Πολλά θα μπορούσε να γράψει κάποιος -δε θα το πράξουμε όμως- για την υπόθεση της καθαίρεσης του έργου τέχνης της Γεωργίας Λαλέ καθ’ υπόδειξη του επικεφαλής του κόμματος «Νίκη», στην οποία έσπευσε η, κατά τ’ άλλα εκσυγχρονιστική κυβέρνηση της ΝΔ, να στέρξει την επιστροφή του πιο σκοταδιστικού πνεύματος στους καιρούς μας, υποστηρίζοντας πως «δεν μπορεί να βεβηλώνεται ένα εθνικό σύμβολο». Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που οι οπισθοδρομικές αντιλήψεις στη χώρα μας βάλλουν ενάντια σε όλες τις κοσμικές πολιτισμικές εκφράσεις, που θεωρούν ότι πλήττουν τα θέσμια, τη θρησκεία και τον εθνικισμό. Το πιο προφανές και το έπραξε στο σύνολό του ο εικαστικός κόσμος από την πρώτη στιγμή, είναι να αποδείξει πως η σημαία, ως σύμβολο ιδεολογικό-μεταφυσικό και ως πρώτιστα εννοιολογική σημασία και οντολογική συνθήκη, έχει χρησιμοποιηθεί σε ένα ευρύ τεχνικό και σημασιολογικό φάσμα σε όλη τη διάρκεια της μοντέρνας τέχνης και από πολλούς καλλιτέχνες Έλληνες και ξένους.
Τόσο οι αμερικάνικες σημαίες του Jasper Johns, όπου το αντικείμενο-εικόνα στο έργο αναιρεί όλες τις συμβάσεις και αυτοπροτείνεται με βάση τα δικά του κριτήρια, έως τον William N. Copley με την Think/flag του 1967, τον Banksy, τον δικό μας Παύλο, τον Βλάση Κανιάρη, τη Νara Rahbar με το Flag #17/unstable, you disappear in the distance, τις σημαίες του Alighero Boetti υφασμένες σε αφγανικά χαλιά, αποδεικνύουν πως η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιεί ένα εθνικό σύμβολο και να του προσδώσει ακόμη περισσότερες εννοιολογικές και συμβολικές έννοιες από την προφανή του. Ακόμη κι όταν ο Luciano Fabbro αναποδογύριζε σε ένα από τα πιο εμβληματικά του έργα τη μορφή της Ιταλίας ουδαμώς αυτό θεωρήθηκε προσβολή, αλλά χειροκροτήθηκε για την ευθυβολία και την αμεσότητά που είχε η πολύσημη τούτη παρέμβασή του στο πλαίσιο του στοχασμού για την ιστορία (παλιά και σύγχρονη) της χώρας.
Η επίκληση της σημαίας με τις κάθε είδους ταυτοτικές της συμπαραδηλώσεις πάντοτε στην Τέχνη είχαν να κάνουν με έναν γόνιμο διάλογο και όχι με σκανδαλώδεις διακηρύξεις. Πάντοτε στόχος ήταν η ουσία της χρήσης (ή της εργαλειοποίησης, της παραφθοράς, του χειρισμού, της αλλοτρίωσης και απαλλοτρίωσης) του συμβόλου και όχι το σύμβολο καθαυτό. Άλλωστε το γεγονός ότι πολλοί πχ φίλαθλοι ή Νεοναζί ταυτοποιούνται περισσότερο με τις σημαίες και τα σύμβολα των ομάδων και των οργανώσεών τους, αλλά και το γεγονός ότι συχνά συμπλέκουν τις σαφώς διχαστικές τούτες σημαίες και σύμβολα με το εθνικό σύμβολο στις διάφορες εκδηλώσεις τους, αυτό είναι που μάλλον θα έπρεπε να ενοχλεί τον Νατσιό.
