Τον Οκτώβριο του 1971, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στην 26η σύνοδό της ενέκρινε το ψήφισμα 2758 με τίτλο «Αποκατάσταση των νόμιμων δικαιωμάτων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη». Το περιεχόμενο του ψηφίσματος είχε ως εξής:
«Η Γενική Συνέλευση
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Θεωρώντας ότι η αποκατάσταση των νόμιμων δικαιωμάτων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι απαραίτητη τόσο για την προστασία του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών όσο και για τον σκοπό που τα Ηνωμένα Έθνη πρέπει να υπηρετήσουν βάσει του Χάρτη.
Aναγνωρίζοντας ότι οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι οι μόνοι νόμιμοι εκπρόσωποι της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη και ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Αποφασίζει να αποκαταστήσει όλα τα δικαιώματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και να αναγνωρίσει τους εκπροσώπους της κυβέρνησής της ως τους μοναδικούς νόμιμους εκπροσώπους της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη και να εκδιώξει αμέσως τους εκπροσώπους του Τσιάνγκ Κάι-σεκ από τη θέση που κατέχουν παράνομα στα Ηνωμένα Έθνη και σε όλους τους οργανισμούς που σχετίζονται με αυτά».
Στον χάρτη που ακολουθεί φαίνονται τα κράτη που ψήφισαν «υπέρ» με πράσινο, τα κράτη που ψήφισαν «κατά» με κόκκινο και η «αποχή» με μπλε. Κράτη άξια λόγου που ψήφισαν «κατά»: Ηνωμένες Πολιτείες, Ιαπωνία, Αυστραλία, Φιλιππίνες. Επιπλέον, τρία κράτη του αργότερα ονομασθέντος πλανητικού Νότου που σήμερα είναι μέλη των BRICS+ ψήφισαν «κατά»: η Βραζιλία, η Ν. Αφρική και το μετέπειτα ενεργειακό θεμέλιο και στήριγμα της παγκόσμιας νομισματικής ηγεμονίας του δολαρίου, η Σαουδική Αραβία.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1972, δηλαδή ένα χρόνο μετά, η κυβέρνηση της Ιαπωνίας και η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θα υπογράψουν Κοινό Ανακοινωθέν στο περιεχόμενο του οποίου, μεταξύ άλλων, δηλώνεται ότι «Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας αναγνωρίζει την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. Η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επαναλαμβάνει ότι η Ταϊβάν είναι αναπαλλοτρίωτο τμήμα του εδάφους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας».
Έκτοτε, η βασική στάση της Ιαπωνίας, σε ό,τι αφορά τη σχέση της με την Ταϊβάν, ορίζεται από αυτό το κοινό ανακοινωθέν, και το Τόκιο διατηρεί σχέσεις με το νησί σε μη κυβερνητικό επίπεδο. Με αυτό το ανακοινωθέν η κόκκινη Ιαπωνία του χάρτη γίνεται πράσινη.
Την 1η Ιανουαρίου 1979, το Κοινό Ανακοινωθέν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας καθιέρωσε επίσημες σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Στο περιεχόμενό του αναφέρεται: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών θα διατηρήσει πολιτιστικές, εμπορικές και άλλες ανεπίσημες σχέσεις με τον λαό της Ταϊβάν».
