ΑΘΗΝΑ
03:01
|
22.11.2024
Με αφορμή τον θάνατο του Μάθιου Πέρι, του αγαπημένου «Τσάντλερ Μπινγκ» από τα «Φιλαράκια», θυμόμαστε τι ήταν αυτή η σειρά για τη γενιά της Παγκοσμιοποίησης.
Τα θρυλικά «Φιλαράκια»
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Εκατοντάδες αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές διαδόθηκαν παγκοσμίως, απέκτησαν φανατικούς θαυμαστές που ανέμεναν στους τηλεοπτικούς δέκτες τους την ώρα για να καταναλώσουν το επόμενο επεισόδιο όπως και φανατικούς εχθρούς, αλλά καμία άλλη σειρά δεν είχε βιώσει την παγκόσμια επιτυχία και αποδοχή όπως η θρυλική σειρά «Φιλαράκια».

Το να είσαι τηλεοπτικός ηθοποιός για δεκαετίες θεωρούνταν μια υποδεέστερη καλλιτεχνική επιλογή, ακόμα και για το ίδιο το Χόλιγουντ. Το star system ήταν τεχνηέντως διαχωρισμένο σε ηθοποιούς του κινηματογράφου, με τα «δυνατά χαρτιά» να υπογράφουν επικερδέστατα σενάρια στις μεγάλες παραγωγές, ενώ όσοι θεωρούνταν «δεύτεροι» για τον οποιονδήποτε λόγο, έβρισκαν τον δρόμο για τις πιο «ευτελείς» ποιοτικά, τηλεοπτικές παραγωγές. Αντίστοιχα, ένας ηθοποιός που έκανε καριέρα για πολλά χρόνια στην τηλεόραση θεωρούνταν, σε γενικές γραμμές, ένα «καμένο χαρτί». Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ανέβει τις σκάλες της απόλυτης δόξας, να γίνει ο απόλυτος «σταρ», να δει το πρόσωπό του σε μεγαλεπήβολα περιοδικά της εποχής, και σε καμία περίπτωση να πάρει έναν ρόλο που θα είχε ως αποτέλεσμα να διεκδικήσει το χρυσό αγαλματίδιο των Όσκαρ.

Σαφέστατα υπήρχαν εξαιρέσεις, ειδικά σε εποχές εσωτερικών ανακατατάξεων και πτώσης του συνολικού τζίρου των μεγάλων στούντιο, αλλά σε γενικές γραμμές αυτός ο διαχωρισμός κινηματογραφικών ηθοποιών και τηλεοπτικών ηθοποιών ήταν ένας υπαρκτός διαχωρισμός, που έφτασε σε σημείο να είναι και ταξικός διαχωρισμός, με αρκετούς τηλεοπτικούς ηθοποιούς να πληρώνονται πολύ λιγότερο από τους συναδέλφους τους στον κινηματογράφο, ενώ απολάμβαναν σαφέστατα λιγότερο από τη δόξα τους και ας έμπαιναν καθημερινά σε όλα τα σπίτια που είχαν τηλεόραση.

Αυτή η προκατάληψη δεν άρχισε να αλλάζει τις δεκαετίες του 1980 και ειδικά του 1990, αλλά μετουσιώθηκε σε κάτι τελείως διαφορετικό από την κατάσταση που επικρατούσε μέχρι στιγμής. Καταρχάς, η δορυφορική τηλεόραση διευκόλυνε αρκετά την προβολή περιεχομένου σε πολλές άλλες χώρες, ενώ η ζήτηση για νέο τηλεοπτικό περιεχόμενο στις νέες αγορές που προέκυψαν από την ανατροπή του Ανατολικού Μπλοκ αναπτύχθηκε σε απίστευτους ρυθμούς. Το τέλος της ιστορίας ήρθε με την απόλυτη επικράτηση της αμερικανικής μαζικής κουλτούρας σε κάθε σημείο της γης και η παγκοσμιοποίηση υπήρξε ο ασφαλής δίαυλος για αυτή την κατασκευή μιας νέας, παγκόσμιας κουλτούρας σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της υφηλίου.

