Με την έναρξη της νέας χρονιάς, οι διαμαρτυρίες των αγροτών στη Γερμανία θυμίζουν κάπως εκείνες τις ημέρες του Γενάρη του 1919. Τότε που η χώρα συγκλονιζόταν από τις απεργίες και στη συνέχεια από την εξέγερση των εργατών που κατέληξε στη δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ, στις 15 του μηνός. Συμπτωματικά την επέτειο της εκτέλεσής της ξεκινούσαν στο Νταβός της Ελβετίας οι εργασίες του Φόρουμ των ελίτ. Εκεί που όπως μας λέει το συνταρακτικό βιβλίο του Κρίστοφερ Λας «Η εξέγερση των Ελίτ», οι οικονομικοί και πολιτικοί ισχυροί της Γης απεργάζονται την «Αντιμεταρρύθμιση» και τις στρατηγικές της, οι οποίες θα κρατήσουν το status quo των κερδών τους.
Μόνο που η «ανυπακοή» των Γερμανών αγροτών, παρά τις κάποιες ομοιότητες όσον αφορά τις αντικειμενικές συνθήκες στην ανάδυσή της (πάλι η χώρα τους σύρθηκε σε έναν πόλεμο, στην Ουκρανία, που αποδυνάμωσε την οικονομία, αυξάνει τον πληθωρισμό και προλεταριοποιεί τα μικρομεσαία εισοδήματα, πάλι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έχει συμμαχήσει με τους κεφαλαιοκράτες και τους βιομηχάνους) δεν έχει τις ίδιες πολιτικές ομοιότητες με τότε. Αυτό το κίνημα που συνταράσσει τη Γερμανία σήμερα και την έχει παραλύσει, θυμίζει περισσότερο μία jacquerie σαν εκείνη των Γάλλων αγροτών το 1358 και των Άγγλων αγροτών, τεχνιτών και εργατών στην άλλη πλευρά της Μάγχης το 1381.
Οι τότε «σποντανεϊστικές» (αυθόρμητες) εξεγέρσεις έγιναν με βασικό κίνητρο τους φόρους, τη φτώχεια και την υποβάθμιση της ζωής και όχι λόγω μίας οξυμένης ταξικής συνείδησης, που έβλεπε στον αγώνα την ανατροπή των (υλικών και πολιτικών) συνθηκών που γεννούν την κρίση. Η έλλειψη ενός ταξικού και πολιτικού προσανατολισμού της πάλης, όπως θα έλεγε και ο Γκράμσι («κίνημα και κόμμα»), οδήγησε την πρώτη jacquerie σε λουτρό αίματος (γίνεται λόγος για 20.000 εξεγερμένους που σφαγιάστηκαν από τον Ιωάννη τον Καλό), ενώ η δεύτερη ανάγκασε τον βασιλιά Ριχάρδο Β’ να αποδεχθεί κάποια από τα λαϊκά αιτήματα για να παραμείνει στην εξουσία.
Στη σημερινή Γερμανία από πολιτικής πλευράς, μετά την «προδοσία» των ρεβιζιονιστών Σοσιαλδημοκρατών και την αφασία των «αριστερών» υποδιαιρέσεων, εκείνοι που καιροφυλακτούν είναι οι ακροδεξιοί του AfD (Εναλλακτική Για τη Γερμανία). Οι ακροδεξιοί στηρίζουν διάτορα τις κινητοποιήσεις και μπορούν κάλλιστα να μεταποιήσουν το νόημά τους ως έκφραση ενός νέου «κρατισμού» απέναντι στον ισοπεδωτισμό του νεοφιλελεύθερου μερκαντιλικού δικαιωματισμού και της ενιαίας ταυτότητας που ευνοεί.
Σήμερα, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, σε έναν κωμικό ρόλο στην επανάληψη της Ιστορίας ως άλλος «αριστερός χωροφύλακας» Έμπερτ, αξιώνει από τους αγανακτισμένους αγρότες «συμβιβασμό»: Kompromiss. Βέβαια στις λατινικές γλώσσες το compromettere-compromettre-comprometer εξόν από συμβιβάζω σημαίνει και διακυβεύω, βάζω σε κίνδυνο. Στη δεδομένη στιγμή, ο Σολτς δολιχοδρομεί ανάμεσα στις δύο έννοιες: την ανάγκη του συμβιβασμού και τον κίνδυνο της διακύβευσης. Αντίστοιχα οι ελίτ βλέπουν να διακυβεύεται το δικό τους status quo και οι πληττόμενες τάξεις αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να διακυβευθεί το βιοτικό τους επίπεδο, το μέλλον τους.