Το ανακοινωθέν υπογράφηκε μετά από τη λήξη, της επίσημης αμερικανικής αναγνώρισης της «Δημοκρατίας της Κίνας» (Republic of China, ROC), κοινώς της Ταϊβάν, από τις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 1978. Ο τότε Πρόεδρος Κάρτερ ανακοίνωσε επίσης την απόσυρση όλου του στρατιωτικού προσωπικού των ΗΠΑ από την Ταϊβάν και το τέλος της Σινο-Αμερικανικής Συνθήκης Αμοιβαίας Άμυνας (1955-1980). Με αυτό το ανακοινωθέν οι κόκκινες ΗΠΑ του χάρτη γίνονται πράσινες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από το 1972 είχαν αναγνωρίσει ότι «όλοι οι Κινέζοι εκατέρωθεν του στενού της Ταϊβάν υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα» (Shanghai Communiqué). Ένα ανακοινωθέν που ήρθε μετά από την κορύφωση της σινο-σοβιετικής ρήξης και τις συνοριακές συγκρούσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας που αποτέλεσαν ουσιαστικά έναν ακήρυχτο πόλεμο χαμηλής έντασης (η επίλυση του συνοριακού ζητήματος αποτέλεσε προϋπόθεση για τις σημερινές σχέσεις Πεκίνου και Μόσχας). Ωστόσο, από το 1972 και μέχρι το 1978 οι Αμερικανοί έκαναν χρήση του όρου «acknowledge» και όχι του όρου «recognize». Εκείνη την περίοδο οι ΗΠΑ επιδίωκαν τη σύγκλιση Ιαπωνίας-Κίνας εις βάρος της Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή να στρέψουν την Ανατολική Ασία εναντίον της Ευρασίας. Σωστά επισημαίνουν ορισμένοι Ρώσοι ακαδημαϊκοί της μετασοβιετικής περιόδου ότι «εμείς δεν είχαμε απέναντί μας μόνο τη Δύση αλλά και την Ανατολή». Τουλάχιστον για μια περίοδο αυτό είναι αληθές.
Από κινεζικής πλευράς, η Δημοκρατία της Κίνας/Republic of China (ROC) είχε διάρκεια ζωής 37 έτη (1912-1949), μέχρι την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας/People’s Republic of China (PRC) στο σύνολο της ηπειρωτικής χώρας ως διάδοχο κράτος της Δημοκρατίας της Κίνας, η οποία θα περιοριστεί στο νησί της Ταϊβάν (διάδοχο κράτος της Σοβιετικής Ένωσης είναι η Ρωσική Ομοσπονδία).
Από βρετανικής πλευράς, η διάρκεια ζωής της ROC ήταν 38 έτη: στις 6 Ιανουαρίου 1950 «η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος» αφαιρεί την αναγνώριση από την «Δημοκρατία της Κίνας», δηλαδή από το καθεστώς του Τσιάνγκ Κάι-σεκ που εδρεύει πλέον στην Ταϊβάν. Το ίδιο ισχύει και για την Ινδονησία, παρόλο που στη ψηφοφορία που φαίνεται στο χάρτη απείχε λόγω εντάσεων στις σχέσεις της με την Κίνα.
Για το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, η διάρκεια ζωής της ROC θα είναι 59 έτη (1912-1971), όπως είδαμε στη ψηφοφορία. Τέλος, η διάρκεια ζωής της ROC από ιαπωνικής πλευράς θα είναι 60 έτη (1912-1972) και από αμερικανικής 67 έτη (1912-1979).
Το 1992, Πεκίνο και Ταϊπέι δηλώνουν ότι «οι δύο πλευρές του Στενού της Ταϊβάν ανήκουν σε μια Κίνα και θα συνεργαστούν για την εθνική επανένωση».
Το 2015 έγινε η πρώτη συνάντηση και ο πρώτος άμεσος διάλογος μεταξύ του Προέδρου της Κίνας Xi Jinping και του ηγέτη της Ταϊβάν, Ma Ying-jeou, στη Σιγκαπούρη.
Η πολιτική της Ταϊβάν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ma Ying-jeou (2008-2016), προερχόμενου από το Εθνικιστικό Κόμμα Κίνας (Kuomintang), ήταν για μια ειρηνική επανένωση με την Κίνα σε βάθος χρόνου. Το 2016 θα εκλεγεί πρόεδρος η Tsai Ing-wen, προερχόμενη από το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) το οποίο, σε αντίθεση με το Εθνικιστικό Κόμμα, απορρίπτει την αρχή της μίας Κίνας και υποστηρίζει τη θέση περί ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας της Ταϊβάν. Την ίδια χρονιά το DPP θα κερδίσει στις γενικές εκλογές για πρώτη φορά στην ιστορία του.
Έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι τόσο το Κομμουνιστικό (CCP) όσο και το Εθνικιστικό (Kuomintang, KMT) Κόμμα της Κίνας, δηλαδή τα δύο κόμματα που έχουν ως κοινή τους κοίτη την επανάσταση του 1911 (Xinhai Revolution), που σφυρηλατήθηκαν στον κινεζικό εμφύλιο (1927-1949) και πολέμησαν τον εισβολέα στον Β΄ Σινοϊαπωνικό Πόλεμο (1937-1945), δηλαδή τα κόμματα που έχουν πληρώσει φόρο αίματος, θεωρούν ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας και οι κάτοικοι του νησιού Κινέζοι.
Είναι το Κόμμα που ιδρύθηκε στην Ταϊβάν το 1986 (DPP), έχει τις ρίζες του στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και δεν έχει γνωρίσει κατάρρευση, πόλεμο, επανάσταση, εμφύλιο, εισβολή και κατοχή που απορρίπτει αυτές τις δύο κοινές θέσεις του Κομμουνιστικού (CPP) και του Εθνικιστικού (KMT) Κόμματος Κίνας. Είναι το κόμμα που η ατζέντα του είναι εξόφθαλμα «δυτικογενής»: η Ταϊβάν με το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) στην εξουσία και με πρόεδρο την Tsai Ing-wen έγινε το 2019 το πρώτο μέρος σε ολόκληρη την Ασία που νομιμοποίησε τους γάμους ομοφυλόφιλων.
Η σταδιακή άνοδος της εθνικής ταϊβάνέζικης ταυτότητας πάει χέρι-χέρι με το nation-building, τον «εκδημοκρατισμό», και με αλλαγές στη γλώσσα και το εκπαιδευτικό σύστημα επί προεδρίας Lee Teng-hui (1988-2000), που συμπίπτει με τη μονοπολική στιγμή κυριαρχίας των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της οποίας εκφράζονται αυτονομιστικές-αποσχιστικές θέσεις από τον συγκεκριμένο πρόεδρο («η Ταϊβάν είναι ήδη ένα κράτος με ανεξάρτητη κυριαρχία») και καλλιεργούνται οι δυνάμεις που εκφράζουν την ανεξαρτησία του νησιού. Πάνω στη στάση που θα κρατήσει, τις θέσεις που θα εκφράσει και το κλίμα που θα καλλιεργήσει ο Lee Teng-hui θα οικοδομήσει το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα την ηγεμονία του.
Στην εικόνα που ακολουθεί αποτυπώνεται μια σύγκριση των θέσεων του Κομμουνιστικού (CCP) και του Εθνικιστικού (KMT) Κόμματος Κίνας από τη μια μεριά, και του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP) από την άλλη, σε ό,τι αφορά το καθεστώς της Ταϊβάν.
Τέλος, το 2019, ιδρύθηκε ένα νέο κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα της Ταϊβάν (TPP), το οποίο ήρθε τρίτο στις πρόσφατες εκλογές. Το μόττο του κόμματος σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική είναι «Πραγματισμός και Ετοιμότητα» (περισσότερα εδώ).
Η Ταϊβάν έχει τρεις κυρίαρχες γλώσσες (Taiwanese Mandarin, Hokkien, Hakka) και δύο κυρίαρχες υποομάδες των Χαν, της πολυπληθέστερης εθνότητας στον πλανήτη, που αποτελούν το 95% των κατοίκων του νησιού και προέρχονται από την ηπειρωτική Κίνα: τους Hokkien/Hoklo και τους Hakka. Όλοι οι υπόλοιποι αυτόχθονες πληθυσμοί, δηλαδή όσοι δεν είναι Han, δεν ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο σε συνολικό πληθυσμό 24 εκατομμυρίων ανθρώπων που κατοικούν στο νησί.
