Αναδημοσίευση του κειμένου που εξέδωσε η «Συσπείρωση για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση» (η οποία μετονομάστηκε σε Πρωτοβουλία «Ψ» από το 2013 και ύστερα) για την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τον Δεκέμβριο του 2008.
Αναλυτικά το κείμενο:
«Από τη στιγμή που ένας έγκλειστος, ή πρώην έγκλειστος, δεν έχει ρούχα, δεν έχει σπίτι, δεν έχει εισόδημα, μιλάει για το πρόβλημα όλων: για το πρόβλημα των ρούχων, του σπιτιού, του εισοδήματος, που κανένας δεν έχει. Τότε, αυτή η πέτρα που πετάχτηκε για να καταγγείλει τις ελλείψεις στη συνθήκη του ιδρύματος, στην πραγματικότητα αποκαλύπτει τα κακώς κείμενα ολόκληρης της κοινωνίας»(Fr. Basaglia).
Η κοινωνική έκρηξη που ξέσπασε μετά την εν ψυχρώ δολοφονία από ειδικό φρουρό του νεαρού Αλέξη Γρηγορόπουλου, δείχνει ότι η σφαίρα που έπληξε θανάσιμα τον 15χρονο έφηβο, έπληξε εξίσου θανάσιμα την από μακρού ασταθή και επίπλαστη ισορροπία της πολιτικο-κοινωνικής κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, μέσα σε συνθήκες ραγδαία επιδεινούμενης οικονομικής κρίσης.
Μια κατάσταση που πολώνεται ανάμεσα σε δύο αλληλοτροφοδοτούμενα άκρα: από τη μία, τη ραγδαία πτώχευση και τη στέρηση, την ανασφάλεια και τον αποκλεισμό, τον πόνο και την απόγνωση εκατομμυρίων και, από την άλλη, την εξίσου ραγδαία συσσώρευση πλούτου από μια μικρή οικονομική ελίτ, σε αγαστή συνεργασία με τις διάφορες θεσμικές εξουσίες (πολιτικές, εκκλησιαστικές κ.λπ.), των οποίων η συνέργεια στη σκανδαλώδη απομύζηση του κοινωνικού πλούτου, γεμίζει οργή και
θυμό και σκανδαλίζει την κοινωνία ολόκληρη.
«Ένας για όλους και όλοι για έναν». Μέσα σε μια κοινωνική συνθήκη που έχει μετατρέψει την ανθρώπινη ζωή στο πιο αναλώσιμο είδος, μέσα σε ένα σύστημα που μετατρέπει, παγκοσμίως, σε πλεονάζουσες και περιττές εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις, σε ένα σύστημα που έχει ακυρώσει κάθε μέλλον για τη γενιά (τη νέα γενιά), που εκπροσωπεί το μέλλον, χιλιάδες διαδηλωτές σε όλη την Ελλάδα διακηρύσσουν, με χίλιους δυο τρόπους, με μια άκρως ευφάνταστη, επινοητική, δημιουργική και αμείωτη αγωνιστικότητα, ότι ο Αλέξης ήταν ο καθένας από εμάς και ότι αυτή η σφαίρα (χωρίς κανέναν απ-οστρακισμό) στόχευσε κατευθείαν στην καρδιά όλων, της κοινωνίας συνολικά και του καθενός ξεχωριστά.
Αυτή η δολοφονία δεν πρόκειται εύκολα να ξεχαστεί, να γίνει «μνήμη» και μετά «λήθη». Θυμός και οργή από τα έγκατα της κοινωνίας σε όλη την Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη, στιγμές ενός «πένθους» που δεν θα ξεπεραστεί, αν δεν «λάβουν τα όνειρα εκδίκηση» – μέχρι να ξεπεραστεί η κατεστημένη κοινωνική οργάνωση και να διαλυθούν οι θεσμοί της βίας που υπηρετούν τη συγκρότηση και τη διαιώνισή της. Γιατί καμιά Κοινωνική Τάξη δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί στον βαθμό που είναι θεμελιωμένη στον αποκλεισμό των πολλών, στον αποκλεισμό της νέας γενιάς από το μέλλον.
Η Κοινωνική Τάξη δεν είναι μια ειρηνική κατάσταση που απειλείται από τη βία όσων «αποκλίνουν» από την τήρηση των κανόνων της.
Από την Τάξη στο ίδρυμα, διαμέσου κάθε μορφής θεσμικής Τάξης, μέχρι τη γενικότερη Κοινωνική Τάξη, αυτό που διασφαλίζει η επιβολή της ή η επίκλησή της είναι [σύμφωνα με τα επίσημα λεξικά] ότι «το καθετί είναι στη θέση του», «διευθετείται, ρυθμίζεται και κυβερνάται κατά τον κανόνα του» και «επιτελεί την καθορισμένη λειτουργία του».
