Στην Εσθονία, οι αρχές της χώρας αποφάσισαν την απέλαση του μητροπολίτη Ταλίν Ευγενίου (Ρεσέτνικοφ) του Πατριαρχείου Μόσχας, επικαλούμενες λόγους ασφάλειας της χώρας, με αναφορά κυρίως στο περιεχόμενο δημόσιων ομιλιών του. Πιο συγκεκριμένα, το Γραφείο Τύπου της Διεύθυνσης Αστυνομίας και Συνοριοφυλακής της Εσθονίας δήλωσε ότι δεν θα υπάρξει παράταση στην άδεια διαμονής του μητροπολίτη Ταλίν Ευγενίου, αφότου η τρέχουσα άδεια παραμονής λήξει στις 6 Φεβρουαρίου 2024. Στη σχετική δήλωση ο κίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους της Εσθονίας ταυτίζεται με δηλώσεις σχετικές με τη δράση της Ρωσίας, χωρίς κάποια περαιτέρω διευκρίνιση. Η τελευταία άδεια παραμονής είχε δοθεί δύο χρόνια πριν, προτού αρχίσει η τελευταία φάση της σύγκρουσης στην Ουκρανία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ανήκει το 16% του εσθονικού πληθυσμού, ενώ οι Ρώσοι ανέρχονται στα 1,3 εκατομμύρια, δηλαδή περίπου στο ένα τέταρτο του πληθυσμού της Εσθονίας. Οι ίδιοι οι Εσθονοί στρέφονται περισσότερο στη Λουθηρανική Εκκλησία, η οποία μετρά το 8% του πληθυσμού (οι άθρησκοι αποτελούν την πλειοψηφία).
Λίγο πιο νότια, στη Λιθουανία έχει υπογραφεί από τον Μάρτιο του 2023 έγγραφο για την ίδρυση Εξαρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με συνεργασία του πρωθυπουργού της Λιθουανίας και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Προσφάτως, δύο κληρικοί από τη Λευκορωσία και επτά από τη Λιθουανία (δύο διάκονοι και πέντε ιερείς), οι οποίοι είχαν καθαιρεθεί από το Πατριαρχείο Μόσχας και είχαν γίνει δεκτοί από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, βραβεύτηκαν από τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τόνι Μπλίνκεν με επίκληση στη θρησκευτική ελευθερία.
Παρόμοια γεγονότα δείχνουν τις σχέσεις γεωπολιτικής, κρατικής και εκκλησιαστικής πολιτικής στη Βαλτική, αλλά και γενικότερα στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτό το οποίο πριμοδοτείται εντέλει είναι η ταύτιση της τοπικής Εκκλησίας με το εκάστοτε έθνος-κράτος. Το 2016, στη Σύνοδο της Κρήτης, η οποία είχε γενικώς χαρακτηριστεί από μια εκκλησιολογία καταξίωσης της οικουμενικότητας, είχαν προσκληθεί 14 τοπικές Εκκλησίες (Πατριαρχεία και αυτοκέφαλες Εκκλησίες), από τις οποίες προσήλθαν οι 10 (απείχαν τα Πατριαρχεία Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας). Συνολικά, αν εξαιρέσει κανείς τα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, οι υπόλοιπες δέκα τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες προσεκλήθησαν, (είτε πήγαν, είτε όχι), αντιστοιχούσαν εν πολλοίς σε έθνη-κράτη (Κύπρος, Ελλάδα, Αλβανία, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχία και Σλοβακία, Πολωνία, Γεωργία, Ρωσία). Η ψήφος στη Σύνοδο της Κρήτης ήταν κατά τοπική Εκκλησία και όχι κατά επίσκοπο, όπως συνέβαινε παλαιότερα στις συνόδους της πρωτοχριστιανικής και της βυζαντινής περιόδου και δη στις Οικουμενικές. Αυτό ήταν μια καινοτομία, η οποία καταξίωσε τον εκκλησιαστικό εθνικισμό σε μία σύνοδο η οποία ως προς τη θεολογία της προώθησε την οικουμενικότητα. Φαίνεται λοιπόν, ότι ο εθνικισμός έχει έρθει για να μείνει στην Ορθοδοξία, σε πείσμα των θεολογικών διακηρύξεων.
Μια διερώτηση που θα είχε κάποιο ενδιαφέρον είναι πώς θα ήταν το εκκλησιαστικό τοπίο στο μέλλον. Μετά την ουκρανική κρίση, η ρήξη ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Μόσχας έχει βαθύνει, χωρίς ευτυχώς ακόμη να υπάρχει ένα πλήρες σχίσμα. Υπάρχει, όμως, συσπείρωση μετώπων και αυτό συμβαίνει κυρίως μέσω εθνοκρατικών συσπειρώσεων. Το θέμα το οποίο έλαμψε διά της απουσίας του στη Σύνοδο της Κρήτης ήταν αυτό του τρόπου με τον οποίο αναγνωρίζεται η αυτοκεφαλία μιας τοπικής Εκκλησίας. Ως τώρα, ντε φάκτο, επικρατούν ιστορικά κριτήρια, αλλά δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τα θεολογικά και κανονικά εκκλησιαστικά κριτήρια, μάλιστα το θέμα ούτε καν συζητήθηκε συνοδικώς.
Και είναι ένα ζήτημα, το οποίο έχει γίνει ιδιαίτερα κρίσιμο μετά την ανάδυση του νεωτερικού εθνικισμού τον 19ο αιώνα και τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ακόμη περισσότερο στη μετακομμουνιστική περίοδο μετά το 1989, δηλαδή μετά τη διάλυση κυρίως της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν θεολογικά κριτήρια, και όχι απλά η γλώσσα της ισχύος ή, συνηθέστερα, των σχισμάτων, για να ορίσει κανείς σε ποια εκκλησία θα αναγνωριστεί η αυτοκεφαλία και σε ποια όχι.
Προς το παρόν αυτό που εμπειρικά παρατηρείται είναι η συσπείρωση τοπικών εκκλησιών, που δεν είναι ακόμη όλες αυτοκέφαλες με την πλήρη έννοια, γύρω από έναν έντονο αντιρωσισμό με την επικουρία των φιλοδυτικών κυβερνήσεων των αντίστοιχων χωρών. Η περιθωριοποίηση των ρωσικών ή και των σερβικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων οδηγεί σε εκκλησίες συσπειρωμένες γύρω από τον φιλοδυτικό προσανατολισμό των κυβερνήσεων των αντίστοιχων χωρών. Διερωτάται, λοιπόν, κανείς πού καταλήγει αυτό. Αν το 2016 είχαμε 10 τοπικές Εκκλησίες στην Κρήτη και 4 που δεν προσήλθαν, πόσες θα έχουμε στο μέλλον; Θα μπορούσαν να προστεθούν λ.χ. τοπικές Εκκλησίες της Εσθονίας και της Λιθουανίας; Ή της Βόρειας Μακεδονίας; Υπάρχει περίπτωση το μοντέλο που ακολουθήθηκε εκκλησιαστικώς στην Ουκρανία να επαναληφθεί στη Μολδαβία ή και στο Μαυροβούνιο; Πρόκειται για ερωτήματα ανοικτά, για τα οποία θα αποφασίσει μάλλον λιγότερο η θεολογική εκκλησιολογία, η οποία άλλωστε δεν έχει αποσαφηνισθεί συνοδικώς, και περισσότερο η ισχύς των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, τις οποίες ακολουθεί η εκκλησιαστική πολιτική.