Ξεκίνησα να γράψω έναν αποχαιρετισμό στον φίλο μου Αλεξάντρ Μπουζγκάλιν (*), τον οποίο γνώρισα ως ανταποκριτής στη Μόσχα της περεστρόικα. Συνειδητοποίησα όμως ότι μου είναι αδύνατο να συζητήσω τον ρόλο, το έργο και τη σημασία του Μπουζγκάλιν , αν δεν συζητήσω ταυτόχρονα και το πλαίσιο στο οποίο αυτός έδρασε, το πλαίσιο των δραματικών γεγονότων που έζησε η χώρα του και που επηρέασαν όλο τον κόσμο από τη δεκαετία ήδη του 1980 και του 1990. Αυτό και έπραξα, ελπίζοντας ότι δεν τον αδικώ, αλλά τον αναδεικνύω. Άλλωστε, αυτά τα δραματικά γεγονότα που καθόρισαν όχι μόνο την Ρωσία αλλά όλο τον κόσμο μας, κλείνοντας τον «μικρό Εικοστό Αιώνα» του Χόμπσμπαουμ, παραμένουν ακόμα ελλιπώς γνωστά και ελλιπώς αναλυμένα είτε διεθνώς είτε και στην ίδια τη Ρωσία. Το αρχικό άρθρο έτσι «παραμεγάλωσε» και ήταν αναγκαίο να διαιρεθεί σε περισσότερα, για να εξετάσει μερικές από τις πτυχές των όσων συνέβησαν στην ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1980 και του 1990, γεγονότα που σφράγισαν όχι μόνο τον χώρο της πρώην ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά το σύνολο του κόσμου μας και που είναι στη ρίζα των όσων σήμερα συμβαίνουν στην Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία, στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία. Δημοσιεύω σήμερα το πρώτο από αυτά.
Tον Αλεξάντρ τον είδα για τελευταία φορά τον περασμένο Ιούνιο στο συμπαθητικό καφέ που συνήθιζε συχνά να βάζει τα ραντεβού του, στην πρώην λεωφόρο Γκόρκι (που οι «παλινορθωτές» μετονόμασαν σε Τβερσκάγια, σαν να ήθελαν να μας διαβεβαιώσουν ότι το Χρήμα είναι εχθρός του Πολιτισμού), κοντά στην πλατεία Πούσκιν και κάπως πιο μακριά από το στάση μετρό Μαγιακόβσκαγια. Και μόνο που ακούς αυτά τα ονόματα, είναι σαν να δέχεσαι κάτι από το φως του χρυσού ρωσικού αιώνα (τον τοποθετώ μεταξύ 1825 και 1932), του αιώνα του Ντοστογιέφσκι, μια από τις πολύ λίγες «προνομιακές στιγμές», τις σχετικά πολύ σύντομες «εγκυμοσύνες» που γέννησαν τον πολιτισμό μας και νοηματοδοτούν πάντα την ιστορία της ανθρωπότητας, όσο τουλάχιστον επιζεί κάποιος πολιτισμός. Άλλες τέτοιες στιγμές θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει τα πενήντα χρόνια της ακμής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ή την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό και τις γαλλικές Επαναστάσεις.