Όσο μεγαλύτερη η αναντιστοιχία ανάμεσα στους κανόνες και τις ανάγκες (την ικανοποίηση των οποίων υποτίθεται ότι αυτοί ρυθμίζουν), όσο πιο στενά και ασφυκτικά είναι τα περιθώρια που αφήνουν για την ικανοποίηση των αναγκών του καθενός, τόσο περισσότερο οι κανόνες που υποστηρίζουν την εν λόγω Κοινωνική Τάξη λειτουργούν για τον βίαιο αποκλεισμό όσων δεν χωρούν
στην Τάξη αυτήν.
Κάθε μοντέλο Τάξης, οι κανόνες του οποίου είναι έκφραση μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας, είναι εκ προοιμίου επιλεκτικό· απαιτεί την απομόνωση, τον διαχωρισμό, την εκτομή των μερών εκείνων της ανθρώπινης πρώτης ύλης που είναι ακατάλληλα για την εν λόγω Τάξη: αυτών, δηλαδή, που δεν μπορούν ή δεν τους επιτρέπεται να χωρέσουν σε κάποια γωνιά της. Είναι αυτά τα «αταίριαστα» μέρη που προβάλλουν ως «απόβλητα» και, ως τέτοια, διακριτά από τα «χρήσιμα» (Z. Bauman).Επομένως, η ίδια η συγκρότηση της Κοινωνικής Τάξης περιέχει τη βία και τον εξαναγκασμό ως συστατικό της στοιχείο.
Στον βαθμό που η κοινωνική οργάνωση δεν εκφράζει και δεν αντιπροσωπεύει όλη, χωρίς καμιά εξαίρεση, την κοινωνική ομάδα (ώστε ο καθένας μέσα σε αυτήν να μπορεί να έχει χώρο για την έκφραση των ιδιαίτερων αναγκών του και για την ικανοποίησή τους), αλλά είναι δομημένη στη λογική της προστασίας των συμφερόντων μίας κοινωνικής τάξης και της κυριαρχίας της εις βάρος των αναγκών των άλλων, τότε δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην παραγωγή απάνθρωπων αξιών και στη βία για την επιβολή των κανόνων της (Fr. Basaglia).
Όχι μόνο τα άτομα με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας και πολύπλοκες ανάγκες, αλλά μια ολοένα διευρυνόμενη πλειονότητα του πληθυσμού βρίσκει όλο και πιο στενό – αφόρητα περιορισμένο – τον κοινωνικό χώρο στον οποίο την εξαναγκάζουν να ζήσει. Υπάρξεις ακρωτηριασμένες, που νιώθουν να καταπιέζονται και να βιάζονται, μέχρι και να απονεκρώνονται, στις πιο μύχιες πλευρές της υπόστασής
τους. Κανόνες, ρυθμίσεις, ταμπού, απαγορεύσεις, καταπίεση. Διακρίσεις ταξικές, εκπαιδευτική ανισότητα και αποκλεισμός, διακρίσεις φυλής, φύλου, ρόλων, ταπεινώσεις διαφόρων ειδών, ανεργία και επισφαλής εργασία, ακραία υλική στέρηση. Αυτά είναι τα συστατικά της κατεστημένης νόρμας για τους πολλούς και, πρωτίστως, για τη σημερινή νεολαία, (την πρώτη «νέα γενιά» μεταπολεμικά που, όπως επισημάνθηκε, πρόκειται να ζήσει «χειρότερα από τους γονιούς της»). Από εδώ και πηγάζει η ‘πέτρα’ που θρυμματίζει και η φωτιά που καίει την κατεστημένη Κοινωνική Τάξη και τις υλικές και συμβολικές της εκφράσεις.
Σπάνια έγινε τόσος λόγος, τόση διαμάχη για την πορεία μιας σφαίρας – αυτής που σκότωσε τον Αλέξη. Πολύ χειρότερη, όμως, από αυτήν την προσπάθεια κατασκευής (από το βαθύ αστυνομικό κράτος) της υπόθεσης του «εξ- (απ-)οστρακισμού», είναι το εγχείρημα ορισμένων να ψυχιατρικοποιήσουν τη δολοφονία και τον δολοφόνο: εδώ υπεισέρχονται οι συζητήσεις για την προσωπικότητα του δολοφόνου, «ειδικού φρουρού» της ΕΛΑΣ, για το κατά πόσο ήταν ψυχοπαθητική προσωπικότητα, «πουλούσε μαγκιά», ήταν «ελληναράς» κ.ο.κ.
