Οκτώβριος 2023: Ένας τρομακτικός στρατός κατοχής εξοπλισμένος με την τελευταία λέξη της πολεμικής τεχνολογίας πολιορκεί ένα ανοιχτό στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στο οποίο είναι φυλακισμένες δύο και πλέον εκατομμύρια ψυχές, αφού τους έχει κόψει ηλεκτρισμό, υδροδότηση και τροφοδοσία (για επικοινωνίες ας μη μιλήσουμε καν)· τους ειδοποιεί να φύγουν, ενώ έχει κλείσει και βομβαρδίζει όλες τις εξόδους· κανονιοβολεί ανελέητα μιαν απάνθρωπα στριμωγμένη μάζα αμάχων με θύματα που ανέρχονται ήδη σε χιλιάδες, χρησιμοποιεί απαγορευμένες βόμβες φωσφόρου, πλήττει νοσοκομεία και κοινοποιεί απερίφραστα την απόφαση μαζικής εξόντωσης…
Υπό άλλες συνθήκες θα μιλούσαμε για «εθνοκάθαρση» ή «γενοκτονία», όρους που έχουν υιοθετηθεί από το Διεθνές Δίκαιο, στο οποίο ορκίζεται πίστη ο δυτικός κόσμος και των οποίων οι ορισμοί πληρούνται από τις πράξεις τού ισραηλινού κράτους τούτη τη στιγμή. Όμως η συλλογική «Δύση» βρίσκει φυσιολογικό να διακηρύσσει την ίδια αυτή στιγμή σε όλους τους δυνατούς τόνους την αλληλεγγύη της προς το ισραηλινό κράτος, να αναρτά ισραηλινές σημαίες στα κοινοβούλια και στα δημόσια κτίριά της και να διώκει ακόμη και ποινικά όσους διαδηλώνουν υπέρ της κατακρεουργούμενης Παλαιστίνης ή με οποιονδήποτε τρόπο εκφράζουν δημόσια την υποστήριξή τους σε αυτήν. Ταυτόχρονα, επιμένει ότι εκπροσωπεί τον πολιτισμό της δημοκρατίας και των πολιτικών δικαιωμάτων απέναντι σε «αυταρχικά καθεστώτα» και «τρομοκρατικές ομάδες» – χαρακτηρισμοί που η επίκλησή τους και μόνο αρκεί προφανώς για να εξαιρέσει από την ανθρώπινη ιδιότητα όσους τους φέρουν, άρα και από την εφαρμογή στην περίπτωσή τους των επιταγών της δημοκρατίας ή του πολιτισμού.
Ας πούμε προς στιγμήν σχιζοφρενική αυτή τη στάση (παρότι δεν έχει το ελαφρυντικό της ψυχονοητικής διαταραχής). Αν ρωτήσουμε πώς συμβιβάζεται η αυτοεικόνα που εξακολουθεί να φιλοτεχνεί ο ευρωαμερικανικός κόσμος με την κτηνωδία την οποία χειροκροτεί, μας απαντούν: «Ναι, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψιν τι είχε προηγηθεί· το Ισραήλ δέχθηκε μια φρικτή επίθεση από θηριώδεις τρομοκράτες που σφαγιάζουν αμάχους και μωρά παιδιά, βιάζουν αθώα κορίτσια και θέλουν να επιβάλουν μιαν αποκρουστική θεοκρατία που είναι προσβολή για τις αξίες μας».
Μπορούμε να συζητήσουμε επί μακρόν (και θα συζητήσουμε) τι από αυτά αληθεύει. Αν όμως θέσουμε το ίδιο ερώτημα, τι είχε προηγηθεί και σε τι αυτές οι πραγματικές ή φανταστικές πράξεις των «τρομοκρατών» απαντούν, μας αποκρίνονται: «Δεν υπάρχει συμψηφισμός στη βαρβαρότητα, κάθε πράξη πρέπει να κρίνεται αυτοτελώς, το έγκλημα είναι έγκλημα υπό οιεσδήποτε συνθήκες και σαν τέτοιο πρέπει να κρίνεται και να καταδικάζεται». Αν τότε αντιτείνουμε ότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, το πολλαπλάσιο έγκλημα που διαπράττει αυτή τη στιγμή το Ισραήλ πρέπει να κριθεί αυτοτελώς σαν πράξη ανήκουστης βαρβαρότητας, η οποία δεν επιδέχεται δικαιολογίες ούτε συγχώρηση με κανένα κριτήριο είτε ανθρωπιάς είτε διεθνούς δικαίου, η ανταπάντηση είναι: «Ναι, αλλά το Ισραήλ βρίσκεται σε υπαρξιακό κίνδυνο και έχει το δικαίωμα της αυτοάμυνας». Αν, ακολουθώντας και πάλι τη λογική τους, πούμε ότι ένας ολόκληρος ανυπεράσπιστος λαός βρίσκεται σε πολύ πιο κυριολεκτικό υπαρξιακό κίνδυνο, ενόψει επισήμως διακηρυγμένης γενοκτονίας, και έχει εξίσου δικαίωμα αυτοάμυνας, θα ξαναπούν ότι σημασία έχουν οι μεμονωμένες πράξεις του κ.ο.κ.
Εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες έχει διαπράξει πολλές η Δύση της λογικής και των φώτων, αλλά σήμερα ζούμε τη φρικιαστικότερη όλων: τον εμπρησμό κάθε υπολείμματος λογικής συνοχής και συνέπειας, ανατίναξη της ίδιας της σκέψης και της έλλογης κρίσης, βόμβα κυριολεκτικά στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης υπόστασης. Παρακολουθούσα τις προάλλες μια ειδησεογραφική εκπομπή στον «Kρήτη TV». Όταν ο παρουσιαστής Γ. Σαχίνης ρώτησε κάποιον καλεσμένο του «στρατηγικό αναλυτή» (από αυτούς που φυτρώνουν σαν μανιτάρια στα ειδησεογραφικά πρακτορεία και φαίνεται ότι επανδρώνουν παχυλά αμειβόμενες θέσεις σε διάφορα διεθνή ή ευρωπαϊκά ινστιτούτα) πώς κρίνει τις δηλώσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι οι βομβαρδισμοί υποδομών ύδρευσης και ηλεκτρισμού από τους Ρώσους στην Ουκρανία είναι κατάφωρη πράξη τρομοκρατίας και έγκλημα πολέμου (παρέθεσε μάλιστα ένα βιντεοσκοπημένο απόσπασμα από την ομιλία της δυσώνυμης κας φον ντερ Λάιεν) ενώ στη Λωρίδα της Γάζας προσφάτως η ίδια τα βρήκε όλα «καλώς καμωμένα», ο ερωτώμενος απάντησε… πόσο επικίνδυνο πράγμα είναι η εξάπλωση του ισλαμικού φονταμενταλισμού μέσα από τις μεταναστευτικές ροές μουσουλμάνων στην Ευρώπη!1 Σαν να λέμε, εξοντώστε τους στο λίκνο τους για να μη διαταράξουν την ευμάρεια και την ασφάλειά μας.
Για όποιον επιχειρηματολογεί με αυτόν τον τρόπο, είναι ανώφελη οποιαδήποτε ανασύσταση της ιστορικής αλληλουχίας που θα μπορούσε να εξηγήσει στοιχειωδώς τα τρέχοντα γεγονότα. Δεν μπορούμε ωστόσο να μην επιμείνουμε στον μεθοδευμένο παραλογισμό του επιτελικά ενορχηστρωμένου δημόσιου λόγου. Οι απανταχού υποστηρικτές του Ισραήλ διαλαλούν ότι πρέπει όλοι να το υπερασπίσουμε γιατί δέχεται έναν βρόμικο πόλεμο – όχι βέβαια από τον «παλαιστινιακό λαό», στον οποίον πάντα αποδίδουμε έναν εθιμοτυπικό σεβασμό, αλλά από μια «τρομοκρατική οργάνωση»: τη Χαμάς. Μας λένε επίσης ότι πρόκειται για τυφλωμένους φανατικούς, «ισλαμοφασίστες», και διόλου μια νόμιμη πολιτική ηγεσία, όπως ήταν η PLO στα χρόνια του Γιάσερ Αραφάτ. Μπορούμε επίσης να συζητήσουμε (και θα συζητήσουμε) τί είναι και τί δεν είναι η Χαμάς· θα συζητήσουμε επίσης τι θα πει «πόλεμος» και τι «τρομοκρατία». Το ερώτημα όμως που τίθεται αμέσως είναι: υπάρχει αυτή τη στιγμή αναγνωρισμένη «πολιτική ηγεσία», συνέχεια μάλιστα της PLO, στη Δυτική Όχθη υπό τον Μαχμούντ Αμπάς, με τον οποίον οι Ισραηλινοί έχουν άριστες σχέσεις· αν όχι με τη Χαμάς, γιατί δεν συνομιλούν τότε μαζί του για την πραγματική επίλυση του προβλήματος;
Είτε οι Ισραηλινοί κατά βάθος αναγνωρίζουν ότι η ηγεσία του Αμπάς είναι βαθύτατα απαξιωμένη στα μάτια της πλειονότητας του παλαιστινιακού πληθυσμού, σε αντίθεση με τη Χαμάς, είτε δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να λυθεί το πρόβλημα. Το δεύτερο είναι το πιο βέβαιο. Εάν όμως, όπως υποκρίνονται, πίστευαν ότι ο παλαιστινιακός λαός δεν υποστηρίζει αληθινά τη Χαμάς, αλλά είναι και ο ίδιος «θύμα» της, πώς δικαιολογείται μια συλλογική τιμωρία τέτοιων διαστάσεων ενός λαού κατά τη δική τους αξίωση αμέτοχου, για τα εγκλήματα μιας «μη αντιπροσωπευτικής» μειοψηφίας του; Και γιατί ταπεινώνουν όσο πιο επιδεικτικά μπορούν οδηγώντας σε απαξίωση την «επίσημη» Παλαιστινιακή Αρχή που, όπως λένε ότι πιστεύουν, θα ήταν ο μόνος «λογικός» συνομιλητής; Και γιατί ο Αραφάτ και η PLO, που σήμερα μνημονεύονται δήθεν με συμπάθεια σε ρητορική αντιδιαστολή προς τη Χαμάς, τον καιρό που ηγούνταν πραγματικά της παλαιστινιακής αντίστασης χαρακτηρίζονταν με τον ίδιον τρόπο ως «τρομοκράτες», σύρονταν σε μια σειρά συμφωνίες ήττας, όπως του Όσλο το 1993-95 και του Καμπ Ντέιβιντ το 2000, οι οποίες και πάλι ανατινάζονταν από τους ίδιους εκείνους, οι οποίοι είχαν επιβάλει τους όρους τους, με στόχο την τελική εξουθένωσή τους – και τελικά δολοφόνησαν τον Αραφάτ ύστερα από δίχρονη πολιορκία του σε κατ’ οίκον εγκλεισμό στη Ραμάλα, το 2004 από έναν άλλον εγκληματία πολέμου στην ισραηλινή ηγεσία, τον Αριέλ Σαρόν;
