ΑΘΗΝΑ
02:10
|
22.11.2024
Μερικές φορές δεν κρέμονται όλα από μια κλωστή αλλά από μια διακοπή.
Νταβίντ Μπρονστάιν
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Σε κάποιο επεισόδιο του Γκαμπί της Βασίλισσας βλέπουμε τη Μπεθ να απολαμβάνει ένα ζεστό μπάνιο στο δωμάτιο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου. Πλάι της μια μικρή σκακιέρα μελέτης πάνω στην οποία, χαλαρή από τους υδρατμούς, η Μπεθ κουνάει τα κομμάτια προσπαθώντας να μορφοποιήσει ένα σχέδιο στη δεδομένη θέση. Η δουλειά κρατάει ώρα και στο τέλος, αποκαμωμένη από τον υπνωτιστικό συνδυασμό μελέτης και χαλάρωσης, αποκοιμιέται, αφήνοντας σκακιέρα και κομμάτια να πέσουν στο πάτωμα. Η σκηνή μοιάζει εξωτική, ίσως και ένας εύσχημος τρόπος για να δειχθεί στην κάμερα το ημίγυμνο κορμί της Άνια Τέιλορ-Τζόι.

Και όμως, η ίδια ακριβώς περιγραφή ανευρίσκεται στον Βλάστιμιλ Χορτ. Σε αυτοβιογραφικές του σημειώσεις, ο Χορτ θυμάται το πρώτο του ταξίδι στο Μονακό το 1968. Συνηθισμένος στη λιτή κομμουνιστική ζωή της Τσεχοσλοβακίας, ο Χορτ θα εντυπωσιαστεί με την πολυτέλεια του πριγκιπάτου. Ένα βράδυ, όπου κι αυτός, όπως η Μπεθ, πρέπει να μελετήσει τη θέση μιας διακοπής, θα καταφύγει στο μπάνιο:

«Τελικά, ήμουν πολύ κουρασμένος για να συνεχίσω. Ένα ωραίο σύντομο μπάνιο για να χαλαρώσω ήταν αυτό που χρειαζόμουν. Γέμισα την άνετη μπανιέρα μου με ζεστό νερό και μπήκα στον λευκό αφρό, με τη σκακιέρα στο ένα χέρι, μια κούπα με ζεστό τσάι στο άλλο. «Πού είμαι, τι ώρα είναι;» Αυτές ήταν οι πρώτες μου σκέψεις όταν ξύπνησα μέσα στο παγωμένο νερό το πρωί. Τα μαγνητικά κομμάτια του σκακιού επέπλεαν γύρω μου, η σκακιέρα είχε βυθιστεί στη μπανιέρα και τα υπολείμματα της κεραμικής τσαγιέρας ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα του μπάνιου».

Η Άνια Τέιλορ-Τζόι ως Μπεθ Χάμοντ μελετά στην μπανιέρα της τη θέση μιας διακοπής

Τι συμβαίνει όμως με τη διακοπή; Τα παλιά χρόνια, πριν δηλαδή την αύξηση της υπολογιστικής ικανότητας των κομπιούτερ, τα ψηφιακά ρολόγια με τις προσαυξήσεις χρόνου και τα σχετικά υψηλά χρονικά όρια σκέψης, οι παρτίδες που υπερέβαιναν ένα προδιαγεγραμμένο όριο διάρκειας και δεν τελείωναν, διακόπτονταν και συνεχίζονταν άλλη μέρα (συνήθως αυτή ήταν η επόμενη, αλλά όχι πάντα). Αυτό διασφάλιζε ότι το παιχνίδι δεν θα τελείωνε από κάποιο λάθος που θα οφειλόταν στην κούραση από την πολύωρη σκέψη, αλλά ότι η παρτίδα θα παρέμενε «φρέσκια» και με λογικές κινήσεις ως το τέλος.