Σε πλανητική κλίμακα υπάρχουν περίπου 40 εκατομμύρια Hokkien και 80 εκατομμύρια Hakka, η πλειοψηφία των οποίων ζει στην Κίνα. Και οι δύο υποομάδες έχουν ως επίκεντρο τη νότια Κίνα και τις ηπειρωτικές ακτές μεταξύ Φουτζιάν, Χονγκ Κονγκ και Καντόνας, απέναντι από τα νησιά Χαϊνάν και Ταϊβάν, αν και ιστορικά ξεκίνησαν από την ενδοχώρα και κάποια στιγμή ακολουθώντας τους ποταμούς έφτασαν παραθαλάσσια. Άνθρωποι και των δύο αυτών υποομάδων ζουν επίσης στην Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία, τη Σιγκαπούρη, την Ινδονησία και το Σουλτανάτο του Μπρουνέι.
Η προαναφερθείσα Tsai Ing-wen, ο Lee Hsien Loong πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης, όπως και ο αείμνηστος Lee Kuan Yew, καθώς και η πρώην πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης Yingluck Shinawatra, προέρχονται από την υποομάδα Hakka.
Από την υποομάδα Hokkien κατάγεται ο Andrew Yang, υποψήφιος για την προεδρία του Δημοκρατικού Κόμματος το 2020, για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης το 2021 και ιδρυτής του κόμματος Forward (FWD) το οποίο αξιώνει να αποτελέσει τρίτο πόλο ανάμεσα στο Ρεπουμπλικανικό και το Δημοκρατικό Κόμμα, καθώς και ο Yuan Tseh Lee που έχει τιμηθεί με Βραβείο Νόμπελ.
Παραδοσιακά, το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) εμφανίζει καλύτερες επιδόσεις σε περιοχές, κομητείες και πόλεις της Ταϊβάν που μιλούν κυρίως Hokkien, και το Εθνικιστικό Κόμμα Κίνας (KMT) σε αυτές που μιλούν κυρίως Hakka και μανδαρίνικα (προφανώς έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πού αντλεί ψήφους το νέο τρίτο κόμμα, TPP, παρόλο που στις πρόσφατες εκλογές δεν κέρδισε κανένα «δήμο» (township-level).
Στην εικόνα αριστερά φαίνονται τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών στο νησί (με ανοιχτό πράσινο χρώμα οι δήμοι που επικράτησε το DPP και με θαλασσί οι δήμοι που επικράτησε το KMT). Στην εικόνα δεξιά αποτυπώνεται ένας γλωσσικός χάρτης της Ταϊβάν (με πράσινο χρώμα οι περιοχές όπου πλειοψηφούν οι ομιλούντες Hokkien, με μωβ οι ομιλούντες μανδαρίνικα και με ροζ οι ομιλούντες Hakka). Η επικάλυψη μεταξύ των δύο χαρτών είναι εντυπωσιακή.
Όλα τα προηγούμενα έχουν τη σημασία και τη βαρύτητά τους. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ρίζα του ζητήματος της Ταϊβάν βρίσκεται στην παρακμή της κινεζικής ισχύος και στην παράλληλη ανοδική πορεία της Ιαπωνίας ως παγκόσμιας δύναμης. Διαμορφώνεται, πρώτα και κύρια, ως μετα-αυτοκρατορικό απομεινάρι της κατάρρευσης της ιαπωνικής ισχύος και ως ιστορικό αποτέλεσμα και υποπροϊόν της ήττας της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς το νησί της Ταϊβάν ήταν υπό ιαπωνική κατοχή από το τέλος του Α΄ Σινοϊαπωνικού Πολέμου το 1895 μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, και μόνο δευτερευόντως ως αποτέλεσμα του κινεζικού εμφυλίου (περισσότερα στο βιβλίο μου «Το Τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης»).