Όπως αποδεικνύει η Τέχνη, η χρήση ενός συμβόλου για να επισημανθεί κάτι δεν προσβάλλει το σύμβολο, απεναντίας το αναδεικνύει γιατί η βαρύτητά του ακριβώς ενισχύει και «πνευματοποιεί» το μήνυμα και το περιεχομένο του σημαινόμενου γεγονότος, προσώπου κλπ. Η περιφορά της αιματοβαμμένης σημαίας του Πολυτεχνείου δεν αποτελεί βεβήλωσή της, αλλά αναδεικνύει την «ιερότητα» μίας θυσίας για τη δημοκρατία -βέβαια, παράλληλα καταγγέλλει την πραγματική βεβήλωση της ιταμής πράξης της εισβολής με το τανκ και της δολοφονίας ανθρώπων που βαστούσαν το ύπατο τούτο σύμβολο της ελληνικής συνείδησης, που τόσο κόπτεται ο Νατσιός να υπερασπίσει.
Στην περίπτωση της σημαίας, όπως ένας καλλιτέχνης επιχειρεί να τη χρησιμοποιήσει ως μήτρα του εικαστικού του μηνύματος, καλούμεθα ακριβώς να εξακριβώσουμε την πραγματική έννοια του συμβόλου ως αναφορικό σύμβολο -εδώ μίας ιδιαίτερης ταυτότητας. Καλούμεθα να διερωτηθούμε για την «ταυτολογία» του με αυτό στο οποίο αναφέρεται και συνάμα και στην «ταύτιση» του έργου εν προκειμένω με το αντικείμενο της αναφοράς του. Η έννοια της ταυτολογίας και της ταύτισης είναι πολύ σημαντικές και για την ίδια την οντολογική (όχι μόνον την εννοιολογική) σημασία ενός αντικειμένου: για παράδειγμα μία κουρελιασμένη από τον καιρό και ξεχασμένη σημαία που κυματίζει σε ένα κτίριο ή σε ένα πλοίο (όπως συχνά διαπιστώνουμε) εξακολουθεί να σημαίνει το ίδιο με μία ακέραια -και γιατί στην περίπτωσή μας τούτο δεν εξαγριώνει τον κ. Νατσιό; Με τούτα τα μέτρα εάν κριθεί το επίμαχο έργο εκείνο που πετυχαίνει δεν είναι μία ταύτιση δύο συμβόλων μεταξύ τους. Είναι μία αναφορά σε έναν τόπο και σε μία κατάσταση που συμβαίνει σε αυτόν, που ξεπερνούν την πρωτογενή εννοιακή και συμβολική ιδιότητα της σημαίας.
Εδώ το σύμβολο, που πλέον έχει αναταχθεί σε μία υπερβατική έννοια από τον καθαυτό συμβολισμό του αντικειμένου αναφοράς, «αυτοκαθορίζεται» και «αυτοκαθορίζει», λοιπόν, ανεξάρτητα από την καθεστηκυία εικόνα.
Σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο συμβολισμός -είτε τούτος είναι θρησκευτικός, είτε αισθητικός με την ευρεία έννοια- είναι κι έτσι έχει αξία, ως μία «αποστασιοποίηση» από μία προσάρτηση σε μία απόλυτη και πλήρη πλαισίωσή μας σε μία καθορισμένη και καθημερινή εμπειρία. Καταφέρνει να μας αποσπάσει από το συγκεκριμένο που συσκοτίζει την ευρύτερη νοηματοδότηση του κόσμου και συμπυκνώνοντάς την σε μία συμβολική αναπαράσταση μας οδηγεί και μας ενεργοποιεί -μέσω της φαντασίας, της σκέψης, της μνήμης, της γλώσσας, της διαίσθησης- την ενόραση ενός συνολικού μέσα από την ανατροπή της πραγματικότητας.
