Κάθε χρόνο στις 7 Δεκεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Αμβρόσιου, πολιούχου του Μιλάνου, ανοίγει με κάθε μεγαλοπρέπεια η νέα περίοδος και το λυρικό πρόγραμμα της διάσημης Όπερας της Σκάλας. Ένα απόλυτο κοσμικό γεγονός, που δεν περιορίζεται μόνον στα όρια της Ιταλίας, αλλά με πλανητικές διαστάσεις, καθώς η εμβέλεια της Σκάλας είναι πλανητική και πάντοτε ανάμεσα στους προσκεκλημένους βρίσκονται διεθνείς προσωπικότητες.
Φέτος μάλιστα, ανάμεσα στους θεατές της πρεμιέρας θα είναι και η Πάτι Σμιθ, του People have the Power. Μόνο που δεν θα έχει την ευκαιρία να το υπενθυμίσει -εάν θα το έκανε ποτέ- στην απούσα φέτος από την εκδήλωση νεοφασίστρια πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, η οποία μόλις πέρασε στη Βουλή δύο αμφιλεγόμενα και αντιδραστικά για τον λαό νομοσχέδια: αυτό για τον (ανύπαρκτο πλέον) κατώτατο μισθό και για την αυστηροποίηση του Μεταναστευτικού. Απών θα είναι και ο πρόεδρος Σέρτζο Ματαρέλα λόγω υποχρεώσεων.
Απών, από την πρεμιέρα της Σκάλας θα είναι και ο παράγοντας κοινωνία των πολιτών. Η οποία θα όφειλε να είναι ενοχλημένη από τον νέο ελλειμματικό προϋπολογισμό που έχει καταθέσει η κυβέρνηση Μελόνι, του οποίου οι περικοπές σε πολλούς κλάδους και τις φοροαπαλλαγές για τους «κατέχοντες» αυξάνουν ακόμη περισσότερο τις ανισότητες που τρανταχτά σκιαγραφούνται στο φαντασμαγορικό γκαλά που συνοδεύει την πρεμιέρα της Σκάλας.
Αλλά και η παρουσία του Ματέο Σαλβίνι στην πρεμιέρα «ως βέρου Μιλανέζου», όπως δήλωσε ο ίδιος, θα έπρεπε να ενοχλεί μέρος της κοινής γνώμης -που άλλωστε το 2018, όταν βρισκόταν τότε για πρώτη φορά στην εξουσία η Λέγκα, τον είχε υποδεχθεί με αποδοκιμασίες. Και μάλιστα τότε, το 2018, οι αποδοκιμασίες είχαν συμπέσει και φυσικά συσχετισθεί με ένα μοναδικό γεγονός στην ιστορία του «θεσμού» της πρεμιέρας της Σκάλας, όταν στις 7 Δεκεμβρίου 1968, μία «σποντανεϊστική» παρέμβαση φοιτητών και αντιεξουσιαστών είχε επισκιάσει τη λαμπερή βραδιά της πρεμιέρας.
Σε εκείνην την ηχηρή παρέμβαση, πριν ακριβώς 55 χρόνια, όλοι στην Ιταλία, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο, αντιλήφθηκαν πως η χρονιά της εξέγερσης στην Ιταλία δεν θα τελείωνε εκείνον τον Μάη -όπως συνέβη στη Γαλλία ή τη Γερμανία. Αυτό το ήσσονος, τη στιγμή που συντελούνταν, επεισόδιο, έμελλε στην ουσία να αντιμετωπίζεται κατόπιν ως μία από τις συντελεστικές και αφετηριακές πράξεις στον «μακρύ ιταλικό Μάη του ‘68», που διήρκεσε πάνω από 10 χρόνια.
Κι όπως όλες οι φωτιές κι εκείνη ξεκίνησε από μία πολύ μικρή, έως αμελητέα επιφανειακά, θρυαλλίδα. Μια αυθόρμητη εκδήλωση διαμαρτυρίας, ούτε καν μία οργανωμένη διαδήλωση, κατόρθωσε με τον συμβολισμό της να σφραγίσει την ιστορία ενός κινήματος αντιεξουσιαστικού και πολιτικής αυτονομίας. Ένα κίνημα, που κυοφορείτο και πάλι στο Μιλάνο πριν το ‘68 με τις καταλήψεις και που τον επόμενο Δεκέμβριο, πάλι στην ίδια πόλη επρόκειτο να πάρει τα έντονα χαρακτηριστικά της πλατιάς εξέγερσης και διαμαρτυρίας έπειτα από την θρασύδειλη βομβιστική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα και την «εκπαραθύρωση» του αναρχικού Πίνο Πινέλι. Όμως εκείνη τη στιγμή, τα αυγά και οι διαμαρτυρίες των νεαρών ενάντια στο πλήθος από καλοντυμένους κυρίους με τα σμόκινγκ και τις λαμπερές συνοδούς τους με τα πανάκριβα φορέματα και τα κοσμήματα, κανένας δεν υποψιαζόταν ότι ένα τόσο μικρό γεγονός θα είχε στη συνέχεια μία τέτοια σημασία.