Έστω λοιπόν ότι έχουμε μια παρτίδα όπου το χρονικό όριο της σκέψης είναι 2,5 ώρες για τις πρώτες 40 κινήσεις και 1 ώρα για τις υπόλοιπες 20 κινήσεις και μισή ώρα για το υπόλοιπο. Μόλις συμπληρωθούν οι 5 ώρες παιχνιδιού που αντιστοιχούν στο πρώτο μέρος της παρτίδας, και εφόσον φυσικά έχουν παιχτεί οι 40 κινήσεις, ο παίκτης που έχει την κίνηση δικαιούται να διακόψει την παρτίδα. Αυτό γίνεται ως εξής: ο παίκτης ανακοινώνει την πρόθεσή του και γράφει την επόμενη κίνησή του στο παρτιδόφυλλο, χωρίς ωστόσο να την παίξει στη σκακιέρα. Το παρτιδόφυλλο με την κρυφή κίνηση μπαίνει μαζί με το αντίπαλο παρτιδόφυλλο, τη θέση της παρτίδας, τους χρόνους στα ρολόγια και τα υπόλοιπα στοιχεία της παρτίδας σε έναν φάκελο. Ο φάκελος σφραγίζεται και είναι υπό την ευθύνη του διαιτητή. Οι δύο παίκτες αποσύρονται και η παρτίδα συνεχίζεται τον καθορισμένο χρόνο από εκεί που σταμάτησε. Η κρυφή κίνηση διασφαλίζει ότι κανένας αντίπαλος, όταν είναι η σειρά του να παίξει, δεν θα έχει τη θέση γνωστή.

Κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στη διακοπή και στην επανέναρξη οι δύο αντίπαλοι έχουν κάθε δικαίωμα να αναλύσουν τη θέση μαζί με τον «δεύτερό» τους. Το κομμάτι της ανάλυσης των διακοπών υπήρξε για το σκάκι του 20ού αιώνα κομβικής σημασίας. Ένας σκακιστής που υπερείχε -είτε αυτός είτε οι βοηθοί του- σε αναλυτική ικανότητα είχε σημαντικό πλεονέκτημα στις παρτίδες μακράς διάρκειας. Γι’ αυτό και οι σκηνές του ύπνου πάνω στη σκακιέρα, μετά από ατελείωτο αναλυτικό ξενύχτι ήταν τόσο συνήθεις. Και πέρα, φυσικά, από το καθαρά τεχνικό κομμάτι, υπήρχε και το ψυχολογικό: ο παίκτης που συστηματικά σε ένα ματς θα αποδεικνυόταν υπέρτερος στις αναλύσεις των διακοπών επηρέαζε τις αποφάσεις του αντιπάλου μπροστά στις επόμενες διακοπές. Όλα αυτά μέχρι το σημείο που οι υπολογιστές μπορούσαν να αναλύσουν τη θέση τόσο όσο να καταστήσουν αδύνατο το ενδεχόμενο καταφυγής σ’ αυτούς. Τη δεκαετία του 1990 οι διακοπές άρχισαν να αραιώνουν. Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της ΦΙΝΤΕ το 1996 υπήρξε το τελευταίο τουρνουά που είχε ενεργό τον κανονισμό της διακοπής.