Στη ρωσική πρωτεύουσα είχα βρεθεί για το ετήσιο συνέδριο του Οικονομικού Φόρουμ της Μόσχας, αντιπρόεδρος του οποίου ήταν ο ίδιος ο Αλεξάντρ (Σάσα) Μπουζγκάλιν. Καθώς μιλούσαμε, του ζήτησα να κάνει μια περίληψη του βιβλίου που είχε εκδώσει με τα πρακτικά ενός συνεδρίου για τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) (**), ώστε να τη δημοσιεύσουμε στα αγγλικά. Με κοίταξε κουρασμένος και με ρώτησε: «Ποιόν ενδιαφέρει;». Κουρασμένος δεν μπορούσε να μην είναι. Όλη του η ζωή ήταν αφοσιωμένη στην εξαιρετικά έντονη ακαδημαϊκή, την θεωρητική, αλλά και την πρακτική πολιτική και οργανωτική δουλειά. Ίσως, σκέφτηκα, να είναι και απογοητευμένος. Ποιος άλλωστε άνθρωπος, που δεν θέλει να κοροϊδεύει τον εαυτό του και έχει συνείδηση της κατάστασης του κόσμου μας, της βαθιάς παρακμής του πολιτισμού μας, δεν είναι και κάπως απογοητευμένος;
Επέμεινα, γιατί θεωρούσα το ζήτημα της ΝΕΠ και των συζητήσεων που προκάλεσε στην ΕΣΣΔ ιδίως στη δεκαετία του 1920, και παραμένουν εν πολλοίς άγνωστες σήμερα και στη Ρωσία και στη Δύση, ως απολύτως κεντρικής σημασίας για όποιον ενδιαφέρεται για τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό σύστημα οικονομικής οργάνωσης. Καθώς ο κόσμος μας βυθίζεται σε ένα είδος «Μεγάλης Σύγχυσης», από τη μια εξαιτίας μιας «υπερπληροφόρησης» από σκουπίδια και από την άλλη ως αποτέλεσμα της παραίτησης από το αίτημα μιας ριζικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας, οι νέες γενιές θα πρέπει στο τέλος να κάνουν αρχαιολογικές έρευνες για να ανακαλύψουν αυτά που ήταν αυτονόητα πριν μερικές δεκαετίες. Έχουμε μια υποχρέωση να τους αφήσουμε όποιες γνώσεις έχουμε ήδη κατακτήσει με την σκέψη και με την εμπειρία μας.
Καθώς του τά΄λεγα αυτά, άρχισα τη συνηθισμένη γκρίνια μου για διάφορα πράγματα που πρέπει να γράψω αλλά τα καθυστερώ συνέχεια. Ξαφνικά τον είδα να μεταμορφώνεται και με πολύ επιτακτικό ύφος, που δεν με είχε συνηθίσει, να μου λέει: «Θέλω να διαλέξεις και να μου φέρεις τα τριάντα καλύτερα άρθρα σου μέχρι την 1η Ιουλίου να τα εκδώσουμε. Αν δεν το κάνεις, δεν θα σου ξαναμιλήσω». Και όταν αναρωτήθηκα κι εγώ με τη σειρά μου ποιος άραγε τα χρειάζεται μου απάντησε με μερικά πολύ συγκινητικά λόγια.
Δεν καταλάβαινα τι τον είχε πιάσει, ήταν σαν ξαφνικά να αναμετριόταν με την αιωνιότητα, καταλάβαινα όμως ότι αυτά που μου έλεγε δεν ήταν αστεία. Μου μίλησε για το πρώτο του βιβλίο, με ιδέες για την κομμουνιστική κοινωνία, για τα έξι διδακτορικά που συνέχιζε να διευθύνει και συνέχισε ακάθεκτος δίνοντάς μου συμβουλές, που πιθανότατα χρειαζόμουν, αλλά δεν τις είχα ζητήσει: «Κάνουμε ό,τι είναι δυνατό, όχι ό,τι είναι αναγκαίο». Δοκίμασα να καταγράψω τη φράση σε ένα χαρτί για να τη θυμηθώ αργότερα. Διαπίστωσα κατάπληκτος ότι είχα γράψει την αντίθετη: «Κάνουμε ότι είναι αναγκαίο, όχι ότι είναι δυνατό». Την φύσιν φυγείν αδύνατο, θα έλεγαν οι Αρχαίοι. Πήρα μια αναβολή της προθεσμίας για την 1η Σεπτεμβρίου και ετοιμαζόμουν τελικά να τον συναντήσω να συζητήσουμε το θέμα τον περασμένο Οκτώβριο, όταν ξαναβρέθηκα στη Μόσχα.
Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να τον δω την ημέρα που είχαμε ραντεβού. Βρισκόταν ήδη στο νοσοκομείο. Ο θάνατός του αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι ότι ο ίδιος αποτελούσε πάγιο σημείο αναφοράς για τους μαρξιστές κριτικούς διανοούμενους της Ρωσίας και είχε οργανώσει μια σειρά από πολύ σημαντικές διασκέψεις (ήταν ικανότατος σε αυτό) συγκεντρώνοντας ό,τι καλύτερο υπήρχε στη ρωσική μαρξιστική σκέψη, αλλά και αξιόλογους διεθνείς μαρξιστές διανοούμενους. Προσπαθούσε να πάρει από όλους ό,τι είχαν και μπορούσαν να του δώσουν. Δεν έκλεινε σε κανέναν την πόρτα, δεν σταματούσε τον διάλογο, δεν θεωρούσε, όπως τόσοι και τόσοι αριστεροί ηγέτες και ηγετίσκοι, διανοούμενοι και οργανώσεις ότι είναι ο κάτοχος της απόλυτης αλήθειας.