Και κάπου εκεί, το 1994, ελάχιστα χρόνια μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, εισέρχονται στη ζωή μας τα «Φιλαράκια», η σειρά που γνώρισε άνευ προηγουμένου παγκόσμια επιτυχία και αγαπήθηκε από εκατομμύρια κόσμου, ενώ οι πρωταγωνιστές της μετατράπηκαν σε απόλυτους σταρ. Παγκόσμια επιτυχία είχαν κάνει και άλλες σειρές, και ειδικά στη νεολαία της εποχής που έψαχνε να εκφραστεί πολιτισμικά με κάποιο τρόπο, καμία άλλη όμως δεν κατάφερε να εισχωρήσει τόσο βαθιά και με τόσο απόλυτο τρόπο στις ζωές τόσων πολλών και διαφορετικών ανθρώπων.

Τα «Φιλαράκια» των σεναριογράφων Μάρτα Κάουφμαν και Ντέιβιντ Κρέιν που προβλήθηκε για μια δεκαετία από το κανάλι του NBC, μια κωμωδία στην οποία πρωταγωνιστούσαν έξι νέοι που διένυαν τη δεκαετία των 20 και προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο τους στη ζωή, ξεπέρασε τα αμερικανικά σύνορα, προβλήθηκε σχεδόν σε όλες τις χώρες, αγαπήθηκε φανατικά από ανθρώπους διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων, ταξικών θέσεων, κοσμοθεωριών και ιδεολογιών, έγινε βασικός τρόπος διασκέδασης αλλά και guilty pleasure για αμέτρητο κόσμο, είχε ηχηρούς «εχθρούς» αλλά και μόνιμους φίλους, και μέσα σε αυτή βρήκαν καταφύγιο δύο ολόκληρες γενιές ανθρώπων, η «Γενιά Χ» και οι «Millennials» που επιστρέφουν συνεχώς πίσω σε αυτή τη σειρά που έχει λάβει πλέον τη μορφή ενός «ασφαλούς χώρου», μια τηλεοπτικής στοργικής «κουβέρτας».

Είναι πλέον δεδομένο ότι καμία άλλη σειρά παγκοσμίως δεν τα κατάφερε τόσο καλά όσο τα «Φιλαράκια», και παρά τις κριτικές που επιδέχεται σήμερα για το πόσο εκτός πραγματικότητας είναι ή πόσο τοξικές είναι οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων ή η έλλειψη συμπεριληπτικότητας και η κυριαρχία των λευκών ηθοποιών έναντι άλλων φυλών, κανένα άλλο τηλεοπτικό προϊόν δεν κατάφερε να γνωρίσει τέτοιου είδους παγκόσμια αποδοχή μέχρι τις ημέρες μας.

Φυσικά, η όλη κριτική που επιδέχεται συνήθως επικεντρώνεται ακριβώς σε αυτό το ζήτημα, ότι για να έχει ένα τηλεοπτικό προϊόν τέτοιου είδους απόλυτη αποδοχή, κάτι έχει κάνει σωστά αλλά και κάτι φοβερά λάθος.

Τα «Φιλαράκια» απέφευγαν να κάνουν την οποιαδήποτε πολιτική αναφορά σε ο,τιδήποτε συνέβαινε στον πλανήτη εκείνη την περίοδο, είτε αυτό λεγόταν πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία, είτε αυτό λεγόταν 11η Σεπτεμβρίου η οποία έλαβε χώρα στην κυριολεξία λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω από το τηλεοπτικό τους «σπίτι». Στην αμερικανική κοινωνία της μετά-Ρηγκανικής εποχής και στο πλαίσιο της πλήρους επικράτησης του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου, τα «Φιλαράκια» δεν απασχολούνταν με τίποτα από όσα κατασκεύαζαν ενεργά την αμερικανική κοινωνία της εποχής τους.

