Όπως μάλλον είναι γνωστό σε όσες και όσους ενημερώνονται για τη σόου μπιζ, οι Ομπάμα έχουν τη δική τους εταιρεία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, την “Higher Ground”. Η εταιρεία συνεργάζεται με το Netflix και όπως η ίδια η ονομασία της υποδεικνύει σκοπεύει να δώσει βήμα στη διαφορετικότητα (πρωτότυπο έτσι;). Ίσως όχι πολύ συνηθισμένη ασχολία για έναν πρώην Πρόεδρο, αλλά και τι είναι συνηθισμένο από όσα συμβαίνουν εσχάτως;
Η εταιρεία αυτή συμμετείχε όμως στην παραγωγή μιας ταινίας, η οποία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι παρήχθη από τους Ομπάμα σήκωσε αρκετό ντόρο στους τόσο αγαπημένους μας κύκλους των (ίσως-και-όχι-τόσο) συνωμοσιολόγων. Πρόκειται για την ταινία «Άσε τον κόσμο πίσω». Ενημερώνοντας ότι το υπόλοιπο άρθρο περιλαμβάνει spoilers, έχουμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα χουλιγουντιανού τύπου πολιτικό θρίλερ. Πρέπει να τονίσουμε ότι μάλλον ο στόχος του σκηνοθέτη ήταν να δώσει με πιο εσωτερικές ερμηνείες ένα περιβάλλον τρομακτικής άγνοιας μπροστά σε ένα απροσδιόριστο γεγονός κατακλυσμιαίων διαστάσεων.
Τη διάρρηξη της καθημερινότητας, την ανησυχία που κλιμακώνεται σε φόβο και σε στιγμές πανικού, την άρνηση μπροστά στο Συμβάν. Το αίσθημα του ανίσχυρου μεσοαστού, ο οποίος θεωρεί ότι η τεχνολογία μπορεί πάντα να του δίνει λύσεις ή τουλάχιστον πληροφόρηση, με αποτέλεσμα να μη διαθέτει σχεδόν καμία άμυνα στην περίπτωση που αυτή καταρρεύσει. Την επίδραση του πολιτικού Συμβάντος στις προσωπικές σχέσεις, σε σημείου που να ξαναγνωρίζεις τον κόσμο γύρω σου (και όχι απλώς να μη σου αρέσει ιδιαιτέρως, αλλά να σε τρομοκρατεί). Τη συντριβή της «κανονικότητας» λόγω της ορμητικής εισόδου του αδιανόητου. Όλα αυτά θα μπορούσε να τα πετύχουν η ταινία και οι συντελεστές της σε κάτι περισσότερο από μια κατά βάση “feel good” εκδοχή, αν δεν επρόκειτο για μια ταινία με χολιγουντιανά κλισέ, αρκετή φλυαρία και ορισμένα σεναριακά κενά που προδίδουν ρηχότητα των χαρακτήρων. Βεβαίως επειδή μιλούμε για χαρακτήρες μεσοαστών (με τα δικά μας δεδομένα μεγαλοαστών, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία) μάλλον δικαιωματικών, «προοδευτικών» Δημοκρατικών σε ό,τι αφορά τους βασικούς πρωταγωνιστές, ίσως αυτό που φαίνεται ρηχό να συνιστά απλώς μια ρεαλιστική αποτύπωση.
Το κύριο όμως θέμα μας δεν είναι η καλλιτεχνική αποτίμηση, αλλά το σαφές πολιτικό μήνυμα. Η δημοκρατία στις ΗΠΑ (ή για να είμαστε πιο ακριβείς, το σημερινό πολίτευμα) και επομένως οι ίδιες οι ΗΠΑ κινδυνεύουν και μάλιστα όχι από έξω αλλά από μέσα. Δεν είναι πλέον οι εξωγήινοι, οι Ρώσοι, οι Κινέζοι, οι Άραβες τρομοκράτες, αλλά οι δυνάμεις μέσα στις ΗΠΑ που απειλούν τη σταθερότητα του συστήματος εξουσίας. Με μια κυβερνοεπίθεση, την πρόκληση πανικού, τον αποπροσανατολισμό και τη στάση ενός τμήματος των ενόπλων δυνάμεων, ό,τι θεωρούν δεδομένο οι σκεπτόμενοι, αλλά στην πραγματικότητα εφησυχασμένοι και κυνικοί πολίτες των ΗΠΑ (δηλαδή ένα συγκεκριμένο μέρος του πληθυσμού, το οποίο εν πολλοίς ψήφιζε και Ομπάμα) θα καταρρεύσει. («Έρχεται ο Τραμπ ηλίθιοι, ξυπνήστε»).
Τη στιγμή δε, που όλα αυτά εξελίσσονται, η μικρή κόρη της μίας οικογένειας έχει μόνο ένα άγχος: πώς τελειώνουν τα «Φιλαράκια». Η δικαιολογία που δίνει για αυτό είναι ολίγον τι μελοδραματική, αλλά η σύλληψη (και μάλιστα χωρίς ο σκηνοθέτης να την κρίνει) είναι καίρια: μια κοινωνία ή ένα τμήμα αυτής (όχι ευκαταφρόνητο), το οποίο επιζητεί να αποσύρεται από την πραγματικότητα γυρνώντας σε μια εποχή και σε έναν τόπο, γλυκερό, φιλόξενο, ανάλαφρο, που δεν υπήρξε ποτέ αλλά μας είναι τόσο οικείος. Ποπ κουλτούρα εναντίον πραγματικότητας: 1-0.