Σήμερα η μάζα των Γερμανών αγροτών που ξεσηκώνεται ενάντια στην κυβέρνηση έχει στο πλάι της όλους τους μεταφορείς, τους αλιείς, αλλά και όλους όλους εκείνους τους επαγγελματικούς τομείς που είναι εξοργισμένοι από το υψηλό κόστος των καυσίμων (δεδομένου ότι η κυβέρνηση ανέστειλε την ισχύουσα ενίσχυση), από την ακύρωση των επιδοτήσεων και από τις παράλογες λεγόμενες πράσινες πολιτικές που έχουν ως φόντο την καταστροφή της γεωργίας όπως την ξέρουμε. Όλους εκείνους, όπως κι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι που καλούνται να πληρώσουν τον πόλεμο των Αμερικανών στην Ουκρανία, των Ισραηλινο-Αμερικανών στη Γάζα και τα μονοπώλια στην ενέργεια, τα καύσιμα, τα τρόφιμα και τη γεωργία, που κερδοσκοπούν με τον πόλεμο. Την ίδια στιγμή που οι αγρότες καλούνται να πεινάσουν χωρίς επιδόματα, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Ρόμπερτ Χάμπεκ προσπαθεί να δικαιολογήσει από το Νταβός γιατί μοιράζει επιδοτήσεις στους μεγαλοβιομηχάνους. Γιατί ακριβώς οι πλούσιοι δεν πρέπει να κινδυνεύσουν.
Τα χιλιάδες τρακτέρ, που έφθασαν από όλη τη Γερμανία ίσαμε την Πύλη του Βρανδεμβούργου στο Βερολίνο και καταχειροκροτήθηκαν από πλήθη πολιτών, πολλοί από τους οποίους προσφέρουν στους απεργούς σάντουιτς και ζεστά ροφήματα, ενδέχεται να βρουν μιμητές σε πολλά μέρη: από την έως τώρα φιλοπόλεμη Πολωνία μέχρι τη Γαλλία του Μακρόν.
Η διαιώνιση του πολέμου ενδέχεται να γεννήσει -εάν όχι ένα αμιγώς φιλειρηνικό με την πολιτική έννοια- τουλάχιστον ένα κίνημα υπέρ του τερματισμού του. Εξάλλου αυτό είναι ένα από τα κύρια αιτήματα των Γερμανών και άλλων Ευρωπαίων αγροτών αλλά και πολλών άλλων επαγγελματικών τάξεων. Για το στρατιωτικοβιομηχανικό λόμπι της Ευρώπης και της Γερμανίας αυτό ηχεί -όπως και το 1914 (άλλη επέτειος)- σαν την Dolchstosslegende, τον θρύλο του «πισώπλατου κτυπήματος», ιδίως τη στιγμή που ο κλάδος έχει δρομολογήσει τις εξελίξεις για την κερδοφορία του. Εξελίξεις που στο Φόρουμ του Νταβός οι μέλλοντες να πάρουν τα πολιτικά πιόνια θα εκτελέσουν ως «οδικό χάρτη».
Για όσους βιώνουν την κατάσταση στη Γερμανία, πέρα από τις ιερεμιάδες για την ύφεση της οικονομίας της, η αγανάκτηση είναι ακόμη μεγαλύτερη από αυτήν που τα μέσα ενημέρωσης θέλουν να παρουσιάσουν. Γιατί, παρ’ όλο που προβάλλεται η φαντασμαγορική και εμπορική εικόνα της «εξέγερσης», που θέλγει αναγνώστες και τηλεθεατές, κανένα από τα λεγόμενα mainstream ΜΜΕ (εφημερίδες και τηλεόραση), δεν προτάσσει απόλυτα την αγανάκτηση του μέσου πολίτη. Και κυρίως δεν αναλύει ουσιωδώς ποιο είναι το διακύβευμα ή τις αιτίες που την πυροδότησαν και δεν αποκλείεται να τις δούμε να επηρεάζουν όλη την Ευρώπη. Ο αφοριστικός τρόπος με τον οποίο «ξεφορτώνονται» την είδηση, ως συνέπεια της γερμανικής ύφεσης -λες και τούτη ξεπήθησε εν κενώ-αποτρέπει τη σύνδεση της εξέγερσης των αγροτών με την οικονομική και μιλιταριστική πολιτική που θα κληθούν να ακολουθήσουν οι χώρες της Ευρώπης και του κόσμου που βρίσκονται υπό τη γεωστρατηγική ομπρέλα των ΗΠΑ και των συμφερόντων τους.
