Οι επιθέσεις της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου και η ισραηλινή απάντηση με τη γενοκτονική επίθεση στη Γάζα, έχουν προκαλέσει ένα μείζον πρόβλημα στη Δύση: η άνευ όρων φιλοϊσραηλινή της στάση, ακόμα και κατά τη διάρκεια των φονικών βομβαρδισμών της Γάζας, έχουν συναντήσει την αντίδραση των πληθυσμών τους από τη μια (ο Μπάιντεν έχει τεράστιο πρόβλημα με την αριστερά του κόμματός του και την αραβο-αμερικανική κοινότητα εν όψει εκλογών), αλλά και τη χλεύη των χωρών έξω από τη Δύση καθώς η υποκρισία και τα δυο μέτρα και δυο σταθμά σε σχέση με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και η εν λευκώ νομιμοποίηση προφανών παραβιάσεων του δικαίου του πολέμου και των ανθρωπιστικών κανόνων, έχουν δημιουργήσει μια διεθνή αντι-δυτική συσπείρωση. Πλέον όλοι σπεύδουν να μιλούν για την ανάγκη μιας μόνιμης και δίκαιης λύσης για το ζήτημα – μετά από χρόνια ανοχής του δικαίου του ισχυρού σε Δυτική Όχθη και Γάζα.
Φαίνεται πως όλοι -σχεδόν- ομονοούν λοιπόν σχετικά με τη λύση του Παλαιστινιακού: είναι η λύση των δύο κρατών που θα ζουν δίπλα-δίπλα: του κράτους του Ισραήλ και του Παλαιστινιακού κράτους, μια πρόταση με μεγάλη ιστορία. Τη ζητά ο ΟΗΕ, την επανέλαβε χθες ο πρόεδρος των ΗΠΑ (απηχώντας την δεδομένη επίσημη θέση της κυβέρνησής του). Στα καθ’ ημάς, φυσικά συμφωνεί και ο πρωθυπουργός μας (παρέα με τη Μελόνι), την προκρίνει και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συναινεί σε αυτό και το ΚΚΕ. Είναι ένα είδος «εθνικής γραμμής», αλλά και ευρωπαϊκής, αραβικής, ρωσικής – όλος ο κόσμος συναινεί γύρω από αυτό το σχέδιο. Θεωρητικά ακόμα και η κυβέρνηση του Ισραήλ.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: δεν την πιστεύουν πραγματικά, ή δεν την πιστεύουν πια οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Ενδεικτικά λίγες ημέρες πριν την 7η Οκτωβρίου δημοσκόπηση στο Ισραήλ δείχνει πως η πεποίθηση σε αυτή τη λύση φθίνει μονοτονικά μεταξύ των πολιτών του.
Μεταξύ των Παλαιστινίων τα πράγματα είναι ανάλογα: μόλις 24% των παλαιστινίων πιστεύει πλέον στη λύση των δύο κρατών, από 60% το 2012 (μια άλλη δημοσκόπηση δείχνει κατά τι υψηλότερα ποσοστά, μαζί με την απαξίωση της Χαμάς λίγο πριν από τις επιθέσεις). Η Παλαιστινιακή Αρχή ευθέως έλεγε και πριν τον πόλεμο πως η κυβέρνηση του Ισραήλ καταστρέφει τη λύση των δύο κρατών. Όσο για την κυβέρνηση του Ισραήλ ανεξάρτητα από ό,τι λέει προς τα έξω, η προοπτική ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους είναι ανάθεμα για τον Μπέντζιαμιν Νετανιάχου, ο οποίος αυτοδιαφημίζεται ως ο «μόνος που μπορεί να αποτρέψει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους μετά τον πόλεμο». Η συστηματική εύνοια της κυβέρνησής του προς την Χαμάς, έχει προκαλέσει μετά την 7/10/23 οργή στο Ισραήλ, αλλά την έδινε ακριβώς για να αποτραπεί η νομιμοποίηση της Παλαιστινιακής Αρχής ως διεκδικήτριας ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Η σχέση στήριξης του Νετανιάχου στη Χαμάς έχει τεκμηριωθεί και από την έγκυρη Ισραηλινή εφημερίδα Χααρέτζ, λίγες ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου. Η ίδια η Χαμάς έχει δηλώσει πως θα δεχόταν τη δημιουργία δύο κρατών –προσωρινά όμως χωρίς να εγκαταλείπει την ιδέα της απελευθέρωσης όλων των ιστορικά παλαιστινιακών εδαφών.