Και τούτο γιατί κι αυτό το επεισόδιο δεν ήταν ακριβώς μεμονωμένο, δεν παρήχθη εν κενώ. Ξεδιπλώθηκε μέσα στο πλαίσιο της έντασης που είχε δημιουργήσει σε ολάκερη τη χώρα η σφαγή στην Άβολα στις 2 Δεκεμβρίου. Τότε που η αστυνομία άνοιξε πυρ ενάντια στους ξωμάχους, που διαδήλωναν για την αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου που έπαιρναν οι χειρώνακτες ακτήμονες, οι εργάτες στα χωράφια και σε άλλους τομείς.
Η είδηση για τους δύο νεκρούς και τους 44 τραυματίες συντάραξε όλη τη χώρα, από την επομένη μεγάλες διαδηλώσεις διοργανώθηκαν στη Ρώμη, το Μιλάνο κι άλλες μεγάλες πόλεις. Μπορεί την όχι τόσο μακρινή δεκαετία του ‘50 τέτοια επεισόδια, με δολοφονίες διαδηλωτών από την αστυνομία, η πρακτική τούτη να ήταν αναμενόμενη, όμως μετά τη σφαγή στο Ρέτζο Εμίλια (στη διάρκεια της κυβέρνησης Ταμπρόνι, που στήριζε το νεοφασιστικό κόμμα MSI του πολιτικού μέντορα της Μελόνι Τζόρτζο Αλμιράντε) τα πράγματα φαινομενικά είχαν αλλάξει.
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1968 η αστυνομία του Μιλάνου, ναι μεν είχε λάβει τα μέτρα της για να αντιμετωπίσει μεγάλες διαδηλώσεις, κλείνοντας σημαντικές αρτηρίες γύρω από το κέντρο, αλλά δεν περίμενε σε καμία περίπτωση ένα τέτοιο επεισόδιο. Μάλιστα, καλού-κακού το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, υπό τον σοσιαλιστή δήμαρχο Άλντο Ανιάζι, είχε αποφασίσει η πρεμιέρα να μην παρουσιάζει τη συνήθη επιδειξιομανία της, που πιθανώς θα προκαλούσε το κοινό αίσθημα. Το θέατρο δεν φωταγωγήθηκε άπλετα, τα 12.000 γαρύφαλλα που συνήθως στόλιζαν το πάλκο και τα θεωρεία δεν στήθηκαν, ούτε οι ορχιδέες που δώριζε ένα διάσημο χρυσοχοείο, ενώ στους φωτογράφους που έλουζαν συνήθως με τα φλας τους τους προσκεκλημένους συστήθηκε να είναι πιο διακριτικοί. Ακόμη και το καθιερωμένο λουκούλλειο δείπνο μετά την πρεμιέρα ματαιώθηκε. Προληπτικά μέτρα που δεν καλάρεσαν σε πολλές καθωσπρέπει Μιλανέζες, που ακριβώς την εσπέρα ταύτην περίμεναν όλο το έτος για να επιδείξουν τα κοσμήματα και τα νεοραμμένα φορέματά τους. Και φυσικά, πολλές απ’ αυτές -όπως και τους συνοδούς τους-δεν τήρησαν την οδηγία να αποφύγουν το επίσημο ένδυμα.
Η διαμαρτυρία οργανώθηκε εντελώς εκ των ενόντων και σχεδόν επί τόπου από ένα κομμάτι του φοιτητικού κινήματος του Μιλάνου, το οποίο ήδη είχε αρχίσει -μετά τις καταλήψεις και τις διαδηλώσεις του ‘67 και του ‘68 να διαμορφώνει τάσεις και διαφορές στην πολιτική και την οργάνωσή του. Άρχισαν να οργανώνονται και οι πρώτες ομάδες κρούσεις, οι περιώνυμοι «Κατάνγκα», που επέπρωτο να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στις συγκρούσεις στους δρόμους μετά την βομβιστική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα, που έφερε το κίνημα σε στάση άμυνας, αρχικά, απέναντι στη «στρατηγική της έντασης» του κράτους και των νεοφασιστικών μοχλών του και στη συνέχεια με την «τακτική της τριβής» της τρομοκρατίας στα Μολυβένια Χρόνια του ‘70. Τον Δεκέμβριο όμως εκείνο τα πράγματα ήσαν ακόμα στα σπάργανα.