Μια κοινωνία διαλυμένη και αποσαρθρωμένη, με τις δημόσιες υπηρεσίες κατεστραμμένες από την καπιταλιστική λαίλαπα, με τη θεοποίηση της κουλτούρας του grind και της ατομικής επιτυχίας σε πλήρη εξέλιξη, με την κυριαρχία της εικόνας να εξουδετερώνει οποιαδήποτε άλλη κοινωνική σχέση, τα «Φιλαράκια» ήταν απλά μια παρέα που προσπαθούσε να την παλέψει σε όλη αυτή την αόρατη κατάσταση χωρίς ποτέ να κάνει κάποια ιδιαίτερη αναφορά σε αυτή.

Αντίστοιχα, όλα εκείνα τα πολιτικά διακυβεύματα που αναστάτωναν την αμερικανική κοινωνία της δεκαετίας του 1990, όπως το AIDS, η χρήση ναρκωτικών ουσιών, οι εθισμοί σε κάθε είδους ουσίες και αλκοόλ, τα mass shootings σε σχολεία, η αστυνομική βία, η βία των συμμοριών και πάει λέγοντας, λείπουν εξολοκλήρου από τη σειρά, ακόμα και αν οι μισοί συντελεστές της -και όχι μόνο ο Μάθιου Πέρι- είχαν σοβαρά προβλήματα με τέτοιου είδους θέματα.

Αλλά αυτό ήταν το όλο νόημα της συγκεκριμένης παρέας. Αποκομμένη από τον πραγματικό κόσμο, αφήνοντας ελάχιστες χαραμάδες ρεαλισμού να παρεισφρήσουν εντός της, η παρέα της Ρέιτσελ, της Μόνικα, του Τσάντλερ, του Ρος, της Φοίβη και του Τζόι, είχαν έρθει για να φτύσουν με τον δικό τους ιδιόμορφο και εξατομικευμένο τρόπο, το σύστημα.

Εκτός των αρχετυπικών χαρακτήρων που κατασκευάστηκαν έτσι ώστε να μπορεί να ταυτιστεί το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου μαζί τους, δεν διεκδικούσαν και κάτι ιδιαίτερο από τη ζωή τους. Δεν ονειρεύονταν να γίνουν γιάπηδες και CEOs, στελέχη μεγάλων εταιρειών και να βγάζουν πολλά φράγκα, δεν λάμβαναν ικανοποίηση και δεν εξαρτιόταν η ύπαρξή τους από το νέο αυτοκίνητο ή τη νέα βίλα που θα αγόραζαν, ούτε καν από τα ολοκαίνουρια έπιπλα ή τα ακριβά ρούχα κάποιας μάρκας. Δεν έπαιζαν το παιχνίδι του καπιταλισμού και της θεοποίησης της εικόνας όπως παιζόταν εκείνη την εποχή, ήταν οι μόνοι που άφηναν τους εαυτούς τους να είναι λίγο πιο «ανθρώπινοι».

Η πρώην άστεγη και ονειροπαρμένη Φοίβη με τα άπειρα οικογενειακά τραύματα, η μαγείρισσα πρώην παχύσαρκη Μόνικα που δεν έλαβε ποτέ την αποδοχή των γονιών της, ο συνεσταλμένος νέρντ αδερφός της Ρος με τη συνεχώς υπό διάλυση ερωτική ζωή, το κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που προσπάθησε να ξεφύγει από το status quo την επιβεβλημένη κοινωνική νόρμα της αστικής τάξης Ρέιτσελ, ο φτωχός και αφελής Τζόι που προσπαθούσε να κάνει καριέρα ως μέτριος ηθοποιός και τέλος, ο μόνος πετυχημένος επαγγελματικά Τσάντλερ, ο οποίος απέρριψε το καπιταλιστικό μοντέλο που τον ξεζούμισε και του έτρωγε την ψυχή και παραιτήθηκε από την επικερδή εργασία του. Κανένας από τους χαρακτήρες δεν έχει μια «κανονικότητα» έτσι όπως την επέβαλαν τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής τους.