Το έργο που χρησιμοποιεί δηλ. τη σημαία δεν αναφέρεται σε αυτήν καθαυτήν -οπόταν δεν τίθεται λόγος για βεβήλωση ή διακωμώδηση- αλλά σε ένα διαφορετικό σύνολο από εκείνο που η συγκεκριμένη εμπειρία ενός συμβόλου αναφέρεται. Σε ένα τέτοιο έργο, ο καλλιτέχνης κάνει αυτό που κάνει κι ο συμβολισμός του αντικειμένου: όπως οι γραμμές, τα χρώματα, ο σταυρός, τα επίπεδα, καλούν τον πολίτη να ανακαλέσει νοερά τι σημαίνει για εκείνον το Κράτος και οι διάφοροι μηχανισμοί και εθνοτικά χαρακτηριστικά στο οποίο ανταποκρίνεται η αναπαράσταση στη σημαία. Έτσι και η διάθεση των στοιχείων του έργου καλούν τον θεατή να ανακαλέσει την έμφυλη βία μέσα στο κράτος, το οποίο αναπαρίσταται μέσα από το έργο. Η προσομοίωση του πλαισίου του έργου με την ελληνική σημαία έχει ανακλητικές και προσδιοριστικές λειτουργίες. Υπενθυμίζει πως η συγκεκριμένη έξαρση της βίας επισυμβαίνει μέσα στην ελληνική επικράτεια, αναφέρεται σε «αυτό» που συμβαίνει «εκεί», όχι στο σύμβολο καθαυτό.
Άλλωστε, με ιστορικούς όρους μιλώντας, η «εφεύρεση» της σημαίας είναι σχετικώς πρόσφατη και δεν σχετίζεται με ταυτοτικές απαιτήσεις. Οι σημαίες και τα λάβαρα δημιουργήθηκαν για να «επισημαίνουν» τις φάλαγγες των οπλιτών την ώρα της μάχης για να γνωρίζουν οι στρατηγοί τις τακτικές κινήσεις και να μην αλληλοσκοτώνονται οι, συχνά μισθοφόροι, πολεμιστές. Με την απαρχή της σύστασης του μοντέρνου κράτους, με τη συγχώνευση των διάφορων πριγκίπων ή τοπικών αρχόντων, η σημαίες δημιουργήθηκαν -πολλές φορές συνθέτοντας τα σύμβολα των κυριότερων επικρατειών ή τοπικών ηγεμονιών που συνέθεταν ένα κράτος- ως πολεμικά σύμβολα. Υπό τη σημαία δηλ. σκοτώνονταν και σκότωναν άνθρωποι. Προεκτείνοντας τον συμβολισμό τούτο στη σημερινή περίπτωση και η σημαία της Λαλέ έχει να κάνει με σκοτωμούς, οπότε δικαιολογείται απόλυτα.
Επιτρέψτε μου μία προσωπική αναφορά στη συζήτηση για τη σχέση σημαίας και σημείου, παραθέτοντας ένα κείμενό μου που είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο της έκθεσης Calpestando Bandiere (Ποδοπατώντας σημαίες) με την οποία η πλατφόρμα εικαστικού ακτιβισμού Escuela Moderna είχε συμμετάσχει στα Biennale Sessions στη Μπιενάλε της Βενετίας του 2022. Ο τίτλος και το περιεχόμενο, με τις φανταστικές, ιδιοκατασκευασμένες, σημαίες και τις αντίστοιχες περφόρμανς, αναφερόταν ακριβώς στη συμβατικότητα και την περιοριστική σημασία της δημιουργίας και αποθέωσης των σημαιών σε έναν κόσμο που δεν έχει ανάγκη τέτοιου είδους περιχαρακώσεις:
Πεθαίνοντας για μια νεκρή σημαία