Αν οι ΗΠΑ έφεραν στα πολεμικά ήθη του εικοστού αιώνα τη συλλογική εξολόθρευση αμάχων, το Ισραήλ τελειοποίησε τους μηχανισμούς τύφλωσης της λογικής που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του σύγχρονου πολέμου: όχι πολέμου στον στίβο της στρατιωτικής αναμέτρησης, αλλά στον πεδίο της συνείδησης των ανθρώπων, με υπερόπλο τους τερατώδεις μηχανισμούς δημοσιότητας που λειτουργούν σαν αληθινό εργοστάσιο «κατασκευής πραγματικότητας» – και με ταυτόχρονη χρήση μιας άγριας καζουιστικής που αδρανοποιεί τις λειτουργίες έλλογης κρίσης επί αυτής της «πραγματικότητας». Πώς αυτό το εργοστάσιο λειτουργεί το είδαμε μόλις χθες στον πόλεμο της Ουκρανίας, και προχθές στο παγκόσμιο πείραμα υγειονομικής καταστολής που παρέλυσε τη ζωή και τη σκέψη μιας γιγάντιας μερίδας του κόσμου καταλύοντας ακόμη και μακρόχρονα εδραιωμένους πολιτικοϊδεολογικούς διαχωρισμούς. Και στην Ελλάδα το πλήγμα αυτό υπήρξε συντριπτικό. Περιττεύει να πούμε οτιδήποτε εδώ για τις πολιτικές ηγεσίες αυτής της χώρας και τους ελεγχόμενους από τις ίδιες διαύλους δημοσιότητας, για τους οποίους ακόμη και ο χαρακτηρισμός «πόρνες» κινδυνεύει να προσβάλει τον ιδιόμορφο κλάδο των εργαζόμενων γυναικών που χρησιμεύει εκτός των άλλων ως τακτικός αποδέκτης του έμφυλου ρατσισμού μας. Μιλάω κυρίως για την πνευματική αποκτήνωση του λεγόμενου «λαού», ο οποίος μοιάζει να έχει ξεχάσει όσα πριν από 20-30 χρόνια ήταν αυτονόητα σε αυτή τη χώρα: αποκτήνωση που καθρεφτίζεται αντιπροσωπευτικά στους δημόσιους λόγους των διανοουμένων του, των πανεπιστημιακών του δασκάλων, διπλωματών, νυν ή πρώην στρατιωτικών και κάθε λογής «ειδημόνων» ασφαλείας (του εσωτερικού ή του εξωτερικού).
Πώς γίνεται, δηλαδή, διανοητές που δεν είναι διόλου αφελείς2 να καταπίνουν (ή να προσποιούνται πως καταπίνουν) το φτηνό μελόδραμα τρόμου που τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης αναμετέδωσαν απευθείας από ισραηλινές πηγές σχετικά με την «ανείπωτη βαρβαρότητα της Χαμάς» στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, για να το αναιρέσουν με αυτογελοιοποιητικό τρόπο κομμάτι-κομμάτι αργότερα3 (και ενώ ο τηλεοπτικός οχετός συνεχίζει να το αντιλαλεί σαν νευρομηχανικό τικ), χωρίς κάποια δεύτερη σκέψη και χωρίς να περιμένουν λίγες ημέρες όπως απαιτεί η στοιχειωδέστερη διανοητική επιφύλαξη σ’ έναν τέτοιον πόλεμο της πληροφορίας; Πώς γίνεται πρώην πρέσβεις με αποδεδειγμένη δημοκρατική ευαισθησία να ζητούν αστυνομικά μέτρα εις βάρος των παλαιστινιακών κοινοτήτων που ζουν στην Ελλάδα, και να προτρέπουν «να στηρίξουμε το Ισραήλ»4 όταν ξέρουν καλύτερα από τον καθένα (και το λένε οι ίδιοι απερίφραστα) πόσο ζωτικούς δεσμούς κόβουν οι ελληνικές κυβερνήσεις με τους πιο αξιόπιστους δυνητικούς τους συμμάχους στον αραβικό και τον ευρασιατικό κόσμο, και πόσο ολέθρια δένονται έτσι στο άρμα των «προστατών»-καταστροφέων τους που είναι έτοιμο να τους πάρει μαζί του στον δικό του καταποντισμό;
Πώς γίνεται «προοδευτικές» πολιτικές δυνάμεις5 (εξαιρέσει, προς τιμήν του επίσης, του ΚΚΕ) να μην τολμούν να ψελλίσουν όσα ούτε ο ίδιος ο ΟΗΕ δεν είχε ταμπού να δηλώσει, ότι η βίαιη μετακίνηση πληθυσμών είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, και να ξαναπαίζουν το «δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα», σαν να μην ξέρουν ότι την τελευταία δεκαετία μόνο (βάσει στοιχείων του ΟΗΕ) έχουν σκοτωθεί 6.400 Παλαιστίνιοι έναντι 307 Ισραηλινών (από τους οποίους οι 177 στρατιώτες), έχουν τραυματιστεί δε κάπου 152.000 Παλαιστίνιοι (ένα μεγάλο ποσοστό των οποίων έχει λιντσαριστεί από οπλισμένους εποίκους) έναντι 6.307 Ισραηλινών· ότι καθημερινά έποικοι πυροβολούν και δολοφονούν εν ψυχρώ και αδιακρίτως άοπλους Παλαιστινίους, ένα μεγάλο μέρος των οποίων είναι παιδιά, εκδιώκουν ανθρώπους από τα σπίτια και τα χωριά τους στη Δυτική Όχθη, ξεριζώνουν τα ελαιόδεντρά τους και ρίχνουν τσιμέντο στα πηγάδια τους· ότι γυναίκες κάθε ηλικίας ραπίζονται δημοσίως και εξευτελίζονται από Ισραηλινούς στρατιώτες, ότι τεμένη και άλλοι ιεροί τόποι βεβηλώνονται επιδεικτικά· ότι κάπου 6.000 Παλαιστίνιοι βρίσκονται στις ισραηλινές φυλακές, οι περισσότεροι χωρίς δίκη, ενώ οι εξωδικαστικές εκτελέσεις (δολοφονίες στην πραγματικότητα) στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας είναι διαβόητη πρακτική του επίσημου κράτους· ότι προπαντός και κυρίως (για να μην μπω και εγώ στο παιχνίδι της δακρύβρεχτης περιπτωσιολογίας) το Ισραήλ είναι ένα κατοχικό κράτος, ένοπλος βραχίονας των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή, που