Πίσω από αυτά τα εγχειρήματα βρίσκεται η προσπάθεια απενοχοποίησης του θεσμού (άλλοτε του ψυχιατρικού, του σωφρονιστικού κ.ο.κ., τώρα του αστυνομικού): ότι δεν φταίει η λειτουργία και η κοινωνική αποστολή του θεσμού, δηλαδή ο ίδιος ο λόγος της ύπαρξής του, αλλά η «μη καλή επιλογή», η «μη κατάλληλη εκπαίδευση» και οι «μη δημοκρατικές διαδικασίες», με τις οποίες προσλαμβάνεται το προσωπικό για την υλοποίηση της εν λόγω αποστολής.
Ξεχνάνε όλοι αυτοί οι απολογητές των αποκαθαρμένων (με «καλό» προσωπικό) «θεσμών της βίας» ότι οι θεσμοί αυτοί δεν υπολογίζουν στην υποτιθέμενη «σαδιστική», ψυχοπαθητική και, γενικότερα, διαταραγμένη συμπεριφορά των υπαλλήλων τους, αλλά στο αντίθετο, στην υπακοή τους στην ιεραρχία και στην προσαρμοστικότητά τους στις επιταγές και στη διεκπεραίωση της αποστολής του θεσμού: είναι η ενστάλαξη των αρχών και των αξιών που συνοδεύουν τους στόχους που συνδέονται με τον ρόλο της αστυνομίας, η οποία κάνει τα όργανά της να θεωρούν τον μετανάστη «κάτι λιγότερο από άνθρωπο», τον έφηβο έναν «αποκλίνοντα ταραξία», τον απεργό και τον διαδηλωτή έναν «εχθρό της δημόσιας τάξης και της κυκλοφορίας», τον κάθε πολίτη κάτι «λιγότερο από ένα ανθρώπινο ον με απαράγραπτα δικαιώματα».
Η λεγόμενη ατιμωρησία των εγκλημάτων (των φόνων) που έχουν διαπράξει αστυνομικοί ως μέρος, ή ως παράπλευρη απώλεια, της διατεταγμένης τους υπηρεσίας, είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου της καθημερινής ατιμωρησίας και ενθάρρυνσης μιας άκρως απαξιωτικής και απανθρωποποιητικής συμπεριφοράς προς όλους τους πολίτες – δηλαδή, της καθημερινής βίας που ασκούν ως τρόπο λειτουργίας τους. Εδώ, δεν είναι τα χαρακτηριστικά του ατόμου που έχουν τον πρώτο λόγο, αλλά η
θεσμική εντολή να ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Έτσι, μπορείς να έχεις την άσκηση του ρόλου του «οικογενειάρχη» (άλλωστε, όλοι είναι ή μπορούν να γίνουν οικογενειάρχες σε αυτήν την κοινωνία) και, ταυτόχρονα, του αυταρχικού και βάναυσου «οργάνου της τάξης».
Για αυτό και η πολιτική και η φυσική ηγεσία του εν λόγω θεσμού είναι πάντα σε ετοιμότητα να κατασκευάζει «ιστορίες ζαρντινιέρας» και σενάρια με επανειλημμένες «απόπειρες δολοφονίας του Θεού» (δηλαδή, πυροβολισμών προς τα πάνω, στον ουρανό) και εξοστρακισμούς, όταν η εκπαίδευση που παρέχουν, η νοοτροπία που καλλιεργούν και ο τρόπος δράσης που εντέλλονται, καταλήγει σε αποτελέσματα που δεν μπορούν να αποκρυφτούν, δημιουργώντας δημόσιο σκάνδαλο και γενική
κατακραυγή.
Όσο περισσότερο η όξυνση της οικονομικής κρίσης ωθεί εκατομμύρια να εξεγείρονται κατά της κατεστημένης Κοινωνικής Τάξης, τόσο περισσότερο η αστυνομία λειτουργεί ως το σιδερένιο χέρι της εξουσίας που επιχειρεί να ασκήσει «μια ολική κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο … έναν έλεγχο επί της ζωής μέσω μιας κατάστασης εξαίρεσης» (G. Agamben). Η στόχευση κατευθείαν στην καρδιά του Αλέξη είναι ακριβώς αυτή «η κυριαρχία και ο έλεγχος πάνω στον απογυμνωμένο από κάθε ιδιότητα και δικαίωμα άνθρωπο, στον οποίο ασκείται ένα δικαίωμα ζωής ή θανάτου».
Δεν χρειάζεται ο όποιος «ειδικός φρουρός» και ο όποιος αστυνομικός να έχει μια
«ψυχοπαθητική προσωπικότητα»: αρκεί η εκπαίδευση και η λειτουργία του σε μια εξουσιαστική και κατασταλτική σχέση με τους «από κάτω» (με ταυτόχρονη υπακοή στην ιεραρχία), σε μια λογική αψήφισης των δικαιωμάτων και της ισότιμης, ανθρώπινης υπόστασης του «άλλου», στον ρατσισμό κ.λπ., για να συγκροτηθούν και να «έρθουν να δέσουν» συχνά διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία μιας
προσωπικότητας που λειτουργεί στα πλαίσια της αποδεκτής «κανονικότητας» και η οποία γίνεται, με αυτόν τον τρόπο, ικανή να σκοτώσει εν ψυχρώ.