Η δουλειά αυτή της συγκέντρωσης ανθρώπων και ιδεών από το χώρο της μαρξιστικής και κοινωνικής επιστήμης, δεν ήταν καθόλου ασήμαντη σε μια χώρα που πήγε απότομα από έναν θεολογικό «μαρξισμό» σε έναν εξαιρετικά πρωτόγονο και έξαλλο αντικομμουνισμό, για να παραμένει και σήμερα, πάντα, σε μια πολύ μεγάλη σύγχυση, ενίοτε και σε άγνοια της ιστορίας της ή τουλάχιστον μεγάλη αμηχανία απέναντί της. Διακρινόταν, άλλωστε, ο Μπουζγκάλιν για τη σοβαρότητα που τον διέκρινε με ό,τι καταπιανόταν, ουσιώδες εν ανεπαρκεία στην εποχή μας, στη Ρωσία και διεθνώς. Ένα από τα πνευματικά του παιδιά, εκτός των πολλών βιβλίων του, ήταν το θεωρητικό περιοδικό «Αλτερνατίβι».
Ήταν ταυτόχρονα ένας από τους κύριους συνομιλητές, ένα είδος γέφυρας, ανάμεσα στη δυτική ριζοσπαστική αριστερά, τους δυτικούς μαρξιστές και τον πρώην σοβιετικό κόσμο, έναν κόσμο άγνωστο και «απαγορευμένο» επί δεκαετίες για μας. Μιλούσε τη γλώσσα του μαρξισμού και τα αγγλικά: αμφότερα διευκόλυναν πολύ τη συνεννόηση. Για όσους από μας ενδιαφέρονταν για το «σοβιετικό πείραμα» του Γκορμπατσόφ και στη συνέχεια για την εξέλιξη της μετακομμουνιστικής Ρωσίας ήταν πάντα μια ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών και εκτιμήσεων, πόσο μάλλον που κατανοούσε σε βάθος τις πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν στη χώρα.
Κάποιος βέβαια θα μπορούσε στο σημείο αυτό να αντιτείνει ότι όλα αυτά είναι δευτερεύουσας σημασίας, ότι ο μαρξισμός έχει πεθάνει μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και μόνο ιστορική σημασία έχουν οι αναφορές σε αυτόν. Θα συζητήσουμε αυτό το ζήτημα στο επόμενο άρθρο αυτής της σειράς.
Σημειώσεις
(*) O Αλεξάντρ Βλαντιμίροβιτς Μπουζγκάλιν (1954 – 2023) ήταν Ρώσος μαρξιστής οικονομολόγος, επικεφαλής της έδρας Οικονομικής Θεωρίας και Πολιτικής Οικονομίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ. Ήταν συντονιστής του κοινωνικού κινήματος «Εναλλακτικές» και αρχισυντάκτης της επιθεώρησης «Αλτερνατίβι», επικεφαλής των κέντρων «Οικονομία της Γνώσης» και «Οικονομία της Κοινωνίας», διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικο-Οικονομικών του Πανεπιστημίου Χρηματοπιστωτικής και Νομικής της Μόσχας, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της Cambridge Journal of Eurasian Studies και της συντακτικής επιτροπής σειράς ρωσικών και διεθνών επιθεωρήσεων, αντιπρόεδρος του Οικονομικού Φόρουμ της Μόσχας, συντονιστής της Ένωσης Πολιτικής Οικονομίας των χωρών της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών, αντιπρόεδρος του Κινήματος «Εκπαίδευση για Όλους», μέλος της οργανωτικής επιτροπής των ρωσικών Κοινωνικών Φόρουμ και συγγραφέας εκατοντάδων βιβλίων, μονογραφιών και επιστημονικών άρθρων.