ποδοπατάει προκλητικά από τη στιγμή της ίδρυσής του όλα τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, το οποίο δεν έχει δεχτεί να εκχωρήσει Σύνταγμα (για να έχει απεριόριστη ευχέρεια ελιγμών ανάμεσα στο θρησκευτικό και το εθνοτικό στοιχείο) ούτε και να δώσει ποτέ σαφή σύνορα στον ΟΗΕ (διότι η διαρκής εδαφική επέκταση είναι διακηρυγμένη γραμμή της ηγεσίας του, επί «αριστερών» όσο και «δεξιών» κυβερνήσεων); Και, τελευταίο αλλά όχι ασήμαντο, ότι δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού στην οικουμένη, μια μεγάλη μερίδα του οποίου, κυρίως στο εξωτερικό, όχι μόνο ασκεί σκληρή κριτική στις πολιτικές του, αλλά ακόμη και αμφισβητεί ευθέως τη νομιμότητα της ύπαρξής του;
Οι δυνάμεις που ασκούν ιδεολογική κατοχή στην Ελλάδα ιδίως την τελευταία δεκαπενταετία της πτώσης της έχουν επαναφέρει το δόγμα τού «Ανήκομεν εις την Δύσιν» στην πιο άκριτη μορφή του, που ούτε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου δεν ακολουθήθηκε τόσο τυφλά, και όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα έχει θεωρήσει καθήκον του να ευθυγραμμιστεί. Το νομιμοποιητικό ιδεολόγημα αυτής της «στρατηγικής» αξιοποιεί ένα ανορθολογικό ανακλαστικό αντιτουρκισμού ή τουρκοφοβίας που διαπνέει το εθνικό ασυνείδητο, και πάνω του ακριβώς οικοδομεί την έωλη συλλογιστική: η Τουρκία είναι ο προαιώνιος εχθρός μας, η Τουρκία υποστηρίζει τη Χαμάς και είναι εχθρός του Ισραήλ, προφανώς ο εχθρός τού εχθρού μας είναι φίλος μας, άρα το εθνικό συμφέρον επιτάσσει τη συμμαχία με το Ισραήλ. Και αυτή η παιδαριώδης συλλογιστική περικλείνει μια υπόρρητη προπαραδοχή, που βγαίνει απευθείας από τις σελίδες του Huntington αλλά κλείνει μάτι στις πιο αδιαπέραστες από τη συνείδηση πτυχές του ευρωπαϊκού ψυχισμού: από ’δώ ο χριστιανικός πολιτισμός (εμείς και η «πολιτισμένη» Δύση), από ’κεί οι φανατικοί και οπισθοδρομικοί Μουσουλμάνοι (αυτοί, οι εχθροί του πολιτισμού μας).
Μένει κανείς αποσβολωμένος από τον πρωτογονισμό μιας τέτοιας σκέψης. Δεν θα συζητήσω το μέγεθος της ηλιθιότητας του να σκέφτεται κάποιος με θρησκευτικούς όρους τις πολιτικές σχέσεις και αντιπαλότητες στον σύγχρονο κόσμο, αλλά θα μείνω στα πιο πρόδηλα πραγματολογικά δεδομένα. Γιατί η Τουρκία είναι εχθρός του Ισραήλ και της Δύσης; Η Τουρκία είναι μια κανονική χώρα του ΝΑΤΟ που κρίνεται μάλιστα ως πολύτιμο μέλος της συμμαχίας λόγω ακριβώς των διφορούμενων σχέσεών της με τον αραβικό κόσμο, αφενός, και με τη Ρωσία αφετέρου – άρα μπορεί να χρησιμεύει ως δίαυλος επικοινωνίας και διαπραγματεύσεων. Ιστορικά, απέναντι στον αραβικό κόσμο υπήρξε κατακτητική δύναμη και, όσο και αν η ίδια προβάλλει ρητορικά την ισλαμική ταυτότητα με πρόθεση να ηγεμονεύσει ιδεολογικά στον αραβομουσουλμανικό κόσμο, αντιμετωπίζεται πάντα με καχυποψία, εάν όχι ανταγωνιστικά, τόσο από το Ιράν όσο και από τους Άραβες. Ταυτόχρονα, είχε και έχει άριστες σχέσεις με το Ισραήλ, όχι μόνο διπλωματικές ή εμπορικές, αλλά και στρατιωτικές με την πιο σκληρή έννοια του όρου: από κοινού με το Ισραήλ και τους Αμερικανούς πολέμησε (και ακόμα πολεμά) για να καταστρέψει τη Συρία του Άσαντ, στο πλαίσιο του οποίου πολέμου στήριξε (από κοινού με το Ισραήλ και τους Αμερικανούς) το αληθινό ισλαμοφασιστικό μόρφωμα του ISIS· από κοινού με το Ισραήλ, έστω και με διαφορετική απόβλεψη, συνέδραμε (και ακόμα συντρέχει) το Αζερμπαϊτζάν στην εθνοκάθαρση των Αρμενίων του Αρτσάχ, ενώ ταυτόχρονα, σε ένα ρεσιτάλ διγλωσσίας που συναγωνίζεται μόνο τη Δύση, καταγγέλλει το Ισραήλ για τις ίδιες ακριβώς πρακτικές που η ίδια ασκεί στους κουρδικούς πληθυσμούς εντός και πέριξ των συνόρων της· και αν όντως διατηρεί (από κοινού με το Κατάρ) σχέσεις με παλαιστινιακές οργανώσεις αντίστασης, όπως η Χαμάς, διόλου αυτό δεν την καθιστά αυτομάτως εχθρό του Ισραήλ: τις χρειάζεται ακριβώς σαν διαπραγματευτικό εργαλείο στις σχέσεις της μαζί του, πράγμα που το Ισραήλ δείχνει να κατανοεί – και ακόμα περισσότερο οι Αμερικανοί: όχι μόνο οι σχέσεις αυτές, με όλη την άσφαιρη ρητορική που τις συνοδεύει, δεν στρέφουν εναντίον της Τουρκίας το ΝΑΤΟ και τη Δύση, όπως μόνο ανεμοκέφαλοι Έλληνες αναλυτές θα περίμεναν, αλλά τουναντίον αυξάνουν απεριόριστα τη διπλωματική της αξία στους δυτικούς σχεδιασμούς για έλεγχο της Μέσης Ανατολής.
