Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν ένα πρωτότυπο σε παγκόσμιο επίπεδο, δυναμικό και γειωμένο στην κοινωνία κόμμα έζησε από το 2006 περίπου μέχρι το 2013. Η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών, αποδυνάμωσε την επαφή του και τους τρόπους επικοινωνίας με την ελληνική κοινωνία, με βάση ένα σχέδιο που θεωρούσε πως έπρεπε να πάρει τοις μετρητοίς τις υποβολιμιαίες ανοησίες των αντιπάλων περί κυβερνησιμότητας χωρίς να βρει προηγουμένως τρόπο να διαφυλάξει την κοινωνική του δυναμική. Από τη στιγμή που ανέλαβε τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδόθηκε σε μια κεντρική προσπάθεια: την από τα πάνω προσέλκυση στελεχών του ΠΑΣΟΚ.
Ήταν μια επιτυχής προσπάθεια με δεδομένο πως σχεδόν όλα τα στελέχη τα οποία δεν ανήκαν στον Βενιζελικό/Σημιτικό ΠΑΣΟΚ, μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ, πολλά δε εξ αυτών είναι οάσεις διατήρησης της πολιτικής σοβαρότητας σε σχέση με ορισμένα «ιδρυτικά μέλη». Όπως δείχνουν και τα αποτελέσματα των εκλογών όμως, η περαιτέρω διεύρυνση της πολυσυλλεκτικότητας μάλλον γύρισε μπούμερανγκ παρά έδρασε θετικά.
Η ήττα του 2015 εγκατέστησε ένα νέο πολιτικό κλίμα και προχώρησε ένα βήμα παρακάτω την κατάλυση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας που ξεκίνησε από τον Γιώργο Παπανδρέου στο Καστελόριζο και έχει ολοκληρωθεί πλέον σήμερα με το «επιτελικό κράτος» Μητσοτάκη. Οι νέες συνθήκες, η κατάρρευση των προσδοκιών των πολιτών τόσο σε ατομικό, αλλά πολύ περισσότερο σε συλλογικό επίπεδο, δεν αναγνώστηκαν εγκαίρως παρά μόνο από την Νέα Δημοκρατία, η οποία επένδυσε σε αυτή την εξατομίκευση, την απόσβεση της κοινωνιολογικής φαντασίας του ελληνικού λαού, ιδίως μέσα στο ευνοϊκό για τον αυταρχισμό της περιβάλλον των αλλεπάλληλων κρίσεων από το 2020 και μετά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επικοινωνιακά βουβός, σύρθηκε πίσω από τα δεξιά και ακροδεξιά αφηγήματα, εγκαταλείποντας την πολιτική διακριτότητα που του έδωσε την εκλογική δυνατότητα να αναδειχθεί σε αντίπαλο δέος των πολιτικών λιτότητας μέχρι το 2015. Δοθείσης της κατάστασης και μέσα στα ασφυκτικά μνημονιακά πλαίσια, η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να δώσει κάποια εχέγγυα στα χαμηλότερα κυρίως κοινωνικο-οικονομικά στρώματα (όπως αποτυπώθηκε στην ταξικότητα της ψήφου του 2019) και να επαίρεται, μάλλον δικαίως, πως ήταν η πρώτη κυβέρνηση από το 1989 και μετά που δεν συρόταν από την διαπλοκή, εξ ου και παρέμεινε ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση ακόμα και μετά την ήττα του 2019 απέναντι σε ένα πρωτοφανές έως τότε κύμα μιντιακού πολέμου από σύσσωμο σχεδόν το σύστημα των ελληνικών ΜΜΕ. Από το 2019 και μετά η μη-διάγνωση των αιτίων της ήττας, η ανάγνωση της ελληνικής κοινωνίας με την οποία η δομική σχέση -ιδίως όταν χάθηκε η κυβερνητική πρόσβαση- ήταν σαθρότερη και από εκείνη του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, μάλλον θόλωσαν το στίγμα και επικύρωσαν στα νεαρότερα ακροατήρια την «συστημικότητα» του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το εγχείρημα του iSyriza ήταν θνησιγενής πρωτοβουλία (πολύ πίσω από τις σχετικές απόπειρες «ψηφιοποίησης» της κομματικής συμμετοχής που είχαν ξεκινήσει το 2014 και εγκαταλείφθηκαν αδόξως) που ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκε σαν mailing list. Επιπλέον όλων αυτών η χαοτική έλλειψη γραμμής αντιμετώπισης των εχθρικών ΜΜΕ διευκόλυνε την αποσιώπηση της πολιτικής γραμμής και την ανάδειξη της επικοινωνιακής ανετοιμότητάς του. Το ότι στελέχη της Ομπρέλας βγαίνουν να κάνουν εσωκομματικό πόλεμο, στα κανάλια εκείνα (του «συστήματος 107») που πολέμησαν τον ΣΥΡΙΖΑ λυσσαλέα και χωρίς καμία δεοντολογία εδώ και 20 χρόνια (και η «νομιμόφρων» πλευρά απαντά επιθετικά στα ίδια μέσα), δείχνει την αμηχανία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την επικοινωνιακή ηγεμονία των ολιγαρχών.