Μα τι να είναι άραγε αυτό που ενθουσιάζει τους ανθρώπους με τις σημαίες; Ποιο να είναι τάχατες το νόημα αυτού του κομματιού από ύφασμα, ή της απλής εκείνης αναπαράστασης πάνω σε ένα χαρτί ή στον τοίχο, όλου εκείνου του σύμπαντος από εναλλάξιμα επίπεδα, γραμμές, αστέρια, ζώα, αυτής της πανδαισίας από χρώματα, άλλοτε ευφάνταστης, άλλοτε απλά κιτς, που όμως μας κάνουν να αναρριγούμε κάθε φορά που τα σκεπτόμαστε; Πώς γίνεται και η σημαία από μια φαντασιακή ιδέα για τη δόξα ενός έθνους, με όλες τις αιματηρές μάχες, τις άγριες αλλά αξιοθαύμαστες επαναστάσεις, τους πλεονεκτικούς κατακτητικούς πολέμους, τις βαθιές πολιτιστικές δημιουργίες, καύχημα απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, να ανάγονται σε σύμβολο μίας επισφαλούς υπερηφάνειας η οποία πολλές φορές εξαντλείται από τις «ανδραγαθίες» (συγγνώμη για την ‘πατριαρχική’ έκφραση) σε κάποιον αθλητικό αγώνα ή στη συμμετοχή σε ένα εμπορευματοποιημένο και πραγματοποιημένο φεστιβάλ τραγουδιού. Τι σημαίνει να νιώθουμε θυμό αν κάποιος σατιρίζει τη σημαία μας, όταν δεχόμαστε ότι η σημαία γίνεται «σήμα κατατεθέν» σε ένα μπικίνι ή στο τζιν; Ας αναλογιστούμε για μια στιγμή αυτούς τους ανθρώπους που είναι πολύ χαρούμενοι φορώντας το μπουφάν τους μόδας με τη νορβηγική σημαία ή φορώντας τα επώνυμα ρούχα τους με ιταλικές ή αμερικανικές σημαίες ραμμένες πάνω τους ή τις αθλητικές φόρμες και τα αθλητικά τους πουκάμισα στα εθνικά χρώματα και σημαίες της χώρας, από κάποιον άλλον εκτός της ίδιας μας της χώρας, που κέρδισε τον αγώνα. Για ποια σημαία είναι περήφανοι, για τι ανησυχούν, με τι αισθάνονται ότι ταυτίζονται; Του κόσμου της διεθνούς μόδας, της ομοιομορφίας, του να ανήκεις στο σύμβολο κάποιου άλλου;
Ποιο είναι αυτό το στοιχείο του που μπορεί να νοιώσει κανείς ότι τον ορίζει ως άτομο που ανήκει σε αυτό το ιδεολογικό και πολιτειακό σύστημα που συνοψίζει η σημαία; Οι ερωτήσεις σχετικά με την έννοια της σημαίας, τι σημαίνει για εμάς και γιατί νιώθουμε έτσι, ακούγονται σαν το ερώτημα του Αγίου Αυγουστίνου σχετικά με τη γνώση και την αντίληψη για τον χρόνο: αν το σκεφτώ το ξέρω, εάν μου ζητήσεις να σου το εξηγήσω δεν ξέρω. Το πρόβλημα της αντίληψης της σημαίας είναι και τούτο μέρος της πολύ αφηρημένης και αυθαίρετης φύσης της που επιβάλλεται στους ανθρώπους, ακριβώς όπως κι η άλλη νοηματική κι υπαρξιακή κατασκευή που συνιστά το έθνος ή η θρησκεία. Ποιος μπορεί να απαντήσει τι είναι το Έθνος, πέρα από τα πάντα «ρευστά» όριά του (εδαφικά, νομικά, πολιτικά και κοινοτικά);
Ας μπούμε και εμείς στη θέση εκείνων των λαών που πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι επειδή έχουν σημαία, αλλά ταυτόχρονα έχουν εκχωρήσει την οικονομική και πολιτική κυριαρχία τους σε υπερεθνικές οντότητες. Οι χώρες P.I.G.S και η Τρόικα για παράδειγμα. Τι είδους ελευθερία θα ήταν αυτή αν ένας λαός δεν μπορεί να αποφασίσει για το μέλλον του, να πάρει τις δικές του αποφάσεις για την πολιτική του διαδρομή και τη ζωή του. Τι σημαίνει για έναν λαό να έχει τη σημαία αλλά να μην μπορεί να αποφασίσει πού και πώς να