Η Χαμάς έχει όντως δεχθεί (και δέχεται) βοήθεια και στήριξη από την Τουρκία και το Κατάρ, αλλά δεν θεωρεί καμία από τις χώρες αυτές βασικό σύμμαχό της διότι τουλάχιστον δεν είναι αφελής: έχει επίγνωση του ρόλου που παίζει η Τουρκία (και ως έναν βαθμό το Κατάρ) που μόλις εκθέσαμε. Και το ίδιο ισχύει για τις σχέσεις της Χαμάς με τις άλλες αραβικές κυβερνήσεις, ιδίως του Περσικού Κόλπου, των οποίων η σκληρά πραγματιστική πολιτική δεν τις καθιστά ασφαλή σύμμαχο για κανέναν. Η μόνη αξιόπιστη στήριξή της είναι το Ιράν και το ευρύτερο «τόξο της αντίστασης», αν το πούμε έτσι, που έχει ως προμαχώνα σιιτικές πολιτοφυλακές από το Ιράκ και την Υεμένη μέχρι τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου – και σε μεγαλύτερο βάθος, ασφαλώς, τη σφυρηλατούμενη συμμαχία Ρωσίας και Κίνας που είναι αποφασισμένη, με οποιαδήποτε περαιτέρω κίνητρα, να τερματίσει οριστικά τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό έλεγχο της Δύσης. Όποιος επιμένει να σκέφτεται με θρησκευτικούς όρους είναι αδύνατον να καταλάβει πώς η σουνιτική Χαμάς συμμαχεί με τη σιιτική Χεζμπολάχ και το Ιράν ενάντια στον σουνιτικό ISIS (διότι αυτοί είναι που πολέμησαν το «ισλαμοφασισμό», ο οποίος ποτέ δεν απείλησε το Ισραήλ, ενώ δέχθηκε ποικιλότροπη στήριξη από αυτό ενόσω μαχόταν τη νόμιμη συριακή κυβέρνηση), ή πώς το ισλαμικό Ιράν στηρίζει με κάθε τρόπο τούς Χριστιανούς Αρμενίους, οι οποίοι απεναντίας προδίδονται από τη χριστιανική Δύση, στο δόλωμα της οποία υπέκυψαν μοιραία για να έχουν την ίδια μοίρα που είχαν όλοι όσοι εξέλαβαν ποτέ ως προστάτη τις ΗΠΑ… Ούτε βέβαια πώς η «μουσουλμανική» Τουρκία, που έχει ασφαλώς τα δικά της νεο-αυτοκρατορικά σχέδια ανεξάρτητα από τη Δύση, το Ισραήλ ή τη Ρωσία, παραμένει ο δεύτερος πολυτιμότερος σύμμαχος της «χριστιανικής» Δύσης στη Μέση Ανατολή ύστερα από το ίδιο το Ισραήλ (ιδίως μετά την αποσκίρτηση της Σαουδικής Αραβίας), ή πώς το ιουδαϊκό Ισραήλ υλοποιεί με σύγχρονους όρους την παλαιά ευρωπαϊκή βλέψη της δημιουργίας σταυροφορικών κρατών στην Ανατολική Μεσόγειο – του κτηνωδέστερου από τα χριστιανικά εγχειρήματα που ένα μεγάλο μέρος της βίας του εισέπραξαν ακριβώς οι εβραϊκοί πληθυσμοί της Ευρώπης.
Ενόψει αυτής της πολύπλοκης πραγματικότητας, η πολιτική της Ελλάδας (και λέω σκοπίμως «της Ελλάδας» διότι δεν είναι πολιτική μόνο της σάπιας κυβέρνησής της) δεν είναι απλώς ηλίθια, είναι κυριολεκτικά εγκληματική. Μέτρο της ηλιθιότητάς της είναι ότι, σκεπτόμενη το «Ισλάμ» σαν μια ενιαία και αδιαφοροποίητη οντότητα, κυρώνει και αναπαράγει την τουρκική προπαγάνδα η οποία, μολονότι γνωρίζει την αναλήθειά της όσο και όλοι οι άλλοι Μουσουλμάνοι, υπερπροβάλλει αυτή την ιδεολογική κατασκευή σαν εργαλείο για την επιζητούμενη ηγεμονία της στον αραβομουσουλμανικό κόσμο. Μέτρο της εγκληματικότητάς της είναι οι θανάσιμοι κίνδυνοι στους οποίους εκθέτει, αν όχι αμέσως τον ίδιο τον εαυτό της, προπαντός τους ελληνικούς ή ελληνόφωνους πληθυσμούς της διασποράς και ιδίως της Κύπρου. Όπως όταν της ζητήθηκε να καταδικάσει την υποτιθέμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αντί να θέσει ως απόλυτη προϋπόθεση την προηγούμενη καταδίκη της τουρκικής εισβολής και στρατιωτικής κατοχής στη Βόρεια Κύπρο (που στο κάτω-κάτω πληροί πολύ πιο αδιαμφισβήτητα τους όρους «εισβολή» και «κατοχή») έσπευσε με αηδιαστική δουλοπρέπεια να γίνει το περιττό εργαλείο των κυρίων της, έτσι και τώρα, αντί να στηρίξει με χαλύβδινη επιμονή τις αποφάσεις του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη όπως ακριβώς (οφείλει να) διεκδικεί την εφαρμογή των αποφάσεων του ΟΗΕ για την Κύπρο, συστρατεύεται με τους υπονομευτές της διεθνούς νομιμότητας μη μπορώντας να αντιληφθεί ότι, όσο δεν συμφέρει το Ισραήλ μια ουσιαστική καταδίκη της κατοχής από διεθνείς οργανισμούς, τόσο δεν συμφέρει και την Τουρκία για τους ίδιους λόγους – πράγμα που από μόνο του εγγυάται τη συνεχόμενη σιωπηρή αλληλοστήριξη των δύο σοβαρότερων υποϊμπεριαλιστικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή, παρά τους αναπόφευκτους ανταγωνισμούς τους.