Διαζύγιο με την πολιτική
Αντίθετα με συγκρούσεις του παρελθόντος στην αριστερά (και είναι σίγουρα η ώρα να αναρωτηθούμε για το σημείο του πολιτικού άξονα που καταλαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και το “ΡΙΖ” στο όνομά του), οι αντεγκλήσεις μεταξύ ομάδων και τάσεων μέσα στον -και πλέον και έξω από τον- ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αφορούν επί της ουσίας θέματα αύρας, ήθους, τακτικής, επικοινωνίας, στυλ, προθέσεων και προσώπων, εικαζόμενης ιδεολογίας, ενστάσεις για παλαιότερες -ομόφωνα δεκτές τότε- κυβερνητικές αποφάσεις, αλλά πολύ λιγότερο θέματα πολιτικής γραμμής για τη συγκυρία ή για το τι μέλλει γενέσθαι. Για ένα κόμμα πολιτικής και όχι ιδεολογικής ενότητας όπως ήταν/είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό είναι παράδοξο. Δείγμα αυτής της απουσίας είναι π.χ. το κείμενο της αποχώρησης των 46 μελών της Κεντρικής Επιτροπής που πρόσκεινται στην τάση της ‘Ομπρέλας’. Οι μόνες επί του πολιτικού τοποθετήσεις αφορούν την ομιλία Κασσελάκη στο ΣΕΒ (η οποία πάντως αν δεν ανασκευάστηκε, ανατοποθετήθηκε στα Τσιπρικά ειωθότα στο συνέδριο του Economist), και την πρώτη δήλωση του κόμματος για τον πόλεμο στην Παλαιστίνη (την οποία ακολούθησαν άλλες λιγότερο άστοχες πάντως) για την οποία δεν προκύπτει -τουλάχιστον από όσα ξέρουμε- πως αποτελούσε γραμμή Κασσελάκη κατ’ ανάγκην. Σημειώνουμε πως η ηγεσία εγκαλείται για έλλειψη ανακλαστικών για τη Γάζα, αλλά όλος ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν εν πολλοίς απών -οργανώσεις και στελέχη- στις μεγάλες πορείες υπέρ της κατάπαυσης του πυρός.
Τα κείμενα αποχώρησης ή διαφοροποίησης δεν έχουν λοιπόν πολιτικά άμεσο περιεχόμενο. Σε μια συγκυρία που η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει καταλύσει κάθε έννοια κράτους δικαίου, η ακρίβεια έχει γονατίσει τα νοικοκυριά, η Ελλάδα κατέχει ρεκόρ φτώχειας και η γεωπολιτική κατάσταση φέρνει οσμή πολέμου στη χώρα, αυτό είναι πραγματικά ακατανόητο. Έχει κανείς την αίσθηση πως ο συνεχής τακτικισμός -αλλά και οι προσωπικές αντιπαραθέσεις- της τελευταίας 8ετίας στον ΣΥΡΙΖΑ, έχουν αναγάγει θέματα τακτικής σε στρατηγικά και τις προσωπικές αντεγκλήσεις σε ιδεολογικά σύνορα. Δεν προκύπτει δια γυμνού οφθαλμού (και πάντως δεν συνομολογείται) κάποια διαφωνία σε συγκεκριμένα πολιτικά επίδικα: από το παλαιστινιακό και το ουκρανικό μέχρι το φορολογικό, από το παραγωγικό μοντέλο (όπου υπάρχει γενικευμένη αμηχανία) μέχρι τα θέματα υγείας και εκπαίδευσης. Τα πολιτικά μέτωπα σε ό,τι αφορά την τρέχουσα συγκυρία, μοιάζουν ενιαία. Και πάντως τέτοιες διαφορές δεν διατυπώνονται ως σημεία αιχμής των διαφωνιών, ως αφορμές καν της ρήξης.
