Σε ξένα χέρια πέφτει το 50% των ακινήτων της Χαλκιδικής με τους Βούλγαρους, τους Σέρβους, τους Ρουμάνους, και τους Ισραηλινούς να έρχονται στις πρώτες θέσεις των αγοραστών εξοχικών και μη κατοικιών ή και αξιοποιήσιμων ξενοδοχειακών μονάδων.
Ενδιαφέροντα σχετικά στοιχεία παρουσίασε σήμερα σε συνέντευξη Τύπου ο Γιώργος Τσιγαράς που είναι συνιδιοκτήτης της Halkidiki Properties και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Rewise που είναι το πρώτο ψηφιακό δίκτυο μεσιτών στην Ελλάδα.
Οπως εξήγησε, από τους ξένους αγοραστές ακινήτων στην Χαλκιδική, οι Βούλγαροι είναι αυτοί που δαπανούν τα υψηλότερα ποσά, ενώ στον αντίποδα οι Ισραηλινοί έρχονται ως επενδυτές φθηνών ακινήτων, με στόχο να τα αναβαθμίσουν και να τα μεταπουλήσουν σε υψηλότερη τιμή. Την ίδια στιγμή κοιτούν και ξενοδοχειακές μονάδες προς πώληση, αρκεί να πρόκειται για ευκαιρία.
«Οι Ισραηλινοί επενδυτές έχουν μία βασική ιδιαιτερότητα έναντι άλλων επενδυτών στην περιοχή της Χαλκιδικής, αφού αναζητούν ακίνητα σε χαμηλές τιμές, την ώρα που η ελληνική αγορά καταγράφει συνεχώς αύξηση τιμών», εξήγησε.
Πάντως, το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών στην περιοχή της Χαλκιδικής, εστιάζεται κατά κύριο λόγο σε οικιστικά projects και υφιστάμενες ξενοδοχειακές υποδομές, ενώ το 10% με 15% των ζητήσεων αφορά σε αγορά οικοπέδου.
Σε ό,τι αφορά το ενδιαφέρον των Σέρβων, ο Γιώργος Τσιγαράς τόνισε ότι επιδιώκουν να αγοράζουν κατά κύριο λόγο μικρές κατοικίες με τα ποσά που διαθέτουν να κυμαίνονται από 60.000 έως 70.000 ευρώ, ενώ αντίστοιχα κινούνται και οι αγοραστές από τη Βόρεια Μακεδονία.
Βούλγαροι και Ρουμάνοι επενδυτές, όπως τόνισε, ποσοστό 60% με 70% αυτών αναζητά κατοικίες μέχρι 150.000 ευρώ, το 12% με 15% αναζητά κατοικίες του ενός εκατ. ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό προτίθεται να δαπανήσει μέχρι και 500.000 ευρώ. «Πάντως δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που οι ζητήσεις τους δεν έχουν χρηματική…οροφή», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά.
Για τις τουριστικές υποδομές, που κατά τον Γιώργο Τσιγαρά καταγράφονται δεκάδες αυτές που είναι προς πώληση, το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών εστιάζει κυρίως σε υφιστάμενα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, για τα οποία θα χρειαστεί μεν ανακατασκευή, χωρίς όμως να απαιτούνται πολύχρονες καθυστερήσεις.