Εύλογα, όσους συσπειρώνονται γύρω από αυτό το αξιοθρήνητο σκεπτικό συμφέρει να μιλούν όχι για αντίσταση στην κατοχή αλλά για «πόλεμο με την ισλαμιστική Χαμάς». Ούτε η Χαμάς είναι όμως ακριβώς «ισλαμιστική» με την έννοια που έχουν στο μυαλό τους, ούτε νομιμοποιούνται να εναλλάσσουν τους όρους «τρομοκρατία» και «πόλεμος» αδιακρίτως και όπως κάθε φορά τούς εξυπηρετεί. Σύμφωνα με την εδραιωμένη ορολογία, πόλεμος είναι δυνατός μόνο μεταξύ κρατών· η κατάχρηση του όρου «τρομοκρατία» από την προπαγάνδα των κρατούντων στηρίζεται ακριβώς σε αυτόν τον ορισμό, που επιτρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος διασταλτικά ποινικοποιώντας οιαδήποτε πράξη αντίσταση από μη κρατικούς φορείς: εθνοτικές διεκδικήσεις, ταξικά ή κοινωνικά κινήματα, υποτελείς ομάδες ή πληθυσμούς… Όμως όταν μιλάς για πόλεμο («δίκαιο», «αμυντικό», «ολοκληρωτικό» ή ό,τι άλλο εξυπηρετεί τις ρητορικές ανάγκες της στιγμής) είναι σαν να αποδίδεις κρατικό status στον αντίπαλο, πράγμα που την ίδια στιγμή το Ισραήλ αρνείται να αναγνωρίσει στην παλαιστινιακή αντίσταση, κάτι το οποίο ταυτόχρονα θα το δέσμευε να τηρεί ένα δίκαιο του πολέμου. Πάλι η ίδια στρατηγική της σύγχυσης των σημασιών, από έναν ανέντιμο παίκτη που χειραγωγεί τους κανόνες του παιχνιδιού ανάλογα με το κυμαινόμενο συμφέρον του.
Όπως και αν ορίζει τον εαυτό της η Χαμάς, η αξιοθαύμαστη επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα που έδειξε στα πρόσφατα γεγονότα οφείλεται μόνο στο ότι έγινε η αιχμή της αντίστασης ολόκληρου του παλαιστινιακού λαού, και αυτό είναι που τρέμουν να αναγνωρίσουν όλοι. Η Χαμάς έχει πράγματι ισλαμιστικές καταβολές αλλά δεν είναι τζιχαντιστική οργάνωση τύπου ISIS· τα σημερινά της χαρακτηριστικά, η ορολογία και η στρατηγική της είναι ενός κινήματος εθνικοαπελευθερωτικού τύπου, ρόλο στον οποίον έχει επί της ουσίας διαδεχθεί την ανταγωνιστική της PLO. Και αυτό είναι ένα άλλο «μυστήριο» για την αυτιστική σκέψη των δυτικών αναλυτών. Όταν στη δεκαετία τού ’60 και του ’70 οι ίδιες οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους ενίσχυαν παντού νεοσυντηρητικά ή θρησκευτικά φονταμενταλιστικά κινήματα για να αποδυναμώσουν σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά ρεύματα στο αραβομουσουλμανικό κόσμο (πράγμα που όντως πέτυχαν), δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι το δημιούργημά τους θα ξέφευγε από τα χέρια τους και θα γινόταν η προσεχής απειλή για τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς τους. Είναι αυτό που συνέβη με τους Ταλιμπάν ή την αλ Κάιντα, κι έχει επαναληφθεί σε αναρίθμητους μικρότερους κύκλους που δεν είναι της στιγμής να εξιστορήσουμε εδώ.6 Πολύ συχνά μάλιστα είδαμε τους ίδιους ανθρώπους να μεταμορφώνονται από αριστεροί φενταγίν σε ισλαμιστές μουτζαχεντίν, διότι το αίτημα των ανθρώπων για ισότητα και αυτοδιάθεση είναι οιονεί φυσικό φαινόμενο, που δεν καταστέλλεται: όταν φράξεις τη κοίτη του ποταμού, τα νερά του θα βρουν άλλον δρόμο.