την υψώσει; Η ελευθερία του είναι μια φάρσα και η σημαία είναι ένα θλιβερό “momento mori” μιας εθνικής ύπαρξης που έχει -όχι πλέον συμβολικά, αλλά κι εν τοις πράγμασιν- θαφτεί. Κι η οποία παραδόθηκε στη λήθη ή την απραξία με την πάροδο του χρόνου, ακριβώς μέσα από το λείψανο αυτής της σημαίας, που κάποτε συμβόλιζε κάτι και η οποία πλέον αποτελείται από σιωπηλά συμβολικά στοιχεία, αταίριαστα και άγνωστα στους σημερινούς ανθρώπους -που συνήθως δεν ενδιαφέρονται, αλλά στο μεταξύ συνεχίζουν να έχουν μια ασυνείδητα φανατική σχέση με τον αταβισμό του έθνους στο οποίο ανήκουν και τη σημαία του. Αυτή τους η ιδέα είναι ήδη στερεότυπη και η πραγματική της προέλευση έχει ήδη χαθεί στο χρόνο και πρακτικά μνέσκει ξεχασμένη. Η σημαία μοιράζεται την ίδια μοίρα. Στα ελληνικά η σημαία έχει την ίδια ρίζα με το σήμα (ως σημάδι), αλλά και πλατωνικά μιλώντας με το σημα-τάφο. Ταυτόχρονα η σημαία σηματοδοτεί και ενσαρκώνει το νόημα, το δικό της σημάδι και συμβολισμό. Όπως το σώμα στον Φαίδωνα είναι ο τάφος (σήμα) της ψυχής, ταυτόχρονα με το σημάδι του (σήμα) ως άσχημη ή όμορφη εμφάνιση, με τον ίδιο τρόπο η σημαία είναι το σημάδι αυτού ή άλλου λαού ή κράτους. και η εξοικείωση με την έννοια της ψυχής (κοινωνικότητα, αλληλεγγύη, αδελφοσύνη) που κάνει ένα Κράτος, ένα Έθνος. Η σημαία είναι τάφος της ιδέας που πρέπει να αποκαλύψει. Η θνητή φύση της ως ύλη παίρνει επίσης στον τάφο με τα θραύσματα και τα αποσπάσματα της τη θνητή φύση του Κράτους και η φανταστική κοινότητα που αντιπροσωπεύει είναι η γραφή σε έναν τάφο, το σήμα πάνω στο σήμα.
Ποιοι είναι και πόσοι είναι όσοι αισθάνονται ελεύθεροι, αλλά είναι μόνο σημαίες, γιατί είναι τα πραγματικά υποκείμενα των οικονομικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων κάποιων άλλων… Και πόσοι δεν έχουν μια άδεια σημαία σύμβολο μίας Ελευθερίας που δεν υπάρχει; Κολακεύονται πως αυτό είναι το Σύμβολο της ελευθερίας τους αλλά το Σύμβολο τούτο είναι το σόφισμα και το άλλοθι της πολιτικής όσων απαλλοτριώνουν το νόημα των όσων υποτίθεται πως αντιπροσωπεύει η σημαία για να βάλουν άλλους να θυσιάζονται για αυτούς. Στον βωμό μιας ελευθερίας θυσιάζονται λοιπόν αλλά ελεύθεροι δεν είναι. Γιατί ήδη έχουν εκχωρήσει την ελεύθερη συνείδηση τους, την ατομικότητα της κρίσης (μην τη συγχέουμε η με τον εγωπαθή ατομισμό), τη δύναμη του κορμιού, τη διάθεση και το σφρίγος του, την έξαρση του πάθους του σε τούτο το “σήμα”, που διαρκώς τους αξιώνει να ενταφιάσουν την προσωπικότητα και τον τρόπο που κοιτάζουν τον κόσμο στον τρόπο που έχουν διατεθεί στον χώρο και τον χρόνο τα χρώματα της. Η σημαία σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένας άλλος τάφος, του περιεχομένου που ισχυρίζεται ότι επι-σημαίνει την ελευθερία, μια φάρσα του σημείου και του σημαίνοντος.