Εξωστρέφεια και αναξιοπιστία
Και οι δύο πλευρές της εν εξελίξει διάσπασης το ΣΥΡΙΖΑ παρήγαγαν εσωστρεφείς γραφειοκρατίες, πολλοί συναίνεσαν στον άνευ όρων αρχηγισμό και αποδέχθηκαν εντέλει την εξαιρετικά απολίτικη εκλογή Προέδρου από μέλη και περαστικούς, διαδικασία που προηγήθηκε μάλιστα –παρά την αντίθετη πρόταση– εκείνης του συνεδρίου. Αυτή ήταν μια επιλογή που έμοιαζε απλά να θέλει να ξαναπακετάρει αυτόν ακριβώς τον επιθετικό αρχηγισμό πριν προκύψει το φαινόμενο Κασσελάκη και όταν προέκυψε, εκ των υστέρων, τον κατήγγειλε. Καμία από τις δύο πλευρές στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ουσιαστική απεύθυνση στα λαϊκά στρώματα, στα κινήματα και στη νεολαία -πολλώ δε μάλλον δεν κέρδισε τη συμμετοχή τους σε μαζικό επίπεδο- και καμία πλευρά δεν προσπάθησε να αξιοποιήσει τη διεύρυνση του αριθμού των μελών του κόμματος πολιτικά, μάλιστα δεν είχε ιδέα για το πώς θα μπορούσε να το κάνει. Με την εν εξελίξει διάσπαση θα προκύψουν δηλαδή δύο (τουλάχιστον) κόμματα τα οποία στα της καθημερινότητας και της άμεσης πολιτικής τοποθέτησης θα ξεκινούν (άγνωστη η εξέλιξη των πραγμάτων) από την ίδια βάση, ίσως με κάπως διαφορετική ιεράρχηση και έμφαση. Μέχρι δηλαδή να γίνει ορατή μια σαφής διαφοροποίηση στη γραμμή τους, κινδυνεύουν αμφότερες πλευρές να γίνουν meme και βίντεο στο Luben.
Κριτική χωρίς αυτοκριτική
Αλλά και η εν πολλοίς εύστοχη κριτική στον Στέφανο Κασσελάκη, όπως αρθρώθηκε π.χ. από τον Γιώργο Σταθάκη, (ειρήσθω εν παρόδω, στην πολιτική ανθρωπογεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα μπορούσε να συγκαταλέξει κανείς τον Γιώργο Σταθάκη στην αριστερή του πτέρυγα) παρεκτρέπεται σε δίκες προθέσεων και παρερμηνείες: ο όρος «τραμπισμός» π.χ. για να περιγράψει το φαινόμενο είναι άκυρος (για λόγους που θα χρειαζόταν ένα ξεχωριστό άρθρο για να περιγράψουμε) όπως άκυρη είναι και η ανταπόδοσή του από τον Κασσελάκη στους αποχωρήσαντες στην τελευταία του συνέντευξη στον Αντ1 (που συνοδεύτηκε από ανιστόρητες εγκλήσεις περί «αποστασίας»). Η δε εσωστρέφεια, η γραφειοκρατικοποίηση, η βύθιση των προσδοκιών του κόσμου και των λαϊκών στρωμάτων, βαρύνει όλους.
Παρόλα αυτά, η επισήμανση για την αδυναμία της υπό διαμόρφωση ηγετικής ομάδας περί τον Στέφανο Κασσελάκη ισχύει και η εν λόγω ομάδα είναι περισσότερο ετερόκλητη από την αντιπολίτευσή της. Ο δε νέος Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ευέλικτα ασαφής, όταν δεν λέει διάφορα ακατανόητα περί μεγέθυνσης του κράτους πρόνοιας χωρίς αύξηση φόρων ή αναπολεί μια (ανύπαρκτη) παρελθούσα Ελλάδα.
Ανάλογα και ο Αριστείδης Μπαλτάς επικεντρώνεται στο λόγο του Στέφανου Κασσελάκη και την (ομολογουμένως πρωτοφανή) ιδέα του να περάσουν τα καθήκοντα πειθαρχικού σε κάποιου είδους δημοψήφισμα, αλλά και συνολικά στο αφήγημα του νέου αρχηγού, που πράγματι δεν συνάδει με τίποτα από όσα γνωρίζουμε στην παγκόσμια αριστερά. Δεν ασχολείται όμως καθόλου, σαν να πρόκειται για αιφνιδιαστική εισβολή εξωγήινου στον ανυπεράσπιστο πλανήτη ΣΥΡΙΖΑ, με τους λόγους που ένα τέτοιο ποπ-φαινόμενο με μια επίφαση αμεσοδημοκρατικής συναπόφασης (θα επανέλθω σε αυτό) κατάφερε σε χρόνο dt να πείσει ικανό αριθμό μελών και φίλων ώστε να κερδίσει την προεδρία, αλλά ούτε με την -πολιτική- αδυναμία της «παραδοσιακής» ηγεσίας, η οποία ηττήθηκε και επιβεβαίωσε την κοινή εικόνα της αδυναμίας αυτής με την αντίδρασή της: κάτι έκανε στραβά ο όλος ΣΥΡΙΖΑ για να βρεθούν όλοι απέναντί του: η αποδοκιμασία στην πορεία του μετά το 2019 ΣΥΡΙΖΑ, απλά υποστασιοποιήθηκε και πήρε μορφή -δικαίως ή αδίκως- μέσα από την επιλογή Κασσελάκη.