Η ιδέα να υπάρξει μία παρέμβαση στη Σκάλα του Μιλάνου διαδόθηκε την επομένη της Άβολα από στόμα σε στόμα. Και φυσικά ο πρωτόγονος τούτος τρόπος καλέσματος δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία. Το βράδυ, μπροστά στη Σκάλα, υπήρχαν μόνο μερικές εκατοντάδες φοιτητές και μαθητές. Για λίγη ώρα η όλη σκηνοθεσία περιοριζόταν σε μερικά πλακάτ με συνθήματα όπως «οι ξωμάχοι της Άβολα σας εύχονται καλή διασκέδαση» ή «Πλούσιοι, διασκεδάστε όσο προφταίνετε»). Λίγα σφυρίγματα άρχισαν να ακούγονται όσο κατέφθαναν οι υψηλοί θεατές και κάποιος άρχιζε να τραγουδάει το Bandiera Rossa ή να φωνάζει ρυθμικά «Χο-Τσι-μιν». Μέχρι τη στιγμή που ένα πολύ καλοντυμένο ζευγάρι, εκείνος με σμόκιν, εκείνη με κοσμήματα, είχαν την κακή ιδέα να περάσουν πολύ κοντά από τους διαδηλωτές. Τους οποίους προσπάθησε να συγκρατήσει, όχι για πολύ ώρα, ένα αστυνομικό άγημα. Τότε έφυγε ένα αυγό, που έσκασε στο σμόκιν του κυρίου και πιτσίλισε αρκετά και το φόρεμα της κυρίας. Το πρώτο αυγό ακολούθησε και μία βροχή από άλλα αυγά, αλλά και ώριμους λωτούς.
Υπό άλλες συνθήκες, η επέμβαση και μάλιστα με σκληρό τρόπο της αστυνομίας θα ήταν αναπόφευκτη. Έπειτα από την Άβολα όμως, η αυτοσυγκράτηση ήταν στην ημερήσια διάταξη. Έτσι, η αστυνομία άφησε τη βροχή από αυγά να χαλάσει τα ρούχα των θεατών χωρίς να επέμβει. Όταν κάποια στιγμή η ένταση φαινόταν ότι πλησίαζε ένα κρίσιμο όριο, επενέβη ο ηγέτης του φοιτητικού κινήματος Μάριο Καπάνα. Πλησιάζοντας τους αστυνομικούς και τους απευθύνθηκε -με τον ίδιο τρόπο που θα έκανε ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι γράφοντας για τα επεισόδια στη Βίλα Τζούλια στη Ρώμη. Μιλώντας στους αστυνομικούς ο Καπάνα είπε: «Είστε κι εσείς εργάτες, αδέρφια των εργατών που σκοτώθηκαν στην Άβολα, προέρχεστε από οικογένειες αγροτών στο νότο. Δεν είμαστε θυμωμένοι μαζί σας. Ας παλέψουμε όλοι μαζί». Έστω και εάν τα λόγια του Καπάνα δεν συγκίνησαν ταξικά τους αστυνομικούς, τουλάχιστον απέτρεψαν μία υποτροπή των επεισοδίων και κυρίως λειτούργησαν επικοινωνιακά. Η εκδήλωση, ως μέγιστο κοσμικό γεγονός, καλυπτόταν ζωντανά από την κρατική τηλεόραση Rai κι έτσι ακόμη και στη διάρκεια της διαμαρτυρίας, η εικόνα διαδόθηκε ταχύτατα και όσο εξελισσόταν η βραδιά άρχιζαν να συρρέουν και άλλοι διαδηλωτές.
Η διαμαρτυρίες στη Σκάλα θα συνεχίζονταν και κατοπινά, αλλά με πολύ διαφορετική μορφή από εκείνη του ‘68. Όταν το 1976 οι κύκλοι του προλεταριάτου και της νεολαίας του Μιλάνου αποφάσισαν να επαναλάβουν μία διαμαρτυρία όπως οκτώ χρόνια πριν η αστυνομία αντέταξε 5.000 καραμπινιέρους. Οι συγκρούσεις κράτησαν ώρες και αντί για αυγά πέταξαν μολότοφ. Τα επεισόδια τελείωσαν με 25 συλλήψεις. Το 1984, όταν πια οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες είχαν φθάσει πλέον στο τέλος τους, οι τελευταίες ομάδες της αριστεράς, ιδιαίτερα της «Προλεταριακής Δημοκρατίας», επέστρεψαν στη Σκάλα. Ο πρόεδρος Περτίνι και ο πρωθυπουργός Κράξι αναγκάσθηκαν να εισέλθουν κρυφά από μια πλαϊνή πόρτα. Αλλά ήταν οι τελευταίες φωτιές και ακόμη και οι διαδηλωτές, εκείνη την εποχή, κατά βάθος το ήξεραν.
