Αναλύσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας πώς κατά τη γνώμη μας και από ποιους σκηνοθετήθηκε η υπερπαραγωγή της δήθεν ελληνοτουρκικής ειρήνης.
Όσο πιο μεγάλη είναι η φάκα, τόσο περισσότερο πρέπει να φαίνεται το τυρί. Και επειδή στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει καν τυρί, έπρεπε το σκηνικό να είναι εντελώς άψογο, για να μην τρομάξει το «προς εκτέλεση» ζωάκι, ο ελληνικός λαός δηλαδή. (Αν σας φαίνονται βαριές οι εκφράσεις που χρησιμοποιώ, σας καταλαβαίνω, κάντε όμως παρακαλώ λίγο υπομονή, διαβάστε όλο το επιχείρημά μου και μετά δεχτείτε το ή απορρίψτε το).
Ας φύγουμε όμως τώρα από τη μελέτη των εντυπώσεων και ας πάμε στη μελέτη της σκληρής πραγματικότητας.
Πριν από κάμποσα χρόνια, ξεκινώντας από την κυβέρνηση Τσίπρα και συνεχίζοντας με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η Ελλάδα υιοθέτησε, τελούσα εν πλήρει ασυναρτησία και πλήρει εξαρτήσει, όπως και η Κύπρος, μια σειρά επικίνδυνων τυχοδιωκτισμών, άνευ ρεαλιστικής προσδοκίας πιθανού οφέλους για τη χώρα και τη υποδείξει τρίτων, της ομάδας του Νετανιάχου – εν προκειμένω, όχι μόνο πρωθυπουργού του Ισραήλ, αλλά και επικεφαλής μιας ολόκληρης τάσης, της πλέον πολεμαχαρούς, στον «πυρήνα» της «Αυτοκρατορίας της Παγκοσμιοποίησης», του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου.
Τώρα, ο Μητσοτάκης αποφάσισε να περάσει, τη εντολή Ουάσιγκτον και με τη σύμφωνη γνώμη Γερμανίας, στην ακριβώς αντίθετη πολιτική, μια εξίσου επικίνδυνη πολιτική κατευνασμού (χωρίς όρους, εγγυήσεις και ανταλλάγματα) του τουρκικού εθνικισμού και μιλιταρισμού. Αυτή άλλωστε είναι και η πολιτική που πάγια προτιμά η ελληνική ολιγαρχία, εκτός της περίπτωσης που ένας ξένος «νταβατζής» της πει να κάνει την αντίθετη. Θέλει να τάχει καλά με όλους τους ξένους, τουλάχιστο τους ξένους από τη «συλλογική Δύση», να είναι ήσυχη και, χωρίς μπελάδες στο κεφάλι της, να την αφήνουν να απομυζά ανενόχλητη τη χώρα και να κάνει μπίζνες με το εξωτερικό, της Τουρκίας περιλαμβανομένης (ενδεικτικά εδώ ένα χαρακτηριστικό δημοσίευμα που βρήκα εύκολα με μια τυχαία αναζήτηση, χωρίς κανένα συστηματικό ψάξιμο Μπίζνες Πάτση υπό το βλέμμα της Ντόρας στην… αυλή του Ερντογάν). Με την Τουρκία ειδικά δεν θέλει πολλά-πολλά, γιατί φοβάται ότι στην πρώτη κρίση θα εξευτελιστεί.
Μια ηγεσία που δεν μπορεί να εμποδίσει τα τρένα να τρακάρουν μετωπικά, τα ασθενοφόρα να φτάνουν κατόπιν εορτής στους αρρώστους και τις στρατιωτικές βάσεις να αυτοανατινάζονται, μάλλον θα δυσκολευόταν να χειριστεί κρίσεις στο Αιγαίο ή την Κύπρο. Όπως λέει ο λαός όμως, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Εκεί που περισσεύει το ψέμα και η υποκρισία (και αυτό συμβαίνει, όπως θα δούμε, με τις διακηρύξεις των Αθηνών και τα άλλα κωμικοτραγικά που συνέβησαν κατά την επίσκεψη Ερντογάν), εκεί φυτρώνουν και οι σπόροι των μεγάλων μελλοντικών κρίσεων.
Τουρκικές απειλές και διεκδικήσεις
Εδώ και δύο χρόνια ο Ερντογάν αύξησε κατακόρυφα τις απειλές του κατά της Ελλάδας περιλαμβανομένης της απειλής να βομβαρδίσει την Αθήνα και της απειλής να εισβάλλει στην Ελλάδα (που συμπυκνώνει το τραγούδι «Θα έρθω ένα βράδυ», το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως σύνθημα κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο).