Και αυτό ακριβώς ήταν το όλο νόημα της σειράς, να μιλήσει σε ανθρώπους που προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στην κρεατομηχανή του συστήματος και δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά, σε εκείνους που απλά θέλουν να έχουν μια καλή ζωή με τους φίλους τους, να έχουν την αποδοχή τους και την αγάπη τους. Κανένας από τους ηθοποιούς, εκτός ίσως από την Τζένιφερ Άνιστον και τον Ματ Λε Μπλάνκ, δεν κάλυπτε κάποιο πρότυπο ομορφιάς της εποχής, κανένας δεν αποτελούσε γενικά κανένα πρότυπο για τη δεκαετία του 1990.

Για αυτό αγαπήθηκε τόσο η σειρά, διότι για πρώτη φορά παρουσιαζόταν μια παρέα στην οποία μπορούσες να είσαι ο εαυτός σου και να λαμβάνεις την αποδοχή, τη συμπαράσταση και την αγάπη των φίλων σου χωρίς να είσαι ο υπερ-επιτυχημένος επαγγελματικά, χωρίς να έχει την καταπληκτική εξωτερική εμφάνιση, χωρίς να είσαι τρομερά μορφωμένος, χωρίς να είσαι καν και πολύ ενδιαφέρον τύπος. Τα «Φιλαράκια» κατασκεύασαν μια ουτοπία στην οποία μπορούσες να έχεις την ελπίδα ότι δεν θα είσαι για πάντα μόνος σου σε αυτή τη ζωή, ότι θα βρεις ανθρώπους να σε αγαπήσουν και να σε αποδεχτούν για αυτό που είσαι και όχι για αυτά που θα ήθελαν να είσαι.

Φυσικά, αυτό δεν ίσχυε στην τότε αμερικανική κοινωνία και δεν ισχύει καθολικά σε καμία κοινωνία, ή τουλάχιστον, όχι σε τόσο παρατεταμένο χρονικό επίπεδο. Αλλά αυτό δεν είχε απολύτως καμία σημασία, γιατί ένα καλλιτεχνικό προϊόν δεν οφείλει σε κανέναν να κάνει συνεχώς reality check, να μας επαναφέρει στα συγκαλά μας και να μας δείχνει την αδυσώπητη σκληρότητα του πραγματικού κόσμου την οποία βιώνουμε ούτως ή άλλως καθημερινά.

Έτσι τα «Φιλαράκια» έχουν καταλήξει για πολλούς να είναι η «ασφαλής φούσκα» τους, με πολλούς ανθρώπους να επιστρέφουν στη γλυκερή αγκαλιά εκείνης της παρέας σε δύσκολες στιγμές για να βρουν «ανακούφιση». Κόντρα στο δόγμα που υποστηρίζει ότι η τέχνη οφείλει μονάχα να αγρυπνεί και να ταρακουνάει τον κόσμο, να τον χειραφετεί και του δίνει τα εργαλεία να αντιμετωπίσει την πολιτική πραγματικότητα, ίσως και αυτές οι χαλαρές στιγμές φαντασιακής ευτοπίας που μας χαρίζουν ορισμένα τηλεοπτικά προϊόντα να μην είναι το απόλυτο κακό, αλλά να είναι άκρως αναγκαίες για ορισμένους ανθρώπους, κάτι απολύτως σεβαστό.

Η ίδια η ζωή και ο θάνατος του αγαπημένου «Τσάντλερ», του Μάθιου Πέρι, ήταν εξαρχής ένα βαρύ reality check τόσο για την εποχή του, μια εποχή που έκρυβε τις εξαρτήσεις, τους εθισμούς και τις ψυχολογικές διαταραχές καλά κάτω από το χαλί, τόσο και για σήμερα, που η σημερινή κοινωνία θεωρείται κάπως πιο «ώριμη» και «ανοιχτή» σε τέτοιου είδους ζητήματα.