Κανένα – ένα – δύο κράτη
Όσοι γράφουν για τη λύση των δύο κρατών στην Παλαιστίνη, κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν πως αυτή συνεπάγεται είτε την εκκένωση πάνω από 700.000 εποίκων από τη Δυτική Όχθη (το οποίο είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η ακροδεξιά πλέον πλειονότητα των ισραηλινών εκλογέων θα δεχόταν και άρα είναι εκλογικά αυτοκτονικό, και μπορεί ακόμα να οδηγήσει σε ενδοϊσραηλινό εμφύλιο), είτε την δημιουργία ενός παλαιστινιακού «κράτους» το οποίο θα αποτελείται από μικρές αποκομμένες μεταξύ τους νησίδες «κυριαρχίας» αλά μπαντουστάν – αλλά μικρότερα – στη Δυτική Όχθη και μια αποκομμένη Γάζα (κατά το σχέδιο Τραμπ-Νετανιάχου – χωρίς εγγυήσεις κυριαρχίας και χωρίς ένοπλες δυνάμεις).
Σε ό,τι αφορά τους εποίκους ο πόλεμος ήταν ευκαιρία για επιτάχυνση των εποικισμών στη Δυτική Όχθη και των αγριοτήτων που τους συνοδεύουν, σε σημείο που να προκαλεί «κατάπληξη» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι μάλλον ενδεικτική βέβαια, της απόφασης της κυβέρνησης Νετανιάχου να απαντήσει στο αίτημα για λύση δύο κρατών, εμποδίζοντάς την.
O χάρτης του σχεδίου Τραμπ πάνω, ο οποίος κατά τον Τόμας Φρίντμαν των ΝΥΤ, παγίως καλά πληροφορημένο στα της περιοχής, αφενός σχεδιάστηκε από τον Νετανιάχου και παραδόθηκε στον Τραμπ και αφετέρου προτείνεται να είναι η βάση της επερχόμενης «πρότασης Μπάιντεν». Η λύση αυτή είχε απορριφθεί από την Παλαιστινιακή Αρχή αυθωρεί (και από τους ίδιους του εποίκους) μια και περιγράφει μια λύση «μηδενικού κράτους» για τους παλαιστίνιους. Ο Φρίντμαν προτείνει το σχέδιο αυτό ως το σημείο εκκίνησης ενός -επερχόμενου- σχεδίου Μπάιντεν, τον οποίο καλεί να προχωρήσει σε αυτήν την κατεύθυνση. Πιθανόν να πρόκειται και για μια αναγνωριστική βολή για μια παρόμοια πρωτοβουλία.
Η λύση του ενός κράτους (αυτή που λέει το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης από ιδρύσεώς του) για ένα κράτος όλων των λαών που ζουν μέσα σε αυτό, υπήρξε πάντα η εναλλακτική πρόταση. Αυτό βέβαια είναι πολιτικά πολύ δύσκολο και για τις δύο πλευρές και μικρές μειονότητες και των δύο πλευρών μόνο το στηρίζουν. Και για λόγους εθνικού ανταγωνισμού αλλά και – από την ισραηλινή πλευρά – και για το λόγο πως σε μια τέτοια περίπτωση οι Ισραηλινοί Εβραίοι ή εβραϊκής καταγωγής θα αποτελούσαν μειονότητα στα σύνορα του ενιαίου κράτους.
Καμία λύση δεν είναι λύση αν δεν διευκρινίσει κανείς τις πολιτικές της προϋποθέσεις. Αυτή τη στιγμή κανένας που επαγγέλλεται τη λύση των δύο κρατών δεν μπορεί να μην ζητά (και να απαιτεί έμπρακτα) ταυτόχρονα την παύση και την απόσυρση εποίκων από τα κατεχόμενα εδάφη, και την παραίτηση του Νετανιάχου, ο οποίος γνωρίζει πως όταν σταματήσει ο πόλεμος θα βρεθεί εκτός εξουσίας και μπροστά στη δικαιοσύνη για τις πολλαπλές κατηγορίες διαφθοράς που αντιμετωπίζει – σοβαρό αντικίνητρο για οιαδήποτε ειρήνευση. Να σημειώσουμε πάντως πως παρότι δεν υπάρχουν δημοσκοπήσεις αυτήν την εποχή στα παλαιστινιακά εδάφη, η πολιτική αποδυνάμωση της Χαμάς που ήταν ορατή λίγο πριν την 7η Οκτωβρίου, ύστερα από τη γενοκτονία που διαπράττεται στη Γάζα, αλλά και την επιτυχημένη απελευθέρωση μέσω της ανταλλαγής ομήρων αιχμαλώτων από τη Δυτική Όχθη, μάλλον έχει αναστραφεί.