Η Αθήνα δεν απάντησε καν σε αυτές τις πρωτοφανείς στα χρονικά απειλές. Έκανε ότι δεν καταλαβαίνει τι λέει ο πρόεδρος της Τουρκίας. Ακόμα και αν κάποιος όντως θεωρεί ότι αυτές οι απειλές δεν είναι σοβαρές (Και πως μπορεί να είναι σίγουρος; Πόσο σοβαρός πρέπει να θεωρηθεί ένας πρωθυπουργός και μια κυβέρνηση που τις παίρνουν ελαφρά;) και μόνο το γεγονός ότι ένα κράτος απειλεί ένα γειτονικό και αυτό δεν διαμαρτύρεται καν, απλώς γελοιοποιεί και εξευτελίζει τον αποδέκτη των απειλών. Ποιος θα πάρει στα σοβαρά ένα κράτος που κάνει ότι δεν καταλαβαίνει; (Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος που, όπως θα δείξουμε, ο Ερντογάν «τα πήρε όλα κι έφυγε». Κατάλαβε τι ποιότητα κράτος έχει απέναντί του).
Οι ωμές απειλές κατά της Ελλάδας ήρθαν να προστεθούν στις γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και τις απειλές κατά ξένων εταιρειών, στην εμφάνιση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», στη δυναμική εμφάνιση του Ορούτς Ρέις και του τουρκικού ναυτικού στην ανατολική Μεσόγειο, στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, με το οποίο η Άγκυρα διεκδικεί τη μισή Μεσόγειο, στις απειλές ότι το τουρκικό casus belli για επέκταση των χωρικών υδάτων ισχύει και πέραν του Αιγαίου, στη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Επιπλέον, η Τουρκία όχι μόνο αύξησε κατακόρυφα τις πιέσεις να αποστρατιωτικοποιηθούν τα νησιά του Αιγαίου, αλλά και αμφισβήτησε το κατά πόσον μπορεί η Ελλάδα να διατηρεί την κυριαρχία της σε αυτά, εφόσον δεν τα αποστρατιωτικοποιεί, ενώ άρχισε να θέτει και ζήτημα τουρκικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα.
Ακόμα και ερχόμενος στην Αθήνα, ο Ερντογάν είχε το θράσος να μην αποσύρει πλήρως τις απειλές του, που πάλι έκανε ότι δεν κατάλαβε ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του! Ερωτηθείς σχετικά από την «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», την «Καθημερινή» δηλαδή, στη «συνέντευξη»-διάγγελμα προς τους Έλληνες που έδωσε, αν απειλεί την Ελλάδα, ο Ερντογάν απήντησε ότι δεν απειλεί την Ελλάδα, αν η Ελλάδα δεν απειλεί την Τουρκία. Αυτό όμως δεν είναι μια γενικόλογη έκφραση. Γιατί η Τουρκία έχει εξηγήσει ότι θεωρεί απειλή την στρατιωτικοποίηση των νησιών.
Διατήρησε επίσης, πριν έρθει στην Αθήνα και ευρισκόμενος στην Αθήνα, το σύνολο των διεκδικήσεών του από την Ελλάδα και την Κύπρο, όπως την εμμονή σε λύση του Κυπριακού με βάση τις «πραγματικότητες» (δηλαδή το αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και κατοχής), «αναβάθμισε» τη μειονότητα της Θράκης σε τουρκική και, εμμέσως πλην σαφώς, διατήρησε το σύνολο των τουρκικών εδαφικών και άλλων διεκδικήσεων στο Αιγαίο, ζητώντας να πάμε στη Χάγη, αλλά για το σύνολο των θεμάτων. Το σύνολο περιλαμβάνει και τις τουρκικές διεκδικήσεις.
Λίγες μέρες πριν έρθει ο Ερντογάν στην Αθήνα, ο τουρκικός στρατός προκάλεσε επεισόδια στη «νεκρή ζώνη» της Κύπρου.
Αν εξαιρέσουμε ότι ο Μητσοτάκης είπε ότι η μειονότητα είναι μουσουλμανική, απέφυγε να απαντήσει στο σύνολο όλων αυτών των τουρκικών απόψεων και να αναφέρει, έστω και για λόγους διαπραγματευτικούς:
- την παρατεινόμενη κατοχή μεγάλου μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον τουρκικό στρατό και τη συνακόλουθη διαρκή αντικειμενική απειλή κατά των Ελληνοκυπρίων, παρά τις αποφάσεις του ΟΗΕ που ζητούν την απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων ανεξαρτήτως της λύσης ή μη λύσης του Κυπριακού,
- την ύπαρξη ενός τεράστιου, του μεγαλύτερου στον κόσμο, αποβατικού στόλου απέναντι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου,
- την ισχύουσα πάντοτε απόφαση της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, που απειλεί την Ελλάδα με πόλεμο, σε περίπτωση επέκταση των χωρικών της υδάτων, σε εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS),
- τις απαράδεκτες απειλές Ερντογάν ότι θα βομβαρδίσει την Αθήνα και θα εισβάλλει στην Ελλάδα.