Ο Μάθιου Πέρι πέθανε, τελικά, μόνος, μη μπορώντας ποτέ να διαχειριστεί την τεράστια επιτυχία του και την τρομερή αναγνωρισιμότητα που έλαβε την εποχή που παιζόταν η σειρά, όπως και το γεγονός ότι έπεσε στα αζήτητα μόλις αυτή τελείωσε. Και αυτό διότι η επιτυχία του υπήρξε τόσο καταιγιστική, όπως και των υπολοίπων πρωταγωνιστών, που όλοι κατέληξαν να είναι τα προϊόντα του εαυτού τους. Όπως και με κάθε άλλο επιτυχημένο χαρακτήρα που είναι αγαπητός σε ευρεία κλίμακα, οι χαρακτήρες από τα «Φιλαράκια» βρέθηκαν προς πώληση παντού: από ιλλουστασιόν εξώφυλλα περιοδικών και αφίσες, μέχρι κούκλες, κούπες, μπλουζάκια, αυτοκόλλητα αυτοκινήτου, όλων ειδών τα bric-à-brac και τα παραφερνάλια. Σαν άλλοι ποπ σταρς, ο κόσμος έκανε ουρές για να τους συναντήσει και να πάρει τα αυτόγραφα τους. Είχαν γίνει οι ήρωες μιας ανθρωπότητας που είχε αρχίσει να καταναλώνει περιεχόμενο με το μπουρί της σόμπας. Εμπορεύματα που συνεχίζουν να πουλάνε σαν τρελά πατώντας πάνω στη νοσταλγία μας, είκοσι χρόνια μετά το τέλος της σειράς!

Αλλά το Χόλιγουντ δεν φημίζεται για το πόσο καλά φέρεται στα άλογα, ακόμα και στα πιο πετυχημένα από αυτά, όταν γεράσουν και δεν μπορούν να κερδίσουν με ευκολία τις κούρσες των μεγάλων στούντιο. Συνηθίζει να τα πυροβολεί στο δόξα πατρί, να τα δίνει βορά στον κίτρινο τύπο και στους παπαράτσι ώστε να αποτυπώσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται την κάθοδο προς την επίγεια κόλαση.

Έτσι, οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί ταυτίστηκαν τόσο πολύ με τους ρόλους που υποδύονταν στα «Φιλαράκια» που για δεκαετίες δεν ήταν κάτι άλλο για το κοινό εκτός από τους χαρακτήρες τους στη σειρά, δεν είχαν καν το δικό τους όνομα. Κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν έκανε την φοβερή καριέρα μετά το τέλος της σειράς το 2004, με κάποιους να βρίσκουν εσωτερική ειρήνη με αυτό το γεγονός, με κάποιους άλλους όχι και τόσο. Και ο κίτρινος τύπος ήταν εκεί για να διαφημίσει την αποτυχία τους.

Ο Μάθιου Πέρι δεν ήταν ο μόνος εκείνης της γενιάς που βούτηξε μέσα στις ουσίες και στο αλκοόλ για να προσπαθήσει να ανταπεξέλθει σε όλη αυτή τη βάναυση ατομική εμπορευματοποίηση, ακόμα και αν ο ίδιος δεν είχε τρόπο να το εκφράσει πιο ουσιαστικά και πιο πολιτικά. Πολλά παιδιά-θαύματα εκείνης της περιόδου βρέθηκαν σε μεγαλύτερη ηλικία σε κέντρα αποτοξίνωσης, να παλεύουν ανάμεσα σε οριακές καταστάσεις χωρίς να ξέρουν πως να τραβήξουν το κουπί σε άλλη κατεύθυνση. Το Χόλιγουντ, όσο αστραφτερό και αν ήταν στις μικρές και στις μεγάλες οθόνες, συγκάλυπτε πολύ καλά τις σκοτεινές πτυχές του, και ακόμα το κάνει.

