Δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ΕΜΗΔΙΠΑ) για το 2022, η οποία συνιστά μια συγκριτική και συστηματική επισκόπηση του βαθμού συμμόρφωσης των εσωτερικών πειθαρχικών οργάνων προς τις συστάσεις και επισημάνσεις του Μηχανισμού του Συνηγόρου.
Η έκθεση εστιάζει σε ομάδες υποθέσεων ή και αυτοτελή περιστατικά που απασχόλησαν την κοινή γνώμη. Για ακόμα μία φορά διαπιστώνεται πως τα πρόσωπα, που συνιστούν τα συνήθη θύματα της αυθαιρεσίας των σωμάτων ασφαλείας, είναι άτομα νεαρής ηλικίας, ενίοτε και ανήλικα ή ακόμη και παιδιά, αλλοδαποί, ανεξαρτήτως του καθεστώτος δυνάμει του οποίου βρίσκονται στη χώρα, Ρομά και γυναίκες. Στην πλειονότητά τους οι κατηγορίες αφορούν σε παραβιάσεις κατά της σωματικής ακεραιότητας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της προσωπικής ελευθερίας και κατά της γενετήσιας ελευθερίας, χωρίς να απουσιάζουν και εκείνες κατά της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.
Στην έκθεση τονίζεται πως η παράμετρος της κοινωνικής στοχοποίησης, που κατά το 2022 συνδέθηκε αρκετές φορές με τη μαζική παρουσία συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων σε δημόσιο χώρο, όπως συναυλίες, διαμαρτυρίες, καταλήψεις, καθώς επίσης και με παράνομες επαναπροωθήσεις, σε συνδυασμό με την διαπιστωθείσα όξυνση των πλημμελειών ως προς τη διεξαγωγή των πειθαρχικών ελέγχων, συνομολογούν υπέρ της διεύρυνσης του σκοτεινού αριθμού των εν λόγω περιστατικών.
Ειδικότερα, το κύριο αντικείμενο των εντός αρμοδιότητας υποθέσεων, που εξέτασε ο Μηχανισμός, πέρυσι αφορούσε:
- 76 υποθέσεις για προσβολή σωματικής ακεραιότητας ή υγείας
- 47 για προσβολή προσωπικής ελευθερίας
- 28 υποθέσεις με ρατσιστικό κίνητρο και διακρίσεις
- 25 υποθέσεις για βασανιστήρια και προσβολές του άρθρου 137Α του Ποινικού κώδικα, οι οποίες αυξήθηκαν σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά
- 6 για προσβολή γενετήσιας ελευθερίας και 6 για προσβολή κατά της ζωής
Ο Συνήγορος καταγράφει επίσης όξυνση των πλημμελειών ως προς την εσωτερική διαδικασία διερεύνησης πειθαρχικών παραπτωμάτων, παρά τις επίμονες συστάσεις καιεπανειλημμένες παρεμβάσεις της Αρχής σημειώνοντας πως «οι πειθαρχικές πορισματικές εκθέσεις της ΕΛ.ΑΣ., στις οποίες η πρόταση αρχειοθέτησης προβάλλεται ως μόνιμη, σχεδόν, επωδός για τη συντριπτική πλειοψηφία των διεξαχθέντων πειθαρχικών ελέγχων». «Σε μόλις 16 εκ του συνόλου των 113 υποθέσεων που επεξεργάστηκε ο Μηχανισμός κατά το 2022, αναγνωρίστηκε πειθαρχική ευθύνη» διαβάζουμε χαρακτηριστικά.
Σε αυτό το πλαίσιο ο ΣτΠ αναφέρει πως «οι σχέσεις εξάρτησης μεταξύ πειθαρχικής και ποινικής δίκης και η συχνή θεσμική εργαλειοποίηση που συνεπάγονται, η έντονη προτίμηση υπέρ της διεξαγωγής προκαταρκτικών πειθαρχικών ερευνών έναντι της άσκησης πειθαρχικών διώξεων, ακόμη και σε περιπτώσεις βαρύτατων καταγγελιών, η ανέξοδη κι άλλοτε επιλεκτική ή/και ελλειπτική αναφορά στην ισχύουσα νομοθεσία, έναντι της υποχρέωσης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η αδράνεια ως προς τη συλλογή ή την έγκαιρη συλλογή κρίσιμου αποδεικτικού υλικού, καθώς και η αποφυγή αξιολόγησης και αξιοποίησής του, η αδρανοποίηση της ενισχυμένης θεσμικής εγγύησης που παρέχει η ενημέρωση του Υπουργού και πειθαρχικού προϊσταμένου, η θεσμική παράκαμψη του Συνηγόρου με την έκδοση πειθαρχικών αποφάσεων χωρίς πρότερο πόρισμά του, με τη δίχως τεκμηρίωση παράβλεψη των συστάσεών του κι άλλοτε με διάθεση αντιπαλότητας προς αυτές και τέλος η αμεριμνησία ως προς τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., παρά την υπερνομοθετική δεσμευτικότητά της, η οποία εντείνεται ακόμη περισσότερο για τα κράτη που βαραίνουν οι καταδίκες, συμπυκνώνουν την ποιοτική διάσταση των πειθαρχικών ελλειμμάτων, αποτυπώνοντας παράλληλα το περιεχόμενο της άρνησης ως προς την νομοθετική υποχρέωση διεξοδικής και αποτελεσματικής έρευνας».
«Με αυτά τα δεδομένα, ο Μηχανισμός επανέρχεται ακόμη μία φορά στη ρητορική περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτή αποδίδεται καταστατικά και νομολογιακά, υπενθυμίζοντας ότι σε κάθε κράτος δικαίου η νομιμότητα της κατασταλτικής δράσης της αστυνομίας είθισται να δομείται στον αντίποδα και να βρίσκει το δικαιοπολιτικό της όριο στην εγγυητική λειτουργία της» αναφέρει η έκθεση στην οποία συμπληρώνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η ανατροπή ή η ακύρωση μιας τέτοιας ισορροπίας, μετατρέπει τους, πλέον αρμόδιους για τη διασφάλιση του νόμου φορείς, σε συνήθεις παραβάτες νομικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, στρώνοντας το έδαφος σε θεσμικές παρεκτροπές και πολιτειακά πισωγυρίσματα. Η αποτροπή, επομένως, καθώς και η αποκατάσταση ενός τέτοιου ενδεχόμενου, απαιτεί θεσμικά αντίβαρα και δομικές διευθετήσεις. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ασκώντας αυξημένη επιτήρηση στη χώρα λόγω της ελλειμματικής προσαρμογής της, εξακολουθεί να αναμένει επικαιροποιημένα στοιχεία εμπειρικών και ποιοτικών στοιχείων, σε σχέση με την πειθαρχική διερεύνηση καταγγελιών περί αστυνομικής κακομεταχείρισης ώστε να αποτυπωθεί η ουσιαστική απήχηση των σχετικών μέτρων συνολικά, είτε αφορούν σε νομοθετικές ρυθμίσεις είτε σε συστάσεις του Συνηγόρου».