Η πολιτική κριτική των 1300, του Αριστείδη Μπαλτά αλλά και του Γιώργου Σταθάκη πάσχει από επιλεκτικότητα: η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε σκληρά αρχηγικό κόμμα (ένα κόμμα εν πολλοίς αρχηγικότερο από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου) έγινε υπό τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος έλεγχε όλα τα όργανα και μπορούσε να πάρει όποιες αποφάσεις ήθελε ερήμην όλων (εξ ου και είναι αστείες οι εγκλήσεις από τους νυν προεδρικούς για «υπονόμευση του Τσίπρα» από ένα στελεχικό δυναμικό που κατά πλειοψηφία συνέργησε ενεργητικά ή παθητικά, σε απολίτικες και αδιέξοδες επιλογές). Ενώ επισημαίνουν ορθά τις ελλείψεις στην απεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ στα λαϊκά ακροατήρια που αποτελούσαν την βάση του, όπως είπαμε καμία τάση δεν έχει ιδιαίτερο έρεισμα ούτε στον συνδικαλιστικό χώρο, ούτε στη νεολαία, ούτε στα κοινωνικά κινήματα, και πάντως π.χ. ακόμα και η ΛΑΕ και οι αποχωρούντες του 2015 ήταν πολύ περισσότερο γειωμένοι κοινωνικά από την Ομπρέλα και έφυγαν με βάση μια σοβαρή πολιτική διαφωνία, όπως και να την αξιολογεί κανείς. Η αποχώρηση εκείνη μπορεί να μην κόστισε (πολύ) εκλογικά, άφησε όμως ένα έντονο κοινωνικό αποτύπωμα που δεν έπαψε να είναι αισθητό ακόμα και τώρα – όπως μια ματιά στην πρόσληψη του ΣΥΡΙΖΑ από τη νεολαία και σήμερα μπορεί να δείξει -για όσο ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε και ακόμα και σήμερα επιμένει, να μην τοποθετείται για τα συμπεράσματα της νίκης του 2015, της ευρωπαϊκής ήττας του 2015, της ήττας του 2019, της συντριβής του 2023, καθώς- όπως σωστά επισημαίνουν οι διαφωνούντες- δεν έχει υπάρξει κανένας ουσιαστικός δημόσιος απολογισμός, εσωτερική αναζήτηση ή δημόσια συζήτηση για κανένα από τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ. Αλλά δεν την απαίτησαν και ποτέ.
Αμεσοδημοκρατίες και ριάλιτι
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι παραχώρηση της άμεσης δημοκρατίας στην πρακτικότητα. Αλλά η άμεση δημοκρατία δεν είναι ένα ριάλιτι. Κάθε εκλογή οφείλει να συμβαίνει από ένα δεδομένο σώμα εκλεκτόρων και σε ότι αφορά τα όργανα ενός κόμματος, που πρέπει να υπάρχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η επιλογή δεν μπορεί να είναι οριζόντια από όλους για όλες τις θέσεις, δεν μπορεί δε να εξαντλείται στο πάτημα ενός κουμπιού. Μια Κεντρική Επιτροπή οφείλει να έχει πολλαπλή λειτουργία αντιπροσωπευτικότητας και όχι να προκύπτει από επιλογές που συσχετίζονται κυρίως (ιδίως σε ένα όχι αναγκαστικά πολιτικά ενεργό σώμα περαστικών μελών-ψηφοφόρων, που καμία υποχρέωση δεν έχουν να γνωρίζουν ποιος είναι ποιος) από τη μιντιακή αναγνωρισιμότητα. Έτσι στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκαν να συμμετέχουν γνωστοί από πάνελ τηλεόρασης κτλ, αλλά να μένουν απέξω άνθρωποι με πραγματική τοπική/κοινωνική δράση.