Η εξέγερση των Γερμανών αγροτών είναι στην ουσία υποπαρουσιασμένη, ακριβώς γιατί βλάπτει τα σχέδια όσων έχουν αποφασίσει προς τα πού θα κινηθούν οι κερδοφορίες των μεγάλων επιχειρήσεων και ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική των κρατών για να ευνοήσει τις προθέσεις τους. Οι Ευρωεκλογές πλησιάζουν και οι κυβερνήσεις που συνθέτουν την πλειοψηφία υπέρ της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν φοβούνται για τη «μόλυνση» του ιού των κινητοποιήσεων σε όλη την Ευρώπη.
Ο ιδρυτής του Φόρουμ του Νταβός, Κλάους Σβαμπ πιστεύει «πως στο μέλλον οι εκλογές θα είναι άχρηστες, διότι θα ξέρουμε εξ αρχής το αποτέλεσμα». Ωστόσο οι «ηγέτες» που ανήκουν στο κλαμπ των εκλεκτών του φοβούνται το αποτέλεσμα των επερχόμενων Ευρωεκλογών. Η ομάδα των ομογάλακτων του Σβαμπ βλέπει να μην ευοδώνονται τα περιεχόμενα της «Ατζέντας 2030», τα οποία στην πραγματικότητα γονατίζουν κυρίως την οικονομία της Ευρώπης.
Ατυχή μέτρα, όπως τα λοκντάουν, η κερδοσκοπία στα εμβόλια και η πράσινη μετάβαση με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις της αντανακλούν μέρος της αγανάκτησης των Γερμανών αγροτών. Η υπόλοιπη οργή έχει να κάνει με τη σταδιακή (και μη βιώσιμη όπως αποδεικνύεται) κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης, των γεωργικών επιδοτήσεων με την προοδευτική εγκατάλειψη μιας γεωργικής και διατροφικής παράδοσης που χρονολογείται πάνω από χίλια στη χρόνια και συνοψίζεται μετάβαση (για γέλια και για κλάματα) σε μια δίαιτα βασισμένη σε άλευρα και παράγωγα από γρύλους, σκαθάρια και συνθετικό κρέας.
Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι η άνευ όρων προσήλωση σε αυτές τις πραγματικές ανοησίες από μια παγκόσμια δημοσιογραφική τάξη, που ασπάζεται ακόμη και επισφαλείς ή βιαστικές επιστημονικίζοντα ή καθαρά οικονομίστικα θέσφατα, που a priori θεωρούνται τα μόνα ορθά. Αν κάποιος μελετήσει τις μετοχές των κορυφαίων 500 πολυεθνικών σε κάθε κατηγορία προϊόντων (συμπεριλαμβανομένων των φαρμακευτικών προϊόντων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης), θα συνειδητοποιήσει πως έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Στην κορυφή της χρηματοοικονομικής αυτής πυραμίδας, που ρυθμίζει την κερδοσκοπία και κερδοφορία του κεφαλαίου σε όλον τον κόσμο, βρίσκεται το κολοσσιαίο επενδυτικό ταμείο Black Rock με επικεφαλής τον Λαρι Φινκ, όχι τυχαία συνεργάτη του Σβαμπ. Ο Φινκ είναι εκείνος που προάγει όλες τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις και την επιχειρηματική γραμμή σε όλες τις εταιρείες, αλλά και όχι μόνον, σε όλες τις τάσεις της βιοπολιτικής διείσδυσης της κοινωνικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ατζέντας για τα φύλα.