Μπορεί μεν το επεισόδιο στη Σκάλα, πέρα από τον συμβολισμό του, να είχε θύματα μόνο κάποια σμόκιν και ακριβά φορέματα, όμως η αυθόρμητη διαμαρτυρία του Δεκέμβρης του ’68 προετοίμαζε και μία τραγωδία. Στις 31 Δεκεμβρίου η ομάδα της οργάνωσης Potere Operaio, της οποίας ο πιο γνωστός ηγέτης ήταν ο πολυκυνηγημένος Αντριάνο Ζόφρι, οργάνωσε στην Πίζα μια διαμαρτυρία εμπνευσμένη σαφώς από αυτή της Σκάλα, στο εκεί λυρικό θέατρο της Bussola, στη Βερζίλια. Οι φοιτητές είχαν εφοδιαστεί με φρούτα και λαχανικά αλλά αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το Μιλάνο, η αντίδραση της αστυνομίας ήταν εξαιρετικά βίαιη. Οι διαδηλωτές έστησαν οδοφράγματα με ενοικιαζόμενα πλωτά που πήραν από την παραλία. Ακούστηκαν κάποια στιγμή πυροβολισμοί από την άλλη πλευρά, αλλά δεν έχει εξακριβωθεί ποτέ εάν προέρχονταν από τους καραμπινιέρους ή από κάποιον από τους «υψηλούς» προσκεκλημένους στη Bussola. Ένα 16χρονο αγόρι, ο Σοριάνο Τσεκάντι τραυματίσθηκε από σφαίρα και παρέμεινε έκτοτε παράλυτος. Στη συνέχεια θα γίνει πρωταθλητής ξιφασκίας σε αναπηρικό καροτσάκι.
Αλλά εκείνος ο Δεκέμβρης δεν αφορούσε μόνο τους φοιτητές και τις διαμαρτυρίες τους. Στο Τορίνο οι διαδηλώσεις για την Άβολα σύντομα πήραν διαστάσεις έμπρακτης διεκδίκησης μισθών στη Fiat και κατέληξαν στις πρώτες κοινές συνελεύσεις εργατών-φοιτητών. Στο Μιλάνο οι φοιτητικές διαδηλώσεις συντονίσθηκαν με τη μακρά και τεταμένη σύγκρουση των εργαζομένων στην Pirelli. Η εργατική-φοιτητική συνέλευση του Τορίνο θα εμφανιζόταν ξανά, με μη επεισοδιακές μορφές, τον Μάιο του ’69 όμως η σύγκρουση με την εργοδοσία στη Fiat ξέφυγε εντελώς από τη διοίκηση των συνδικάτων. Οι εργαζόμενοι συνέχισαν μόνοι τους για δύο μήνες τον αγώνα, αγνοώντας την σύμβαση που υπέγραψαν τα συνδικάτα. Μόνος συντονιστής των αγώνων έγινε η συνέλευση εργατών-φοιτητών που συνεδρίαζε σε ένα μπαρ μπροστά στο Μιραφιόρι. Τα συνδικάτα πήραν το μήνυμα και αντέδρασαν γρήγορα. Όταν ανανεώθηκαν οι συμβάσεις, μετά το καλοκαίρι, εφάρμοσαν ένα εντελώς νέο μοντέλο, αυτό των «συμβουλίων εργασίας», που ανέλαβε πολλά από τα βασικά αιτήματα και απαιτήσεις των εργαζομένων. Δημιουργήθηκε έτσι η μαγιά εκείνη της αμφισβήτησης (φοιτητών και εργατών) απέναντι προς το Ιταλικό ΚΚ και τους Σοσιαλιστές, που αργότερα θα γίνει ένοπλη αμφισβήτηση στον «ιστορικό συμβιβασμό» με τους Χριστιανοδημοκράτες, που θα σημάδευε ολάκερη την κατοπινή 10ετία.
Ο Δεκέμβρης εκείνος δεν ήταν το τέλος του ’68 αλλά η αρχή και το προμήνυμα του 1969 και του «θερμού φθινόπωρού» του, της πραγματικής χρονιάς της εξέγερσης στην Ιταλία, εκείνης που θα μεταμόρφωνε τη «χρονιά των φοιτητών» στην «κόκκινη δεκαετία».