Τυχαίο δημοσίευμα που αναγγέλλει μια διακοπή

Διάσημος για τις αναλυτικές του ικανότητες στις διακοπές υπήρξε ο Μιχαΐλ Μποτβίνικ. Μία από αυτές ωστόσο έχει μείνει διάσημη, και όχι αποκλειστικά για σκακιστικούς λόγους. Βρισκόμαστε στο 1951. Από τον Μάρτιο ως τον Μάιο φιλοξενείται στη Μόσχα το ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα, πρώτη φορά με ένα φορμά που το καθόρισε ως το 1993: ο νυν πρωταθλητής -στην περίπτωσή μας ο ΜιχαΐλΜποτβίνικ, διάδοχος του (νεκρού) Αλιέχιν, μετά το τουρνουά του 1948 στη Χάγη και τη Μόσχα– αντιμετωπίζει έναν διεκδικητή που έχει προκύψει από μια σειρά Ιντερζόναλ τουρνουά και τουρνουά Διεκδικητών. Ο διεκδικητής αυτός ήταν για το 1951 ο Νταβίντ Μπρονστάιν. Στα 27 του χρόνια τον καιρό του ματς, ο εβραϊκής καταγωγής γεννημένος στην Ουκρανία γκραν μετρ, βρισκόταν σε εξαιρετική φόρμα. Ο φειδωλός στα κοπλιμέντα Κορτσνόι θεωρούσε τον Μπρονστάιν μια ιδιοφυΐα που με το ρομαντικό και επιθετικό του στυλ προλείανε το έδαφος για την εμφάνιση του ΜίσαΤαλ. Ο Κορτσνόι θεωρούσε τις ιδέες του Μπρονστάιν καινοτόμες και σημείωνε πως την περίοδο 1945-1951 ο Μπρονστάιν ήταν ο παίκτης με την καλύτερη αντίληψη του παιχνιδιού. Υπερασπιζόμενος αφενός παραμελημένα από την ιστορική εξέλιξη ανοίγματα, όπως το Γκαμπί του Βασιλιά, αλλά και καινοτομώντας μαζί με άλλους πρώτης κλάσεως γκραν μετρ της περιόδου στην καθιέρωση της Ινδικής άμυνας του Βασιλιά ως ανοίγματος αιχμής, ο Μπρονστάιν προσέφερε αφειδώς στον σκακιστικό κόσμο ιδέες και στυλ.

Το ματς προδιαγραφόταν έτσι ένα σκληρό ντέρμπι. Συνολικής διάρκειας 24 παρτίδων, έδινε στον ήδη παγκόσμιο πρωταθλητή το πλεονέκτημα της ισοπαλίας: σε περίπτωση που το σκορ κατέληγε 12-12 ο Μποτβίνικ θα διατηρούσε τον τίτλο του. Ο Μπρονστάιν λοιπόν έπρεπε να κερδίσει «καθαρά». Μετά από 22 παρτίδες, πολλά εκατέρωθεν λάθη και ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ματς, ο διεκδικητής προηγούνταν με σκορ 11,5-10,5, απέχοντας μόλις δύο ισοπαλίες από τον θρίαμβο. Όμως στην 23η παρτίδα ο Μποτβίνικ είχε τα λευκά κομμάτια και θα έκανε ό,τι μπορούσε για να κερδίσει. Έχοντας εξασφαλίσει το πλεονέκτημα των δύο αξιωματικών, ο Πατριάρχης αντιμετώπισε την πίεση χρόνου με επιτυχία και έφερε την παρτίδα στη διακοπή.

Μποτβίνικ-Μπρονστάιν, 23η παρτίδα του ματς, η θέση της διακοπής

Πρωτοείδα την παρτίδα, όπως φαντάζομαι και οι περισσότεροι Έλληνες που έχουμε γεννηθεί πριν το 2000, στο κλασικό εγχειρίδιο του Τριαντάφυλλου Σιαπέρα Το σκάκι. Στο δεύτερο τόμο του έργου του, ο Σιαπέρας αναπαράγει τις σκέψεις του Μποτβίνικ:

«Εδώ η παρτίδα έπρεπε να διακοπεί και ήταν η σειρά μου να γράψω την κίνηση σε φάκελο. Έβλεπα καθαρά ποιο ήταν το νικηφόρο σχέδιο. Τον ένα αξιωματικό να τον τοποθετήσω στο β1 και τον άλλο στο δ6 (για να μην έχουν τα μαύρα την κίνηση Ιε7). Στη συνέχεια να αλλάξω τα κεντρικά πιόνια και τέλος, με την κίνηση Αβ1-α2 να κερδίσω το πιόνι δ5. Το πρόβλημα που με απασχόλησε όταν σκεπτόμουν -περισσότερο από 20 λεπτά- για την κρυφή κίνησή μου, ήταν ποιον από τους δύο αξιωματικούς να παίξω πρώτα. Τελικά έπαιξα 42. Αδ6, αλλά -όπως συνήθως συμβαίνει- καλύτερη ήταν η άλλη κίνηση, Αβ1».