Η Χαμάς δημιουργήθηκε το 1987, στην τεταμένη ατμόσφαιρα της πρώτης Ιντιφάντα, όταν Ισραηλινοί στρατιώτες έσπαζαν τα χέρια μικρών παιδιών που πετούσαν πέτρες. Έχει μια τεθλασμένη καταγωγή από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους μέσω της Μουτζάμα αλ-ισλαμίγια, που δημιουργήθηκε γύρω στο 1980 σαν προνοιακός οργανισμός αρχικά και στηρίχτηκε πράγματι από το Ισραήλ για τους λόγους που προαναφέραμε. Ακόμα και μετά τη ανάληψη ένοπλης δράσης εκ μέρους της με τη δημιουργία στρατιωτικού της σκέλους (των Ταξιαρχιών αλ-Κάσαμ), το Ισραήλ συνέχισε να την ανέχεται ή και να τη στηρίζει έμμεσα σαν αντίβαρο στην PLO ελπίζοντας να διασπάσει την παλαιστινιακή αντίσταση -πράγμα που σε κάποιον βαθμό πέτυχε στη δεκαετία του ’90 και λίγο αργότερα όταν όντως υπήρξαν αιματηρές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις δύο κυριότερες μερίδες της αντίστασης (που βεβαίως δεν ήταν οι μόνες). Αφότου όμως το Ισραήλ εξουδετέρωσε την PLO σέρνοντάς την σε συμφωνίες-παρωδία και δολοφονώντας μεθοδευμένα την ηγεσία της, μέχρι τον ίδιον τον Αραφάτ, η Χαμάς σήκωσε το κύριο βάρος του αγώνα ενάντια στην κατοχή, με ορόσημο τη δεύτερη Ιντιφάντα του 2000, πράγμα που οδήγησε στη συντριπτική της εκλογική νίκη το 2006 στα εδάφη της Γάζας – και η αντίδραση του Ισραήλ ήταν να μετατρέψει την περιοχή σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Η Χαμάς είχε ήδη κηρυχτεί «τρομοκρατική οργάνωση» και ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός του σιωνιστικού κράτους, το οποίο απέναντι στις απεγνωσμένες ενέργειες των βομβιστών αυτοκτονίας της εφάρμοσε τη γνώριμη τακτική του: δολοφονίες ηγετικών της στελεχών, προφυλακίσεις και βασανιστήρια πραγματικών ή υποτιθέμενων μελών της, επαναλαμβανόμενη υποβολή του άμαχου πληθυσμού της Γάζας σε λουτρά αίματος… Ωστόσο, από το 2004 η Χαμάς είχε προσφέρει δεκαετή «ανακωχή» με αντάλλαγμα τη δημιουργία ενός βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους και απόσυρση του Ισραήλ από εδάφη που είχε καταλάβει στον Πόλεμο των Έξι Ημερών (αίτημα συμβατό με τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ) αποδεχόμενη έτσι σιωπηρώς το δικαίωμα ύπαρξης ενός ισραηλινού κράτους. Η ανακωχή έληξε με μια νέα «κήρυξη πολέμου» το 2017, όταν η ηγεσία Τραμπ προέβη στην προκλητική πράξη να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του ισραηλινού κράτους.
Οι μαχητές της Χαμάς δεν είναι βέβαια τα αιμοσταγή τέρατα που θέλει να παρουσιάζει ο δυτικός Τύπος, αλλά χρησιμοποιούν όντως βίαιες μεθόδους που έξω από τις ειδικές ιστορικές περιστάσεις δύσκολα θα ήταν υποστηρίξιμες. Τι θα πει όμως «έξω από τις ειδικές ιστορικές περιστάσεις»; Η συμπαιγνία του Ισραήλ με όλον τον δυτικό κόσμο εις βάρος τους έχει στερήσει τους Παλαιστίνους από οιοδήποτε άλλο μέσον αυτοάμυνας πέρα από την απελπισμένη βία, το έσχατο καταφύγιο όλων των καταπιεσμένων και εξεγερμένων του κόσμου· και αν ένας καταπιεστής με τερατωδώς υπέρτερη ισχύ διεκδικεί νομιμότητα των πράξεών του στο όνομα της «αυτοάμυνας», βάσει ποιας λογικής στερεί την ίδια αξίωση νομιμότητας σε ανάλογες πράξεις, συντριπτικά μικρότερης κλίμακας, εκ μέρους του καταπιεσμένου;7 Και αν ένα φορμαλιστικό, δηλαδή ανιστορικό, ηθικό επιχείρημα λέει ότι κάθε μεμονωμένη πράξη έχει ένα καθορισμένο βάρος και δεν συμψηφίζεται ούτε αθροίζεται, ας μας πει με τί μέτρο αποτιμάται η ηθική ευθύνη. Την απάντηση έχει δώσει προ πολλού ένας Εβραίος διανοητής του εικοστού αιώνα, ο Χανς Γιόνας, στη βαθιά ρήση του «η ευθύνη είναι παραπληρωματική της ισχύος». Πράγμα που σημαίνει, για όποιον αρνείται να οδηγήσει τη σκέψη του ως τις λογικές της συνέπειες: επί όμοιων πράξεων και ανεξαρτήτως ποσοτικού υπολογισμού τους, η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τον ισχυρότερο.
Η τρομερά επιτυχημένη ενέργεια της 7ης Οκτωβρίου από την παλαιστινιακή αντίσταση μετέδωσε ένα αληθινό ηλεκτροσόκ στο ήδη κλονισμένο παγκόσμιο σύστημα. Πέρα από τους θανάσιμους κινδύνους που εγκυμονεί αυτό για ολόκληρη την οικουμένη, μια συζήτηση εύλογη στην οποία ωστόσο δεν σκοπεύω να μπω εδώ, αξίζει προς ώρας να εκτιμήσουμε τί κέρδισε η Παλαιστίνη και τι είδους μαθήματα μας δίνει.
Πρώτον, αποσόβησε τη ρυμούλκηση των πλουσιότερων αραβικών χωρών στο ιμπεριαλιστικό άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ μέσω των λεγόμενων «Συμφωνιών του Αβραάμ»: ένα δόλιο σχέδιο που ακύρωνε όλες τις συμφωνίες του ΟΗΕ και στην πράξη έδινε χρήματα στους Παλαιστινίους για να παραιτηθούν από κάθε άλλο δικαίωμα ή αυτονομία. Η επιτυχία του θα εξαφάνιζε οριστικά το παλαιστινιακό ζήτημα από τη διεθνή ατζέντα και θα παγίωνε ένα status για παλαιστινιακό λαό συγκρίσιμο με το καθεστώς σταβλισμένου ζώου (προσχέδιου εκείνου που κάποιοι ονειρεύονται ίσως για τη συντριπτική πλειονότητα της ανθρωπότητας).
Δεύτερον, επιτάχυνε κατά ένα αποφασιστικό βήμα τη διαφαινόμενη πτώση του πλέγματος των δυνάμεων που αυτή τη στιγμή συνιστούν τη μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια του πλανήτη (των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε. και των δορυφόρων τους) ισχυροποιώντας το διογκούμενο παγκόσμιο μπλοκ που είναι αποφασισμένο να θέσει όρια στη μονοπώληση της στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης εκ μέρους της τυχοδιωκτικής και αδίστακτης κεφαλαιοκρατικής μητρόπολης. Δεν είναι ασφαλώς ένα αντικαπιταλιστικό μπλοκ, αλλά δίνει την μόνη προς στιγμήν εφικτή δυνατότητα στην ανθρωπότητα να αναπνεύσει.
Τρίτον, προσφέρει ένα μοναδικό μάθημα στους ηττημένους και καταπτοημένους λαούς του κόσμου ότι η ωμή ισχύς δεν είναι ανίκητη· ότι ο ατέρμονος αγώνας της ανθρωπότητας για ισότητα και ελευθερία μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους μέσα από τις ρωγμές της ολοκληρωτικής συσσωμάτωσης καπιταλισμού και τεχνοεπιστήμης, που το ένα της πρόσωπο είναι ο διαρκής πόλεμος, το άλλο η χειραγώγηση, ο ασφυκτικός έλεγχος των συνειδήσεων και ο βιοπολιτικός προγραμματισμός μέχρι εξαλείψεως της ανθρώπινης φύσης. Αυτά τα «ζώα» της εβραιοφασιστικής ρητορικής, που «αποφάσισαν να πληρώσουν οποιοδήποτε τίμημα για μιαν αχτίδα ελευθερίας» (τα λόγια είναι πάλι του Giddeon Levy), στέλνουν σε όλους μας ρίγη συγκίνησης και αναπτερώνουν την τσαλακωμένη ελπίδα ότι το ανθρώπινο ζώο δεν θα γίνει ποτέ μηχανή, ούτε θα της μοιάσει.
———-
Σημειώσεις
1. Βλ. https://www.youtube.com/watch?v=JTfXqeK9BNg&ab_channel=%CE, 2.43΄-2.48΄. Σημειωτέον ότι την ίδια επισήμανση είχε κάνει (προς τιμήν του) λίγες ημέρες νωρίτερα σε αγγλόφωνη διαδικτυακή ομιλία του και ο Γιάννης Βαρουφάκης.
2. Βλ. για παράδειγμα το άρθρο του Νικόλα Σεβαστάκη «Να ονοματίζουμε τη φρίκη» (στο LIFO, 12/10/23): https://www.lifo.gr/stiles/optiki-gonia/na-onomatizoyme-ti-friki.
3. Για λίγα παραπάνω στοιχεία σχετικά με τα επίμαχα γεγονότα, και περισσότερα για τους σύγχρονους μηχανισμούς προπαγάνδας και ιδίως εκείνους του Ισραήλ, βλ. το άρθρο «Πώς λειτουργεί ο μηχανισμός προπαγάνδας του Ισραήλ μετά τη σφαγή στο νοσοκομείο» που αναρτήθηκε στις 17/10/23 στο Info-War: https://info-war.gr/pos-leitoyrgei-o-michanismos-propagan/ (μόνο που ο συγγραφέας του «ξέχασε» να εφαρμόσει αυτά που γνωρίζει στην περίπτωση της πανδημικής τρομοκρατίας τής παρελθούσας τριετίας, όταν έγινε ο ίδιος εξάρτημα των μηχανισμών που καταγγέλλει).
4. Βλ. σχετικά τη συνέντευξη του πρεσβευτού επί τιμή Γιώργου Αϋφαντή στον 98.4 (16/10/23): https://www.youtube.com/watch?v=z8fFvHy0Av0&ab_channel=%CE%A1%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF98.4.
5. Αν βέβαια μιλάμε για τον προσφάτως αγορασμένο από τους Αμερικανούς ΣΥΡΙΖΑ, το νέο ύφος πολιτικής δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Για ένα συμβάν επί της διακυβερνήσεώς του που συνιστά εύγλωττο πολιτικό μήνυμα, βλ. την αποκαλυπτική συνέντευξη του Βαγγέλη Πισσία, από τους συντονιστές του εγχειρήματος «Ένα Καράβι για τη Γάζα», στον e-roi (17/10/23): https://www.youtube.com/watch?v=NRlTzp7HB08&ab_channel=%CE%95%CE%A0%CE, ιδίως 24.45΄-27.30΄.
6. Περισσότερα σχετικά με τη φύση και την ιστορία τού «φονταμενταλισμού», και τη μεγάλη γεωστρατηγική σκακιέρα σε ό,τι αφορά τον αραβομουσουλμανικό κόσμο από την αποαποικιοποίηση μέχρι τις ημέρες μας, βλ. στο Φώτης Τερζάκης, Ανορθολογισμός, φονταμενταλισμός και θρησκευτική αναβίωση: τα χρώματα της σκακιέρας, δίγλωσση έκδοση (Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα 1998) [γ΄ συμπληρωμένη έκδ. Εκδόσεις των Συναδέλφων: Αθήνα 2017]).
7. Απέναντι στην αηδιαστική φιλοϊσραηλινή ρητορεία της Δύσης που απείλησε να μας πνίξει αυτές τις ημέρες, και στις φασιστικές πρακτικές με τις οποίες οι δυτικές κυβερνήσεις της «δημοκρατίας και των δικαιωμάτων» αντιμετώπισαν το διογκούμενο κίνημα συμπαράστασης στον παλαιστινιακό λαό μέσα στις ίδιες τις χώρες τους, ήταν ανακούφιση ν’ ακούμε έναν γενναίο ισραηλινό δημοσιογράφο, τον Gideon Levy, να δηλώνει ότι «οι Παλαιστίνιοι είναι εγκαταλελειμμένοι απ’ όλους εδώ και καιρό, και δεν τους έχει απομείνει κανένας άλλος τρόπος δράσης»: https://www.youtube.com/watch?v=9_OLTRcYMYc&ab_channel=KontraChannel.