Στο Νταβός η γραμμή που θα δοθεί δεν είναι μόνον αυτή που θα αυξάνει τα κέρδη, μέσω μηδενικών εκπομπών ρύπων (μολονότι οι προσήλυτοι του Σβαμπ καταφθάνουν με εξαιρετικά ρυπογόνα ελικόπτερα) και η καταπολέμηση των επιδημιών (που αφήνουν δισεκ. στις εταιρείες). Το κύριο σύνθημα της φετινής εκδήλωσης του Νταβός, δεδομένου ότι οι επικίνδυνες πολιτικές τους αρχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα παντού είναι: «Πρέπει να ξαναχτίσουμε την εμπιστοσύνη». Όπερ μεθερμηνευόμενον: Πρέπει να βρούμε τρόπο να λογοκρίνουμε και να φιμώνουμε όποιον δεν συμφωνεί μαζί μας», όπως τονίζει και στο διαφωτιστικό ρεπορτάζ της η Ραφαέλα Ρέγκολι. Και για τούτο δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η ίδια η φον ντερ Λάιεν έχει χαρακτηρίζει την «παραπληροφόρηση» ως τον μέγιστο κίνδυνο για την επιχειρηματική κοινότητα απ’ όσο οι πόλεμοι και η κλιματική κρίση! Και φανταζόμαστε όλοι ποια πρέπει να είναι η ορθή πληροφόρηση, ε;
Προσπάθειες όπως της Deutsche Welle να αποδομήσει την παραπληροφόρηση για την κινητοποίηση και να πείσει πως υπάρχει επαρκής κάλυψη, ουσιαστικά αποσκοπούν στο να εξασφαλιστεί ότι η προβολή της αγανάκτησης στη Γερμανία δεν πρέπει να ξεπερνά τα όρια του θεάματος με τα τρακτέρ -όπως γινόταν και στην περίπτωση των Κίτρινων Γιλέκων ή των άλλων ταραχών στη Γαλλία. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπή της κυβέρνησης του Σολτς που ήδη βρίσκεται να κατρακυλά (με 13% πίσω από το CDU/CSU του 31% και του AfD 21%) και στον εκτροχιασμό των σχεδίων της Ε.Ε., σε περίπτωση που στις Ευρωεκλογές, η παραδοσιακή χαλαρότητα στην ψήφο προκρίνει τους ακροδεξιούς.
Οι Γερμανοί αγρότες δεν είναι θυμωμένοι μόνο με τη δική τους κυβέρνηση, αλλά και με την αδιέξοδη και εθελόδουλη διαχείριση της Ευρώπης. Αυτό που δεν μας τονίζουν οι δημοσιογράφοι είναι ότι πληθαίνουν οι αγροτικές κινητοποιήσεις στην Ευρώπη και όσο και εάν τα συστημικά ΜΜΕ προσπαθούν να δείξουν πως δεν υπάρχουν φάλαγγες τρακτέρ από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες που να έχουν ξεκινήσει για να πυκνώσουν τις τάξεις των Γερμανών συναδέλφων τους, αποδεικνύεται παρ’ όλα αυτά ότι μία μετάδοση υπάρχει ήδη.
Το άσχημο στην περίπτωση αυτή είναι πως σε τούτες τις στιγμές και τις κινητοποιήσεις η Αριστερά (όχι μόνον της Γερμανίας, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες) δεν βρίσκεται πουθενά. Αλλοτριωμένη από «αριστερούς της επαύριον» (du landemain, όπως τους έλεγαν το 1848), που καιροσκοπικά σπεύδουν να στοιχηθούν με το κίνημα και τις δομές του για να συνθηκολογήσει με τη Σοσιαλδημοκρατία και το κεφάλαιο σε πολλές αποφάσεις τους, περιμένει απλώς -όπως και στην περίπτωση της Γερμανίας το 1918-19- «να δώσει η Ιστορία ένα σκληρό μάθημα στους εργάτες» κατά τον Λέον Τρότσκι. Στην ίδια τη Γερμανία η καιροσκοπική στάση της Ζάρα Βάγκεχνεχτ αποδεικνύει πόσο λιπόβαρα είναι τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις γραμμές της αριστεράς, «νοθεύοντας» με «συνεχή» μετριοπάθεια τη δυναμικότητα και στο τέλος-τέλος μεταμορφώνοντας την αναγκαία «εμπάθεια» προς το κεφάλαιο και την ορμητικότητα σε βήμα σημειωτόν (και καταστροφική αναμονή).
Πάντοτε η όποια εξέγερση τίθεται τεχνηέντως ενώπιον ενός διλήμματος: είτε κοινωνική ειρήνη και συνεννόηση με το Κεφάλαιο (ντόπιο ή ξένο), είτε εμφύλιος πόλεμος και ρήξη με ισχυρά κέντρα (που μπορεί να σημαίνει απομόνωση και θυσίες). Ο μαυλισμένος εργαζόμενος, όπως αμείλικτα μας δείχνει η εμπειρία -ιδίως από το 2015 και δώθε και πολύ περισσότερο από την πανδημία και μετά- πιστεύει περισσότερο στο ψέμα της επερχόμενης βελτίωσης των συνθηκών και υπομένει την παρούσα μείωση του βιοτικού και μισθολογικού επιπέδου του, προτιμώντας το από την πιο βαρύγδουπη και επώδυνη σημασία της θυσίας.