Στις συλλήψεις 11 ατόμων με την κατηγορία της σύστασης πολυμελούς εγκληματικής οργάνωσης που «ξάφριζε» από το ελληνικό κράτος εκατομμύρια ευρώ με τη χρήση πλαστών εγγράφων προχώρησε σήμερα η Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ).
Όπως ανακοινώθηκε, η πολυμελής εγκληματική οργάνωση (στην οποία συμμετείχαν άλλα 12 άτομα) χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα, δραστηριοποιούνταν στη διασυνοριακή απάτη στον ΦΠΑ και στην απατηλή λήψη επιστρεπτέων προκαταβολών, μέσω της σύστασης ανύπαρκτων συναλλακτικά εταιρειών.
Η δικογραφία σε βάρος τους αναφέρειτα αδικήματα τηςπλαστογραφίας, της απάτης κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου και των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατηγορούνται επίσης για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για παράβαση των νόμων περί όπλων, επιβλαβών φαρμάκων και του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, ενώ, παράλληλα, στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμα 23 άτομα.
Οι κατηγορούμενοι είχαν συστήσει και ενταχθεί σε εγκληματική οργάνωση με διάρκεια και συγκεκριμένη δομή και οργάνωση, με σκοπό τη συγκάλυψη της μη απόδοσης ΦΠΑ ή της παράνομης θεμελίωσης δικαιώματος επιστροφής ΦΠΑ, την είσπραξη παράνομου οικονομικού όφελος και την παρακράτηση παράνομων οικονομικών ενισχύσεων από τα ταμεία του ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω ανύπαρκτων εταιριών εμπορίας προϊόντων τεχνολογίας ή νομικών οντοτήτων που έχουν τα χαρακτηρίστηκα του «εξαφανισμένου εμπόρου».
Τα μέλη της σπείρας για να αποφεύγουν την αποκάλυψη της δράσης τους από τις διωκτικές Αρχές, φρόντιζαν να ιδρύουν νέες νομικές οντότητες, να τοποθετούν διαρκώς νέα μέλη ως διαχειριστές και να καλύπτουν τις εικονικές εμπορικές συναλλαγές μέσα από ένα πλέγμα τραπεζικών κινήσεων συνδυασμένο με αναντιστοιχίες μεταξύ περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ σε σχέση με τις τραπεζικές πιστώσεις και τις χρεώσεις τηρούμενων λογαριασμών.
Ως εκ τούτου, εκδίδονταν από τις φορολογικές αρχές αποφάσεις ως «αχρεωστήτως καταβληθέντα» σε βάρος των ανύπαρκτων προσώπων ή «αχυρανθρώπων», αποστερώντας τη δυνατότητα ανάκτησής τους και αποφεύγοντας τις ποινικές και διοικητικές κυρώσεις σε βάρος των μελών της οργάνωσης.
Εν τέλει, η οργάνωση κατέστησε 69 οντότητες παράνομα δικαιούχους των ενισχύσεων, λαμβάνοντας συνολικά 9.695.525,34 ευρώ, ενώ μέσω ακόμη 13 εταιριών αποπειράθηκαν να εισπράξουν επιπλέον 3.582.066 ευρώ.