Η ανατροπή των εξουσιαστικών θεσμών και σχέσεων είναι προϋπόθεση για την κοινωνική χειραφέτηση του ανθρώπου. Παντού, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στη φυλακή, στο νοσοκομείο, στο ψυχιατρείο, στην οικογένεια, στους πολιτιστικούς θεσμούς, υπάρχει αυτή η κυριαρχία των εξουσιαστικών σχέσεων.
Δεν είναι, προφανώς, τυχαίο ότι η πρόσφατη έκρηξη στις φυλακές συνέπεσε, σχεδόν, με την εκ νέου ανάφλεξη του κινήματος στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, αλλά και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, νέων καλλιτεχνών κ.λπ.
Η τωρινή κοινωνική έκρηξη, με τους μαθητές των σχολείων να πολιορκούν τα αστυνομικά τμήματα, είναι μια τελείως πρωτόγνωρη κινηματική εμπειρία.
Τα παιδιά δεν είναι «απλώς παιδιά», υποταγμένα στη γονική εξουσία «μέχρι να μεγαλώσουν». Αυτά τα παιδιά, μετά τη δολοφονία του Αλέξη, πήραν τη σκυτάλη για να φέρουν ξανά την ελπίδα για το μέλλον, παίρνοντας από το χέρι και σέρνοντας απόπίσω τους γονιούς, άλλοτε αφομοιωμένους και ενσωματωμένους και άλλοτε υπαρξιακά και κοινωνικά εξαντλημένους και αποθαρρυμένους από την ανεργία, την επισφάλεια και την ανέχεια.
Κάθε καινούργια εποχή χτίζεται από τη νέα γενιά, όχι χωρίς την αξιοποίηση της εμπειρίας της παλιότερης, αλλά, πάντως, χτίζεται από αυτήν, τη νέα γενιά, με τη δική της ορμή και τη δική της «αμφισβήτηση των πάντων».
Είναι καιρός οι γονείς να μάθουν από τα παιδιά τους.
Είναι καιρός οι δάσκαλοι να μάθουν από τους μαθητές τους: δεν υπάρχει εκπαίδευση και δεν υπάρχει μάθηση σε μια μονόδρομη εξουσιαστική σχέση δασκάλου – μαθητή. Καμιά αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι δυνατή χωρίς να έχει ως αφετηρία την αμφισβήτηση αυτής της εξουσιαστικής σχέσης, που σκοπό έχει την προσαρμογή της νέας γενιάς στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων.
Ο δάσκαλος θα μπορέσει να εγκαθιδρύσει μια χειραφετητική σχέση με τους μαθητές του (απελευθερώνοντας τον ίδιο τον εαυτό του από τον ρόλο που του έχει ανατεθεί να επιτελεί), όταν, όπως έλεγε ο Franco Basaglia, θα είναι σε θέση, στην ερώτηση «πόσο κάνει ένα και ένα», να απαντήσει «τρία» (και να ανοίξει διάλογο για αυτό) και όχι «δύο», επιβάλλοντας τη σιωπή ως απάντηση στην όποια απορία – «γιατί έτσι ήταν, είναι και θα είναι τα πράγματα».
Έχοντας περισσότερη εξουσία παρά γνώση, ο δάσκαλος (το ίδιο όπως ο ψυχίατρος, ο «ειδικός» κάθε είδους κ.λπ.), για να μπορεί να επιτελεί πραγματικά τον εκπαιδευτικό του (θεραπευτικό κ.λπ.) ρόλο, πρέπει να είναι σε θέση να κρατάει ανοιχτή και «ζωντανή αυτήν την αντίφαση ανάμεσα σε γνώση και εξουσία και μέσω αυτής (της αντίφασης) να μεταδίδει τη γνώση του».
Μπορούμε τώρα να καταλάβουμε γιατί η ‘πέτρα’ που πετάει ένας αποκλεισμένος, αντί να μετατρέπεται σε ανάθεμα, μπορεί να μιλάει για όλη την κοινωνία. Μπορούμε, επίσης, να δούμε γιατί ριζικές αλλαγές στον χώρο της ψυχικής υγείας είναι δυνατές μόνο στη βάση αυτού του ευρύτερου κοινωνικού κινήματος, όπου οι αποκλεισμένοι, ή απειλούμενοι με αποκλεισμό, παίρνουν την τύχη τους στα χέρια τους, βαδίζοντας στην κατεύθυνση «του κινήματος που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων».
24/12/2008