Και σωστά! Ο «δεύτερος» του Μποτβίνικ στο ματς, ο Σάλο Φλορ είχε δει ήδη τη σωστή συνέχεια και μόλις η παρτίδα διακόπηκε έτρεξε στον Μποτβίνικ να του δείξει τη νικηφόρα βαριάντα. Ο «Πατριάρχης» δεν αποκάλυψε στον βοηθό του ότι είχε παίξει τη λάθος κίνηση. Χωρίστηκαν, και οι δύο στα δωμάτιά τους ανέλυσαν μόνοι τους τη θέση, ο Μποτβίνικ τη σωστή και ο Φλορ την καλύτερη. Στα μεταγενέστερα σχόλιά του για την παρτίδα ο Μποτβίνικ χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό, όταν αναφέρεται στην ανάλυση της διακοπής, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι ο έρμος ο Φλορ έμαθε ότι ξενύχτησε αναλύοντας τη λάθος θέση, λίγο προτού συνεχιστεί η παρτίδα, όταν βρίσκονταν στο αυτοκίνητο που οδηγούσε παίκτη και «δεύτερο» στον χώρο διεξαγωγής του ματς. Ο Τίμαν, προς υπεράσπιση του Μποτβίνικ, αποδίδει αυτή την ανειλικρίνεια στην τελειομανία του πρωταθλητή. Ο Μποτβίνικ δεν μπορούσε να χωνέψει εύκολα ότι ο βοηθός του είδε καλύτερα τη θέση από αυτόν, και αντί να υποπέσει σε ένα 12ωρο ταπείνωσης προτίμησε να βγάλει μόνος του τα κάστανα από τη φωτιά, περιορίζοντας το πλήγμα που δέχθηκε η αυτοπεποίθησή του. Από την άλλη, φυσικά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και την έμφυτη την κομμουνιστική περίοδο καχυποψία όλων εναντίον όλων. Στα όρια της παράνοιας, ειδικά σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο, ο Μποτβίνικ δεν μπορούσε να εμπιστευτεί παρά μόνο τον εαυτό του. Ο Φλορ δεν έμαθε την αληθινή κίνηση πιθανώς για να αποφευχθεί η πιθανότητα μιας διαρροής προς το αντίπαλο στρατόπεδο, που δεδομένης της ανακρίβειας της κίνησης θα όπλιζε την ανάλυση του Μπρονστάιν με ένα ισχυρό πλεονέκτημα προς την ποθητή ισοπαλία.

Όλα αυτά είναι ωστόσο υποθέσεις. Η παρτίδα συνεχίστηκε, ο Μπρονστάιν αμύνθηκε σθεναρά αλλά στο τέλος κατέπεσε. Ήταν τόσο συντετριμμένος που στην επόμενη παρτίδα δεν προσπάθησε καν να περιπλέξει τα πράγματα. Το ματς έληξε ισόπαλο και ο Μποτβίνικ διατήρησε τον τίτλο του.

Μπρονστάιν εναντίον Ταλ στη Ρίγα το 1968

Ο Μπρονστάιν δεν κατάφερε ποτέ να συνέλθει. Το γεγονός ότι έφτασε στην πηγή χωρίς να πιει νερό ήταν κάτι που αδυνατούσε να διαχειριστεί. Ο Γκένα Σόσονκο στο βιβλίο του The Rise and Fall of David Bronstein θα περιγράψει αδρά τις δικαιολογίες που συνεχώς επινοούσε ο Μπρονστάιν για την ήττα του. Τα πάντα χρησίμευαν στον Μπρονστάιν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι: ο γεμάτος μίσος όταν έπαιζε Μποτβίνικ που δυναμίτιζε την ατμόσφαιρα· ο φόβος για τον αντιφρονούντα πατέρα του, που μπαινόβγαινε στα γκουλάγκ, και την τύχη που θα είχε αν ο γιος του γινόταν παγκόσμιος πρωταθλητής· η ελλιπής δουλειά των δεύτερών του· οι καβγάδες με τη σύζυγό του που δεν υπολόγιζε την καριέρα του. Ο Μπρονστάιν στο τέλος θα καταλήξει σε μια συμβιβαστική λύση: δεν έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής για να αποφύγει τις γραφειοκρατικές ευθύνες που ο τίτλος θα συνεπαγόταν. Το ελεύθερο πνεύμα του ήταν ταγμένο στην ομορφιά και όχι στην αποτελεσματικότητα.