Κατά τη διάρκεια της περεστρόικα έπαιξε ηγετικό ρόλο σε ένα πανσοβιετικό εργατικό κίνημα για την αυτοδιαχείριση και συμμετείχε στις συνελεύσεις των ανθρακωρύχων του Κουζμπάς στη Σιβηρία, οι απεργίες των οποίων συγκλόνισαν τότε την ΕΣΣΔ. Εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ εκπροσωπώντας την «Μαρξιστική Πλατφόρμα» κατά το τελευταίο συνέδριό του και, μετά την απαγόρευση του κόμματος, έδρασε σε διάφορες αριστερές κινήσεις και κόμματα. Το 1993 αντιστάθηκε στο πραξικόπημα του Μπαρίς Γέλτσιν, όταν ο Ρώσος πρόεδρος, με την ενθάρρυνση και την ενθουσιώδη υποστήριξη της κυβέρνησης Κλίντον στην Αμερική, βομβάρδισε το εκλεγμένο κοινοβούλιο της Ρωσίας, τερματίζοντας άδοξα το πείραμα εκδημοκρατισμού που είχε ξεκινήσει στην ΕΣΣΔ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και ανοίγοντας το δρόμο στις μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις-λεηλασίες του (τεράστιου) σοβιετικού δημόσιου τομέα. Το 2007, μαζί με τον Ρόι Μεντβέντιεφ και έναν αριθμό άλλων επιφανών Ρώσων διανοουμένων, συνυπέγραψε μια διακήρυξη για τα 90 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση, όπου, μεταξύ άλλων, υπερασπίζονταν τις κατακτήσεις του 1917 και τόνιζαν ότι «η αποτυχία του σοβιετικού μοντέλου δεν σημαίνει ότι οι ιδέες του Οκτώβρη ήταν λαθεμένες. Όπως δεν πρέπει να κατηγορούνται οι ιδέες του Χριστιανισμού για τις πρακτικές της Ιεράς Εξέτασης, έτσι και ο σταλινικός ολοκληρωτισμός δεν μπορεί να καταστρέψει τα ιδανικά της επανάστασης. Ο σοσιαλισμός ως μία ιστορική υπόθεση δεν μπορεί να επιτευχθεί δια μιας. Μια νέα γενιά εμφανίζεται τώρα, νέων που δεν αποδέχονται τον καπιταλισμό ως σύστημα. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι αυτή η γενιά θα μπορέσει να δώσει μια νέα πνοή στα ιδανικά της Ρώσικης Επανάστασης».
Το τελευταίο βιβλίο του στα αγγλικά, γραμμένο μαζί με τον Αντρέι Καλγκάνοφ φέρει τον τίτλο “Το Κεφάλαιο του Εικοστού Πρώτου Αιώνα. Κριτικές μετασοβιετικές σκέψεις”. Μια συλλογή συνεντεύξεών του μπορεί να αναζητηθεί εδώ.
(**) Η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) υιοθετήθηκε από το 10ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1921 και αντικατέστησε τον «πολεμικό κομμουνισμό» που εφήρμοσαν οι Μπολσεβίκοι μετά την Επανάσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και της ξένης επέμβασης στη σοβιετική Ρωσία. Περιελάμβανε την επιστροφή του μεγαλύτερου τμήματος της γεωργίας, του λιανικού εμπορίου και της μικρής κλίμακας ελαφράς βιομηχανίας στην ιδιωτική ιδιοκτησία και μάνατζμεντ. Το κράτος διατηρούσε τον έλεγχο της βαριάς βιομηχανίας, των μεταφορών, των τραπεζών και του εξωτερικού εμπορίου. Επανήλθε επίσης η χρήση του χρήματος στην οικονομία και σταμάτησαν οι κατασχέσεις σιταριού, αντικαθιστάμενες από ένα σύστημα φορολογίας των αγροτών. Κατά τον Λένιν, που εισηγήθηκε την εφαρμογή της, επρόκειτο για απαραίτητη «υποχώρηση σε ένα κεντρικά εποπτευόμενο επηρεαζόμενο από την αγορά πρόγραμμα κρατικού καπιταλισμού». Ο Στάλιν ουδέποτε τη συμπάθησε και η ΝΕΠ εγκαταλείφθηκε το 1928, με τη βίαιη κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας και τη στροφή σε έναν σχεδόν στρατιωτικό κεντρικό σχεδιασμό και διεύθυνση της οικονομίας. Στη διάρκεια της δεκαετίας που ακολούθησε εξοντώθηκε όλη σχεδόν η ιστορική ηγεσία των Μπολσεβίκων, που πραγματοποίησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση και διηύθυναν το σοβιετικό κράτος κατά την πρώτη δεκαετία της ύπαρξής του, όπως και η ηγεσία του Κόκκινου Στρατού.