Προφανώς δεν τα ανέφερε αυτά, γιατί δεν έκανε διαπραγμάτευση. Είχε τελειώσει τα θέματα, τη ευγενεί φροντίδι της αμερικανικής διπλωματίας και των πρακτόρων της. Αλλά και πιο πριν δεν τα ανέφερε, ακόμα και στο μάξιμουμ της έντασης με την Τουρκία. Ένα αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι ότι επί δεκαετίες, η παγκόσμια κοινή γνώμη δεν ακούει τίποτα ούτε για τουρκική κατοχή και απειλή στην Κύπρο, ούτε για τουρκική απειλή στην Ελλάδα. Ακούει (με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις) ότι απειλούμε την Τουρκία διατηρώντας στρατό στα νησιά.
Τέτοιες αβρότητες δεν ξέρει η Άγκυρα. Για αυτό και υπέγραψε τη Διακήρυξη των Αθηνών, διατηρώντας παράλληλα (και λέγοντάς το) το σύνολο των διεκδικήσεών της σε Αιγαίο, Θράκη και Κύπρο, διεκδικήσεις που ποτέ δεν ήταν τόσο πολλές στην ιστορία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.
Η Διακήρυξη της Ντροπής
Η διακήρυξη των Αθηνών ήταν το αποκορύφωμα μιας διπλωματίας της πλήρους και ταπεινωτικής συνθηκολόγησης, του πλήρους εξευτελισμού. Το επαναλαμβάνουμε. Ποτέ στην ιστορία τέτοια πολιτική δεν οδήγησε στην ειρήνη. Πάντα οδήγησε σε χειρότερες κρίσεις, ακόμα και σε πολέμους. Και οι διακηρύξεις φιλίας υπογράφονται, αν χρειάζεται να υπογραφούν, μετά, όχι πριν τη λύση των προβλημάτων. Πριν τις απαιτούν οι Αμερικανοί για να υποχρεώσουν τους εμπλεκόμενους να κινηθούν στα δικά τους πλαίσια, όπως γουστάρουν οι ΗΠΑ.
Είναι απλώς αδιανόητο και εξευτελιστικό η Ελλάδα να διακηρύσσει ότι είναι φίλη με μια χώρα που έχει εισβάλλει και κατέχει πάντα τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, απειλεί έργω και νόμω την Ελλάδα και διεκδικεί εδάφη της. Δηλαδή τι άλλο θα έπρεπε να κάνει μια χώρα για να θεωρηθεί εχθρική και όχι φιλική;
Στην ιστορία και των ανθρώπων και των λαών, οι παραλογισμοί πληρώνονται στο τέλος και όσο πιο μεγάλοι είναι, τόσο πιο μεγάλο και το κόστος. Δεν θα επιμείνουμε στα υπόλοιπα πολύ προβληματικά στοιχεία αυτού του κειμένου, όπως τη δέσμευση να μην προχωράνε οι δύο χώρες σε δηλώσεις και ενέργειες που μπορούν να βλάψουν την ειρήνη. Μα εδώ Ελλάδα και Τουρκία διαφωνούν ως προς το ποιες είναι τέτοιες δηλώσεις και ενέργειες, ακόμα και τη στιγμή που υπογράφουν τη συμφωνία.
Εκτός αν, όπως είναι πολύ πιθανό, ο Μητσοτάκης τα έχει δώσει ήδη όλα. Θα δείξουμε σε επόμενο άρθρο, γιατί είναι εξαιρετικά πιθανό αυτό να έχει ήδη συμβεί, τουλάχιστο προφορικά. Σύμφωνα εξάλλου με τις πληροφορίες μας, το μόνο που ζήτησε ο πρωθυπουργός από τους Αμερικανούς είναι να κάνουν υπομονή μέχρι τις ευρωεκλογές και μόνο μετά να ανακοινωθεί τι θα περιέχει η «Μεγάλη Εγχείρηση» που θα μας απαλλάξει από τους μπελάδες των εθνικών μας θεμάτων, κατά τη γνωστή θεραπευτική μέθοδο «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι».
——————
Σημείωση:
Δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση δεν υπερασπίστηκε ούτε τα πιο ζωτικά ελληνικά συμφέροντα κατά τη συνάντηση με τον Ερντογάν. Φρόντισε όμως να διαβεβαιώσει με τις ανακοινώσεις της ελληνοτουρκικής συνάντησης, χωρίς καν να υπάρχει λόγος που να απορρέει από τις συζητήσεις, τους «φίλους» της, δηλαδή την κυβέρνηση του Ισραήλ (αυτή που παρακολουθεί τους πάντες σε Ελλάδα και Κύπρο), την κυβέρνηση που πραγματοποιεί, αυτή τη στιγμή ακριβώς, ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τη φρικώδη γενοκτονία των Παλαιστινίων, ότι διαφωνεί με τον Ερντογάν στο Μεσανατολικό, στο μόνο ζήτημα δηλαδή που ο Τούρκος πρόεδρος έχει δίκιο! Αιδώς Αχρείοι.