, όχι με δική τους υπαιτιότητα, αλλά λόγω καθυστερήσεων από τις εκδίδουσες αρχές. Αυτό το γεγονός μεταξύ άλλων τους στερεί τη δυνατότητα λήψης επιδομάτων που δικαιούνται, όπως το επίδομα ενοικίου. Την ίδια στιγμή, αντί να αυξάνεται προοδευτικά η διάρκεια και να γίνονται πιο βατά τα κριτήρια απόκτησης των αδειών παραμονής, συμβαίνει το αντίστροφο: οι άδειες διαρκούν δύο με τρία χρόνια και η απόκτηση γίνεται όλο και δυσκολότερη.
Αν μιλήσουμε για τις συντάξεις των μεταναστών θα αντιληφθούμε ένα πραγματικό δράμα και μια κατάφωρη αδικία, καθώς άνθρωποι που έχουν τα ίδια έτη και ίδια ποσά ασφάλισης με τους Έλληνες, λαμβάνουν συντάξεις κατά πολύ μικρότερες λόγω των διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου. Για τη λήψη ιθαγένειας καλούνται άνθρωποι 65 χρονών να μάθουν ιστορία, γεωγραφία, ορθογραφία και συντακτικό και να δώσουν τεστ (που δεν θα περνούσαν ούτε απόφοιτοι ΑΕΙ), ενώ τα οικονομικά κριτήρια έχουν γίνει δρακόντεια. Με αυτή την πραγματικότητα το 2023 είναι να απορεί κανείς που μετανάστες δεύτερης γενιάς που έφυγαν μαζί με συνομήλικους Έλληνες στη δυτική Ευρώπη την εποχή των μνημονίων και κατάφεραν να ορθοποδήσουν προσελκύουν και τους γονείς τους εκεί;
Μετά την είσοδο της Αλβανίας στη Zώνη Schengen, δίνεται η δυνατότητα σε Αλβανούς πολίτες να βρίσκονται ως και τρεις μήνες σε κάποια άλλη χώρα. Χρησιμοποιώντας αυτό το παραθυράκι, χιλιάδες Αλβανοί έρχονταν ως «τουρίστες» και δούλευαν στα χωράφια τις περιόδους συγκομιδής που απαιτούνταν εργατικά χέρια. Προφανώς με μαύρη εργασία, αλλά το ελληνικό κράτος έκανε τα στραβά μάτια. Τα τελευταία χρόνια οι Αλβανοί εργάτες γης έχουν στραφεί σε άλλες χώρες που πληρώνουν καλύτερα μεροκάματα. Η λύση της Ελλάδας ήταν να συνάψει διμερείς συμφωνίες με ασιατικές και αφρικανικές χώρες, ώστε να φέρει εργάτες από εκεί κρατώντας τα μεροκάματα χαμηλά. Μέχρι τώρα αυτό δεν φαίνεται να αποδίδει, εξ ου και άρχισαν να γράφονται άρθρα του τύπου «Φέρτε τους Αλβανούς πίσω».
Κλείνοντας, είναι σαφές πως, αν δεν αλλάξει έστω και τώρα πορεία, η Ελλάδα θα έχει ακόμα περισσότερη εκροή, από ένα πληθυσμιακό κομμάτι που από πλευράς νοοτροπίας, είναι ήδη ενσωματωμένο. Για να μην φεύγουν οι Αλβανοί μετανάστες, και όχι μόνο αυτοί, και να ανακοπεί η γήρανση και συρρίκνωση της χώρας χρειάζεται να πάψουν οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές και ο συστημικός ρατσισμός.