Δεν είναι σαφές αν είναι η αιτία ή μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αλλά αυτή ήταν η εξέλιξη. Ο Μπρονστάιν συνέχισε να παίζει εντυπωσιακό σκάκι, να χαρίζει απλόχερα ιδέες και ομορφιά, χωρίς να ξαναφτάσει ποτέ τόσο κοντά στη σκακιστική κορυφή. Οι παρτίδες του σε αφήνουν με μια έκφραση όπου το «θαυμαστικό» διαγράφεται ως γκριμάτσα στο πρόσωπο (δείτε για παράδειγμα αυτή τη θεαματική παρτίδα με τον Ταλ, σε ένα Γκαμπί του Βασιλιά). Ταυτόχρονα, η αρθρογραφία του για το σκάκι διαβαζόταν από πλήθος κόσμου, αν και η κορυφαία στιγμή στη συγγραφική καριέρα του υπήρξε το βιβλίο του για το τουρνουά διεκδικητών της Ζυρίχης το 1953. Κι αυτό ωστόσο υπήρξε πηγή απογοήτευσης για τον Νταβίντ: όχι μόνο στο εν λόγω τουρνουά ήρθε δεύτερος, πίσω από τον Σμίσλοβ, αλλά και γιατί ο πραγματικός συγγραφέας των στοιχείων πρόζας του κειμένου (των σημείων δηλαδή που δεν αναφέρονταν στην ανάλυση ή τις κινήσεις) ήταν άλλος: ο Μπόρις Βάινσταϊν, υψηλόβαθμο στέλεχος του Λαϊκού Επιτροπείου Εσωτερικών Υποθέσεων και μετέπειτα του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων, προστάτης του Μπρονστάιν και φαν του σκακιού. Στον Μπρονστάιν φυσικά ανήκε η ανάλυση, αλλά πώς να πειστεί ότι η εμπορική επιτυχία του βιβλίου οφειλόταν σ’ αυτή; Κι αυτή η στιγμή εγγράφηκε στον ψυχισμό του Μπρονστάιν ως πανωλεθρίαμβος.

Αναρωτιέμαι συχνά, προφανώς χωρίς διάθεση απάντησης, πώς θα αφηγούμασταν αυτήν την ιστορία σε περίπτωση που οι κανόνες ήταν διαφορετικοί. Αν το 1951 υπήρχε τάι μπρέικ και ο Μπρονστάιν κέρδιζε τον Μποτβίνικ δεν θα έπαιζε καν στη Ζυρίχη. Ο Μποτβίνικ θα σκύλιαζε για ματς ρεβάνς. Στους διαδρόμους της γραφειοκρατίας οι ισορροπίες θα άλλαζαν. Τι θα κάναμε όμως χωρίς τον αιώνιο γκρινιάρη; Αν και συμφωνώ με τον Τσέζαρε Παβέζε όταν έγραφε: «Αφήστε τους ήρωες να λένε, το να υποφέρεις είναι ηλίθιο», δεν μπορώ παρά να στέκομαι με μεγαλύτερη αγάπη απέναντι στις οριακές εκείνες περιπτώσεις όπου η ήττα σφυρηλάτησε έναν χαρακτήρα, χωρίς τον οποίο όλη η ιστορία του σκακιού θα ήταν λιγότερο γοητευτική.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ακυρώθηκε, λόγω χιονοθύελλας, το 10% των πτήσεων στο Παρίσι

Κόντρα Δήμου Αθηναίων και υπουργείου Πολιτισμού για το βρώμικο σιντριβάνι στο Σύνταγμα

Σύλληψη 45χρονου για τη γιάφκα στο Παγκράτι

Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα