Βενεζουέλα-Γουιάνα: μία διένεξη, που μετρά δύο αιώνες και ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής, κινδυνεύει να προκαλέσει ανατροπές στην εύθραυστη πάντα κατάσταση στη λατινοαμερικανική ήπειρο. Η κλιμάκωση που σάλπισε ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο, τόσο με το δημοψήφισμα της 3ης Δεκεμβρίου, όσο και με το νομοσχέδιο για την προσάρτηση της περιοχής του Εσεκίμπο, που διοικητικά ανήκει από το 1899 στη γειτονική Γουιάνα, έχει φέρει τις δύο χώρες σε πολεμική ετοιμότητα.
Και μαζί με αυτές συμπαρασύρει και τις ΗΠΑ -που έσπευσαν να οργανώσουν στρατιωτικά γυμνάσια με τις δυνάμεις της Τζορτζτάουν- αλλά και τη Βραζιλία, που συνορεύει και με τις δύο οιωνεί εμπόλεμες χώρες. Το θέμα της διένεξης Γουιάνας και Βενεζουέλας αναστάτωσε επίσης τις εργασίες του Mercosul, που εξέδωσε ανακοίνωση για καταλλαγή της έντασης, σε μία δύσκολη οικονομικά και πολιτικά περίοδο που η ήπειρος δεν θέλει αλλαγές στο status quo, οποιασδήποτε περιοχής της. Ιδίως σε εκείνες που σχετίζονται με τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της ηπείρου και που ενδέχεται να πυροδοτήσουν τοπικές εντάσεις, των οποίων οι συνέπειες εύκολα μπορούνε να διαδοθούν και σε άλλες χώρες.
Η περίπτωση που αφορά τη διεκδίκηση της περιοχής του Εσεκίμπο στα δυτικά της Γουιάνας είναι ακριβώς τέτοια. Ναι μεν η εκτεταμένη τούτη ζώνη αποτελεί εδαφικό μήλο της έριδος ανάμεσα στη Βενεζουέλα και τη Γουιάνα από τότε που η δεύτερη ανήκε ακόμη στη Μεγάλη Βρετανία και η πρώτη καλά καλά δεν είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της από την Ισπανία και χάνεται στις αρχές του 1800. Όμως τα δεδομένα για την επίμονη διεκδίκησή της πολλαπλασιάσθηκαν αφότου στη θαλάσσια επικράτεια του Εσεκίμπο ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου. Τα 46 κοιτάσματα έχουν εκτοξεύσει την παραγωγή της Γουιάνας στα 11.000 βαρέλια/ημέρα, καθιστώντας τη χώρα από παρία της οικονομίας σε σημαντική πετρελαιοπαραγωγό. Ξέχωρα το γεγονός ότι στην εκτεταμένη τούτη περιοχή (τρεις φορές το μέγεθος της Κούβας), που φιλοξενεί τους 125.000 από τους 800.000 κατοίκους της χώρας, βρίσκεται το σημαντικό χρυσωρυχείο του Ομάι. Σημαντική πηγή εσόδων για τη χώρα, καθώς παράγονται πάνω από 3,7 εκατ. ουγγιές του πολύτιμου μετάλλου. Και φυσικά, στο υπέδαφός της βρίσκονται και άλλα μέταλλα και ορυκτά (βωξίτης, αλουμίνιο, χαλκός, σίδηρος, διαμάντια κλπ), που την καθιστά επίζηλη, ενώ και τα υδρικά αποθέματά της, λόγω του εκτεταμένου δικτύου ποταμών της, αποτελούν άλλο έναν από τους φυσικούς της πλούτους.
Είναι φυσικό που η κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο έχει ανασύρει αυτή την παλαιά διαμάχη, μη αναγνωρίζοντας τόσο τη συμβιβαστική Απόφαση των Παρισίων του 1899 για την παραχώρηση της περιοχής στη (Βρετανική τότε) Γουιάνα, με βάση το uti possedetis juris (της χρησικτησίας τρόπον τινά) κατά την τότε εδαφική διαμάχη, αλλά και τη σύσταση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στις δύο χώρες να επιλύσουν ειρηνικά τη διαμάχη τους. Απεναντίας, ο Μαδούρο κλιμάκωσε τη διεκδίκηση, οργανώνοντας από τη μία το δημοψήφισμα για την ενσωμάτωση του Εσεκίμπο, ως της 24ης επαρχίας της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν θετικό, με ποσοστό 95%, αλλά ισχνότατη συμμετοχή -παρ’ όλο που η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως ξεπέρασαν οι ψηφοφόροι τα 10 εκατομμύρια. Και από την άλλη, ζήτησε από την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία PDVSA να συστήσει τη θυγατρική PDVSA-Esequibo και να αρχίσει να εκδίδει άδειες εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων. Επιπλέον, έχει ανοίξει ειδικό γραφείο, στο Τουμερέμο (την προσωρινή ανακηρυχθείσα από τον Μαδούρο «πρωτεύουσα» της νέας επαρχίας) ώστε να εκδίδει άδειες και πιστοποιητικά ιθαγένειας σε κατοίκους του Εσεκίμπο. Και σα να μην έφθανε αυτό, κήρυξε μία ζώνη άμυνας στην περιοχή με επικεφαλής τον στρατηγό Αλέξις Ροδρίγκες Καμπέγιο, ξάδελφο του»“υπ’ αριθμό δύο» του Τσαβισμού Ντιοσδάδο Καμπέγιο. Μία άνευ προηγουμένου κινητοποίηση και κλιμάκωση από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας που φέρνει την κατάσταση στα άκρα.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ίσως και η πιο βαθιά αιτία της κινητικότητας του Μαδούρο. Ο επίγονος του Ούγο Τσάβες βρίσκεται ίσως για πρώτη φορά αντιμέτωπος με μια επικείμενη ήττα στις επικείμενες εκλογές. Η ενωμένη αντιπολίτευση, με υποψήφια την Μαρία Κορίνα Ματσάδο ίσως συγκεντρώνει εκείνα τα ποσοστά για να εκτοπίσει τον Μαδούρο από την προεδρία στις εκλογές που θα διεξαχθούν μέσα στο 2024. Η παραπαίουσα οικονομική κατάσταση της χώρας (314% πληθωρισμός, αναιμική ανάπτυξη 1,4% για το 2023), αλλά και η εξουθένωση των κοιτασμάτων πετρελαίου (κεντρικό βραχίονα της οικονομίας) έχει ξεθωριάσει την εικόνα και του Τσαβισμού και του Μαδούρο προσωπικά.
Καθώς οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα έχουν προκαλέσει ανακατατάξεις στο διεθνές πολιτικο-γεωστρατηγικό προσκήνιο, ο Μαδούρο αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να υπολογίζει στη βοήθεια από τη Ρωσία ή την Κίνα, οι οποίες υπό το φώς των νέων εξελίξεων έχουν εστιάσει αλλού τα συμφέροντά τους. Βέβαια, ο ρωσικός παράγοντας είναι μία σταθερή επίκληση του Μαδούρο, που όμως δεν πείθει πλέον την κοινωνία της Βενεζουέλας. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση Μαδούρο κλιμάκωσε εκ νέου άλλον έναν γύρο συλλήψεων πολιτικών του αντιπάλων, στοχεύοντας στην αποδυνάμωση του αντιπολιτευτικού κινήματος. Μάλιστα, η υπόθεση του Εσεκίμπο του έδωσε την ευκαιρία να συλλάβει έναν Αμερικανό και ένα πολιτικό στέλεχος της αντιπολίτευσης για συνωμοσία με την πετρελαϊκή Exxon υπέρ της Γουιάνας.
Συνεπώς, ο ρόλος του «υπερασπιστή» του Βολιβαριανού παρελθόντος και της εθνικής κυριαρχίας και υπερηφάνειας της χώρας. Η κίνησή του να καταθέσει στις 5 Δεκεμβρίου και τον νόμο για την ανακήρυξη της περιοχής σε επίσημη επαρχία, εμφυσώντας εθνική υπερηφάνεια στον λαό του, εκτιμάται από τον Μαδούρο πως προάγει την εικόνα του ως αποφασιστικού ηγέτη. Ενός ηγέτη που είναι ικανός να αψηφά, τόσο τις προειδοποιήσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου «για να απόσχει από κάθε πράξη που αλλοιώνει την διαφιλονικούμενη εδαφική έκταση», αλλά και που στην κίνηση των ΗΠΑ να πραγματοποιήσουν κοινά στρατιωτικά γυμνάσια με τη Γουιάνα, εκείνος απάντησε παρατάσσοντας τις δυνάμεις της Βενεζουέλας στα σύνορα.
Ο πρόεδρος της Γουιάνας Ιρφάαν Άλι χαρακτήρισε ως πολεμική πρόκληση τις κινήσεις του Μαδούρο και επικαλέσθηκε τη στήριξη -όχι απλώς των ΗΠΑ-αλλά και των 15 κρατών της Κοινότητας της Καραϊβικής (Caricom), της Βρετανίας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Εντούτοις, ο Μαδούρο στην προκειμένη περίσταση ενδέχεται να είναι μόνος του στη διένεξη για το Εσεκίμπο. Πέρα από την αδιαφορία των «προστάτιδων» δυνάμεων, ο Μαδούρο δεν μπορεί να βασισθεί στη στήριξη άλλων λατινοαμερικανών ηγετών, που θεωρεί πως βρίσκονται στη δική του πλευρά. Η απάντηση των χωρών του Mercosur (Αργεντινή, Βολιβία, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Παραγουάη),την οποία προσυπέγραψαν η Χιλή, η Κολομβία, ο Ισημερινός και το Περού για «να αποφευχθούν μονομερείς ενέργειες, που αυξάνουν τις εντάσεις» και καλούν σε διάλογο, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στον Μαδούρο να ανεβάσει κι άλλο τους τόνους στο πραγματικό θέατρο της έντασης με τη Γουιάνα.
Η τελική υπαναχώρησή του για διάλογο με τη Γουιάνα είναι καρπός της διπλωματικής απομόνωσης στην οποία βρέθηκε. Ιδίως μάλιστα από εκείνον τον σύμμαχο στην περιοχή, από τον οποίο ανέμενε να τον στηρίξει ιδιαίτερα: τη Βραζιλία. Τη χώρα που εξάλλου μοιράζεται κοινά σύνορα με το Εσεκίμπο και προς την πλευρά της Βενεζουέλας, αλλά και κυρίως της Γουιάνας. Ο Μαδούρο έτρεφε ενδόμυχα την ελπίδα πως ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Λούλα, που του δαψίλευσε περισσότερες τιμές κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας του και τον κάλυψε στα συνέδρια των λατινοαμερικανικών κρατών, θα στηρίξει και το bravado του στη Γουιάνα. Πλανήθη όμως πλάνην οικτράν, καθώς ο Λούλα και βρέθηκε σε άβολη θέση στο εσωτερικό της χώρας του, αλλά και θυμήθηκε την αποστολή του διεθνούς διαμεσολαβητή που φιλοδοξεί να αφήσει ως παρακαταθήκη για το όνομά του.
Η Γουιάνα δεν αποτελεί μία αμελητέα ποσότητα για τη Βραζιλία. Πάνω από 300.000 Βραζιλιάνοι έχουν επιλέξει να μένουν στην περιοχή του Εσεκίμπο, ενώ μία σύρραξη ανάμεσα στη Βενεζουέλα και τη Γουιάνα θα είχε μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες στις όμορες περιοχές της Βραζιλίας, που συναλλάσσονται με την πλούσια σε ορυκτά και ευκαιρίες διαφιλονικούμενη περιοχή. Ο Λούλα αρχικά προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του στρατού για την αργοπορία του να αντιδράσει άμεσα με την έκρυθμη κατάσταση στα σύνορα, που απειλεί να αποσταθεροποιήσει τη γενικότερη περιοχή. Τελικά ο Λούλα ανέλαβε δράση, πρώτα αποστέλλοντας τον ειδικό πρεσβευτή Σέλσου Αμουρίμ στον Μαδούρο, στις 9 Νοεμβρίου συνομίλησε διαδικτυακά με τον πρόεδρο της Γουιάνας. Ενισχύοντας παράλληλα με τεθωρακισμένα την όμορη περιοχή της Ρουράιμα. «Εκείνο που δεν έχει ανάγκη η Νότια Αμερική είναι η σύγχυση. Δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να σκεπτόμαστε πως θα τσακωνόμαστε. Ελπίζω να πρυτανεύσει η κοινή λογική» και από τις δύο πλευρές, δήλωσε ο Λούλα. Ο Άλι έπειτα από τη συμφωνία για συνομιλίες με τον Μαδούρο, που επιτεύχθηκε έπειτα από την έντονη διπλωματική προσπάθεια, από την πλευρά του ευχαρίστησε τον Λούλα για τις υπηρεσίες του.
Η «επέλαση» του Μαδούρο προς τη γειτονική χώρα, μία κίνηση που εν πολλοίς θύμισε τη μεγαλομανή κατάληψη των Φώκλαντς από τη χούντα της Αργεντινής το ‘80, για να εξάψει τα εθνικά αισθήματα και να παγιώσει το καθεστώς της, προς το παρόν φαίνεται να βρίσκεται σε μια στάσιμη κατάσταση.
Ίσως οι αντίξοες διπλωματικές συνθήκες να συνέβαλαν, ώστε να το ξανασκεφθεί ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, που νοιώθει να τρίζει η καρέκλα του. Η προγραμματισμένη συνάντηση με τον Άλι, μπορεί να εκληφθεί και ως μία ακόμη «ηγεμονική» χειρονομία του Μαδούρο να κάνει ένα μεγάθυμο «άνοιγμα» προς μία αδύναμη χώρα. Ωστόσο, η εμπειρία έχει αποδείξει πως ο Μαδούρο είναι ένας απρόβλεπτος πολιτικός και κανείς δεν είναι απόλυτα βέβαιος ότι στο εγγύς μέλλον δεν θα ξαναχρησιμοποιήσει το χαρτί του Εσεκίμπο για την προσωπική του επιβίωση.