Οι επιλεγείσες μορφές εκλογής δεν παραπέμπουν σε πολιτική διαβούλευση λοιπόν αλλά σε ριάλιτι, κατ’ εξοχήν όταν η επιλογή είναι μεταξύ προσώπων, ερήμην της πολιτικής γραμμής, η οποία μετά προκύπτει -νομιμοποιημένη από την «λαϊκή συμμετοχή»- από το στόμα του αρχηγού, αδειάζοντας τα διαβουλευτικά όργανα. Η δε φενάκη της ψηφιακής συλλογικής παραγωγής γραμμής από τα κάτω, καθιστώντας τα ενδιάμεσα όργανα περιττά, προκαλεί γέλιο σε όσους και όσες έχουν εμπειρία από πολύ απλούστερες απόπειρες ψηφιακής συνεννόησης και διαβούλευσης. Δεν είναι πως δυνητικά μια τέτοια διαδικασία είναι αδύνατη, αλλά περισσότερο πως οι πολιτικές της προϋποθέσεις δεν μπορούν να παρακαμφθούν από την τεχνολογία -και δεν είναι προφανείς- οι δε όροι και κανόνες της διαβούλευσης είναι εξίσου κρίσιμοι με την συμμετοχή -και δεν είναι απλοϊκοί. Το κόμμα που συναποτελείται ουσιαστικά από ένα (ρευστό) σώμα μελών, ψηφιακά, ιδιωτικά και αποσωματοποιημένα διαβουλευόμενων και ψηφιζόντων, και από τον εκλεκτό του σώματος Αρχηγό, είναι κόμμα που θα είναι διαχειρίσιμο με μεθόδους μάρκετινγκ και βρίσκεται στον αντίποδα της άμεσης δημοκρατίας. Τα εσωκομματικά δημοψηφίσματα δε, ενώ είναι μια χαρά σαν ιδέα, αφενός δεν χρησιμοποιήθηκαν σε περιπτώσεις που θα ήταν καίριο να χρησιμοποιηθούν (π.χ. στην επιλογή υποψηφίων για τις αυτοδιοικητικές εκλογές), αφετέρου προϋποθέτουν μια συγκροτημένη μεθοδολογία επιλογής θεμάτων, συζήτησης και διαβούλευσης.
Το θέμα είναι τώρα τι λες
Το μέλλον διαρκεί πολύ και ο πολιτικός χρόνος είναι δυναμιτισμένος εδώ και 15 χρόνια. Δεν μπορεί να προεξοφλήσει κανείς την πορεία των θραυσμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε τις μελλοντικές διεργασίες. Προς το παρόν βλέπουμε δημοσκοπικά τον ΣΥΡΙΖΑ να τείνει προς την τέταρτη θέση (πίσω και από το ΠΑΣΟΚ και από το ΚΚΕ), ενώ όπως είναι τώρα τα πράγματα μοιάζει αμφίβολο πως τα κομμάτια της διάσπασης θα κατορθώσουν να εξασφαλίσουν στις ευρωεκλογές αθροιστικά έστω και αυτό το 18% του Ιουνίου. Η μία πλευρά θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει την επικοινωνιακή ευχέρεια του νέου Προέδρου (που προς το παρόν δεν δείχνει πάντως να έχει μεγάλη εμβέλεια), η δε άλλη να φτιάξει ένα νέο κόμμα με πιο σαφή αριστερό προσανατολισμό και αυτό ενώ ήδη ο πρώην ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Πέτρος Κόκκαλης φαίνεται πως προχωρά σε δημιουργία τρίτου κόμματος στο χώρο της οικολογίας.
Για τους πρώτους το στοίχημα είναι η συγκράτηση του οργανωμένου ΣΥΡΙΖΑ και η διεύρυνση σε νέα ακροατήρια, αλλά η έλλειψη πολιτικής συνοχής των στελεχών που στηρίζουν τον πρόεδρο δεν προμηνύει εύκολα ανάταξη. Όσο για ένα νέο κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, μοιάζει αδύνατον να φτιαχτεί ως «ΣΥΡΙΖΑ εσωτερικού»: λογικά η απόπειρα για να έχει αντικείμενο και βάρος είναι η ανασυγκρότηση της αριστεράς όχι μόνο μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και έξω από αυτόν. Αν υπάρχει ένστικτο αυτοσυντήρησης, τα πρόσωπα που θα εκπροσωπήσουν αυτή την προσπάθεια θα πρέπει να είναι νεώτερα, να μην έχουν συμμετοχή στην μνημονιακή συνθηκολόγηση και ιδανικά να μην προέρχονται κυρίαρχα από τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να ξαναεκπροσωπηθεί ο χώρος που ΣΥΡΙΖΑ έχει εγκαταλείψει από το 2015, κυνηγώντας την «μεσαία τάξη».