Οι δύο έφηβοι πρωταγωνιστές κινούνται μεταξύ πολιτικού σχολιασμού (κυρίως η κοπέλα που είναι μαύρη και βιώνει έναν υπόρρητο ρατσισμό) και φτιαξίματος (επίσης πολύ λογικό) του αγοριού εν μέσω τέλους του κόσμου. Ο έτερος, ενήλικας πρωταγωνιστής (πέρα από το να φλερτάρει τη Τζούλια Ρόμπερτς, μένοντας όμως τελικώς πιστός στο γάμο του, όπως και η Τζούλια Ρόμπερτς) στην πιο σημαντική του ατάκα μέσα στην ταινία λέει αυτό που ίσως θα ήθελε να πει ο ίδιος ο Ομπάμα: μην πιστεύετε ότι πίσω από κάθε κρίση υπάρχει η συνωμοσία κάποιων ισχυρών. Υπάρχει η στιγμή της κατάρρευσης που δεν ελέγχεται από κανέναν. Βεβαίως, η ταινία άθελά της μάλλον, τον διαψεύδει: αν γίνεται πραξικόπημα, όπως μας λέει η ταινία, τότε κάποιοι όντως είχαν συνωμοτήσει.
Με άλλα λόγια, η δημοκρατική Αμερική αγωνιά: η ισχύς των ΗΠΑ φθίνει, η αμερικανική κοινωνία έχει όχι απλώς ανισότητες, αλλά χάσματα, ένα μεγάλο μέρος της νέας γενιάς κινείται στις πιο αντιφατικές (και συνήθως επιφανειακές) κατευθύνσεις, από τις οποίες γαντζώνεται με μανία, η κυρίαρχη προπαγάνδα γίνεται ολοένα πιο ανίσχυρη, ο Τραμπ ή αυτοί πίσω από τον Τραμπ ή κάποιοι που δεν φανταζόμαστε είναι διατεθειμένοι να πάρουν την εξουσία μόνο για τους εαυτούς τους. Όλα αυτά μαζί απειλούν τις ΗΠΑ με κατάρρευση ή, αν προτιμάτε, με μια μεγάλη έκρηξη. Φυσικά από την άλλη, μπορεί να δει κανείς επίσης τη βαθιά, συντηρητική Αμερική να ανησυχεί και να οργίζεται το ίδιο ή και περισσότερο για τα σύνορα που μπάζουν, τις εμπλοκές στο εξωτερικό σε ακατανόητους πολέμους, για το ότι οι ΗΠΑ δεν γίνονται “great again”, για το ότι τα ολιγοπώλια της επικοινωνίας πρόσκεινται κατά βάση στους Δημοκρατικούς, για το ότι τα ατομικά δικαιώματα που ενδιαφέρουν αυτήν την πλευρά της Αμερικής έχουν πληγεί.
Αν πιστεύετε ότι είμαστε υπερβολικοί που ασχολούμαστε τόσο με μια ταινία, σας ενημερώνουμε ότι έρχεται κι άλλη με παρόμοιο θέμα: “Civil War”το 2024. Με όλα τα φόντα μιας υπερπαραγωγής. Και αρκετές ακόμα. Βεβαίως, μιλούν με τη «γλώσσα» της Μέρας Ανεξαρτησίας και της Marvel. Αυτός είναι ο τύπος της ποπ κουλτούρας όμως.
Εντάξει, είναι κατανοητό ότι το Χόλιγουντ λατρεύει τη δυστοπία και την κινδυνολογία. Αλλά δεν πρόκειται μόνο περί αυτού. Η ανησυχία είναι πραγματική. Η προσπάθεια να μπει ο Τραμπ φυλακή αποτέλεσε την κορύφωση της απόπειρας να εξαφανιστεί ένα πολιτικό ρεύμα. Μέχρι τώρα όχι μόνο έχει αποτύχει η προσπάθεια, αλλά επιπλέον είναι ο ίδιος ο Μπάιντεν εκείνος, ο οποίος παίρνει σειρά για να ερευνηθεί. Πρώτα ο γιος του και μετά ο ίδιος. Ο δε Τραμπ, είναι το πρόσωπο πολύ βαθύτερων ρευμάτων μέσα στις φθειρόμενες και εν μέρει παρακμάζουσες ΗΠΑ. Το δρόμο αυτό άθελά τους ίσως, τον άνοιξαν οι ίδιοι οι Δημοκρατικοί, μεταξύ άλλων, αμφισβητώντας την εκλογή Τραμπ και εμφανίζοντας τη Ρωσία ως τόσο ισχυρή, ώστε να κρίνει τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καν βυθιστεί σε κάποια βαθιά οικονομική ύφεση, παρότι τα κρισιακά φαινόμενα βρίσκονται παντού στο εσωτερικό τους. Είναι οι ανισότητες, τα εσωτερικά χάσματα, η ισχύς των ομάδων πίεσης, η λογική του αυτόματου πιλότου σε κρίσιμα γρανάζια του κατεστημένου τους που επιτείνει την πτώση της ισχύος τους και εν τέλει των ίδιων των ΗΠΑ. Είναι ότι απλώς ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος για έναν ηγεμόνα, αλλά η Ουάσιγκτον δεν θέλει να το καταλάβει. Είναι ο (αρρύθμιστος) αμερικάνικος τρόπος, που τις καταστρέφει από μέσα. Σε ιστορική κλίμακα δεν υπάρχει τίποτε το πολύ καινούργιο εδώ. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, για την κοινωνία του θεάματος (θα) είναι το υπέρτατο θέαμα: η καταστροφή της «πρωτεύουσάς» της.