Σε κάθε περίπτωση, η είδηση του πρόωρου θανάτου του Μάθιου Πέρι μας πείραξε πολύ, και όχι μόνο τους φανατικούς θαυμαστές της σειράς, που, παρεμπιπτόντως, εγώ δεν ανήκα ποτέ σε αυτούς. Μας πείραξε γιατί ο συγκεκριμένος ηθοποιός είχε ταυτιστεί τόσο πολύ με τον ρόλο που υποδυόταν που τους θεωρούσαμε το ίδιο πρόσωπο. Αντίστοιχα, ο χαρακτήρας του Τσάντλερ Μπινγκ ήταν ο μοναδικός που ήταν εξολοκλήρου «πραγματικός», ήταν ο ανθρωπότυπος που ο καθένας μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του. Έξυπνος, κυνικός και είρωνας, ετοιμόλογος, με ισχυρές ηθικές αξίες, μίζερος αλλά και ευχάριστος ταυτόχρονα, προστατευτικός με τους δικούς του και κυρίως, βαθιά συναισθηματικός, κάτι που έκρυβε πίσω από μια εύθραυστη πανοπλία χιούμορ και αυτοσαρκασμού. Ήταν ο τύπος ανθρώπου που θα θέλαμε να είμαστε εμείς και που θα θέλαμε να είχαμε για καλύτερο φίλο. Η νεανική πατρική φιγούρα του ώριμου και συνειδητοποιημένου ενήλικα που στέκεται σαν βράχος απέναντι στις αντίξοες περιστάσεις. Ο Τσάντλερ ήταν αυτός άνθρωπος αλλά ο Μάθιου Πέρι δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος, όσες ταυτίσεις και αν είχαν ως προσωπικότητες.

«Όταν ο κόσμος δεν γελούσε με τα αστεία μου, ήθελα να πεθάνω», είχε πει σε μια συνέντευξή του ο ηθοποιός. Αυτό είναι το προσωπικό δράμα που δυστυχώς αντιμετωπίζει κάθε διασκεδαστής του κοινού, ο φόβος ότι το γέλιο και το χειροκρότημα θα σταματήσει, σαν ένας άλλος κλόουν που έχει ξεχάσει τα σκαμπρόζικα κόλπα του στη μέση της σκηνής και το κοινό του πετάει ντομάτες.

Ο Μάθιου Πέρι δεν σταμάτησε ποτέ να είναι καλός ηθοποιός, αλλά εγκλωβίστηκε στην εποχή της συνεχούς αναπαραγωγής του έργου τέχνης, μετατράπηκε σε ένα εργοστάσιο αστείων που κάποια στιγμή, απλά αυτοκαταστράφηκε από την ανελέητη παραγωγή.

Έτσι συνέβη με τους διασκεδαστές μας στις απαρχές της παγκοσμιοποίησης, είτε ήταν μουσικοί, είτε ηθοποιοί, είτε οτιδήποτε άλλο. Αφού πρώτα ξεζουμίστηκαν ολοσχερώς από το σύστημα, μετά τα άδεια, πια, σαρκία τους πετάχτηκαν στην ανακύκλωση και αυτό που απέμεινε ήταν τα φαντάσματα των παρελθοντικών εαυτών τους, καθώς ελάχιστοι μπορούν να αντέξουν τέτοιου είδους πίεση και να τη βγάλουν καθαρή.

Σε κάθε περίπτωση, ένα τελευταίο χειροκρότημα μπορούμε να το δώσουμε στον Μάθιου Πέρι. Γιατί συμμετείχε σε μια σειρά-φαινόμενο και γιατί υπήρξε ένας πολύ ταλαντούχος καλλιτέχνης και ο ίδιος. Γιατί τα «Φιλαράκια» θα αποτελούν για πάντα μια ζεστή, γνώριμη ατμόσφαιρα εσωτερικής γαλήνης για πολλούς ανθρώπους, μια εικονική εκδοχή της θαλπωρής ακόμα και όταν ο κόσμος γύρω τους καταρρέει.

Για μια αυλαία που κατέβηκε νωρίς, καλό ταξίδι κύριε «Τσάντλερ Μπινγκ».

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ακυρώθηκε, λόγω χιονοθύελλας, το 10% των πτήσεων στο Παρίσι

Κόντρα Δήμου Αθηναίων και υπουργείου Πολιτισμού για το βρώμικο σιντριβάνι στο Σύνταγμα

Σύλληψη 45χρονου για τη γιάφκα στο Παγκράτι

Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα