Η αναντίρρητη άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη μπορεί ακόμη να προκαλεί τα αντανακλαστικά της κοινωνίας, όπως οι τελευταίες διαδηλώσεις κατά του AfD στη Γερμανία, όμως ο βαθμιαίος εκφασισμός της ηπείρου πραγματώνεται μέσα από νομότυπες αποφάσεις και μεθοδεύσεις, που συνήθως δεν τυγχάνουν της πρέπουσας αντιμετώπισης.
Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται, σε μακροσκοπικό επίπεδο, η δεξιά στροφή του Μακρόν, τόσο με τον ανασχηματισμό προς το συντηρητικότερο, όσο και με το επίμαχο μεταναστευτικό νομοσχέδιο ή τις ταξικές μεταρρυθμίσεις τους (συνταξιοδοτικό, Παιδεία κλπ). Αλλά ούτε και σε μικροσκοπικό, οι αλλεπάλληλες εκδηλώσεις υπέρ του φασισμού στην Ιταλία, πρώτα με τις τους φασιστικούς χαιρετισμούς στην Acca Larentia και ακόμη περισσότερο με την κατάπτυστα αμφιλεγόμενη απόφαση Εφετείου, που εν μέρει νομιμοποιεί τον φασιστικό «ρωμαϊκό» χαιρετισμό. Έναν φασιστικό χαιρετισμό, που μέσα σε λίγες μέρες μέσα στο 2024 έρχεται να ξαναθυμίσει τις ζοφερές μέρες του 1924. Τότε που με βία και νοθεία ο Μπενίτο Μουσολίνι κερδίζει τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές τον Μάρτιο πριν την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού και την εγκαθίδρυση του Φασισμού. Μια επικράτησε που έδειξε την καθαρά εγκληματική του μορφή λίγους μήνες αργότερα με τη στυγνή δολοφονία του σοσιαλιστή βουλευτή-μάρτυρα, Τζάκομο Ματεότι.
Στις αρχές του χρόνου, εκατοντάδες χέρια φασιστών σηκώθηκαν στον χαιρετισμό για να τιμήσουν τη μνήμη τριών μελών του MSI νεοφασιστικού προπομπού του κόμματος της Τζόρτζια Μελόνι, που έχασαν τη ζωή τους σε φωτιά που ξέσπασε από επίθεση με μολότοφ από αριστερά στοιχεία στα γραφεία του κόμματός τους στην Acca Larentia, σε εκδίκηση για το κύμα φασιστικών επιθέσεων. Η αδιάντροπη και θρασεία χειρονομία προκάλεσε πολιτικό σάλο, που όμως η ίδια η κυβέρνηση έσπευσε με τον γνωστό αναθεωρητισμό της να δικαιολογήσει. Και μόλις πριν λίγες ημέρες, ένα όργανο του κράτους, το Εφετείο που κλήθηκε να γνωμοδοτήσει για μία αντίστοιχη περίπτωση στο Μιλάνο το 2016, έκρινε πως ο φασιστικός χαιρετισμός δεν αποτελεί εγκληματική χειρονομία και ενέργεια. Πού στην Ιταλία, με μία νεοφασιστική και ξενόφοβη κυβέρνηση στην εξουσία, η οποία είναι σαν να αποσκοπεί στην ανασύσταση του φασιστικού κόμματος! Το Δικαστήριο έκρινε πως οι χαιρετισμοί αυτοί σε άλλες περιστάσεις, πχ τα μνημόσυνα ή «τιμητικές» τελετές δεν συνιστούν παράνομες ή επικίνδυνες ενέργειες. Λες και η δημόσια απολογία του φασισμού είναι ένα αθώο σχόλιο ή εκδήλωση και δεν εμπεριέχει προπαγανδιστικές αποβλέψεις και προκλήσεις. Μία απόφαση προβληματική καθώς αποσυνδέει από το περιεχόμενο του φασισμού το πολιτικό του περίβλημα (το κόμμα) και το στενό ιδεολογικό του καταστατικό από την διαβρωτική και λαϊκίστικη συνεκδοχή της λειτουργίας του: του εκφασισμού, που στηρίζεται στην προπαγάνδα, την καταδολίευση των δικαιωμάτων που παρέχει η ελεύθερη πολιτική διαδικασία, η βία, ο μαυλισμός και ο αναθεωρητισμός -όπως πάλι με αιχμή τον Λα Ρούσα είχε αποτολμηθεί και θεσμικά. Δηλητήρια, που όπως και στον πρώτο φασισμό της «Εικοσαετίας» είχαν αφεθεί ανεμπόδιστα ή ακόμη ακόμη και ενθαρρυνθεί από φορείς και όργανα του κράτους και το κεφάλαιο (όπως και σήμερα) να μεταγγισθούν στην κοινωνία και να αποδυναμώσουν την δημοκρατία και τις ελευθερίες.
Παρά τις ρηματικές αντιδράσεις γίνεται φανερή η κρίση του αντιφασισμού στην Ιταλία, της οποίας η κοινωνία βουβά συμβιβάζεται με την light εικόνα του μετριοπαθούς φασισμού που προβάλλει η Μελόνι & Co. Μία κοινωνία που ανέχεται σε ένα από τα πιο ύπατα αξιώματα, τον Ινιάτσιο Λα Ρούσα, γνωστό από το βίαιο νεοφασιστικό παρελθόν του. Ο νυν πρόεδρος της Βουλής, το β΄τη τάξει αξίωμα στην Ιταλία, όχι μόνον έχει χαιρετήσει φασιστικά από του βήματος της Βουλής, αλλά έχει κατ’ επανάληψη -όπως και στην περίπτωση της Acca Larenzia- υπερασπισθεί τον φασιστικό «ρωμαϊκό» χαιρετισμό.
Έχοντας τέτοια ανοχή από θεσμικής και νομικής πλευράς, τέτοια επεισόδια σαφώς αποτελούν νομιμοποιητικές στιγμές μίας φασίζουσας συμπεριφοράς, η οποία σύντομα από «ανεκτό» επεισόδιο, τόσο μέσα στον Τύπο, όσο και στην κοινωνία, υπάρχει κίνδυνος να καθιερωθεί σε νόμιμη και γιατί όχι και θεσμική δήλωση πίστης σε μία τέτοια εγκληματική νοοτροπία. Ιδίως μάλιστα, όταν σε άλλες περιπτώσεις περιθωριοποιούνται και σχεδόν χλευάζονται προσωπικότητες που έχουν δώσει ακόμη και τη ζωή τους για τα δημοκρατικά ιδανικά. Περίτρανο παράδειγμα, οι παρεμβάσεις τοπικών εκλεγμένων με την ξενοφοβική Λέγκα και το νεοφασιστικό «Αδέλφια της Ιταλίας» (FdI) για να “μετονομασθούν Λύκεια σε «Αντόνιο Γκράμσι» ή «Πεπίνο Ιμπαστάτο» (ο τελευταίος εγκληματική φιγούρα και θύμα στον πόλεμο κατά της Μάφιας).
Παράλληλα καλπάζει ο ρεβιζιονισμός για την περίοδο του φασιστικού Ventennio (Εικοσαετίας). Τόσο με την στανική επιβολή άλλης μίας επετείου για την Εθνική Ενότητα και τις Ένοπλες Δυνάμεις, που ουσιαστικά εξυμνεί τον ιμπεριαλιστικό καιροσκοπισμό της (καθυστερημένης κι εκ του ασφαλούς, όπως θεωρούσε) εξόδου της Ιταλίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όσο και με την αμφιλεγόμενη έκδοση του Ημερολογίου του Στρατού 2024, όπου εξυμνούνται οι ένοπλες δυνάμεις «πριν και μετά την 8η Σεπτεμβρίου 1943» -δηλ. και κατά τη διάρκεια του Φασισμού- ενώ τιμάται κι ως ήρωας φασίστας στρατιωτικός που το 1938 πήγε να υπηρετήσει στις δυνάμεις του δικτάτορα Φράνκο, με τα φασιστικά αποσπάσματα, στην Ισπανία ενάντια στις ρεπουμπλικανικές κυβερνητικές δυνάμεις!
Η ανοχή στους φασιστικούς χαιρετισμούς, όπως παλιότερα στη Νάπολη την Πρωτοχρονιά του ‘22 και η συγκαταβατική αντιμετώπισή τους από τη δικαιοσύνη αναδιατυπώνουν ακόμη μία φορά το κοινότοπο παραμύθι πως ο φασισμός ξεπηδά μόνο μέσα από τις κρίσεις και την αμφισβήτηση της ταυτότητας του ατόμου. Μπορεί οι κρίσεις να δημιουργούν ένα σκηνικό όπου μπορεί κάλλιστα να βγάλει τη μάσκα του ο φασισμός, όμως εκείνος εκκολάπτεται διαρκώς μέσα στην επιβεβλημένη σιωπή της αβεβαιότητας και της πίεσης στην εργασία, στην προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης και στον υπαρξιακό φόβο του νεοφιλελεύθερου συστήματος και του διαρκούς αναθεωρητισμού του σε κάθε επίπεδο (αξιακό, ιστορικό, πολιτικό). Ένας φόβος κι ένας σπασμωδικός αναθεωρητισμός -υπόλειμμα της βεβαιότητάς του πως αποτελεί ως σύστημα το «τέλος της Ιστορίας»- που αποτελεί μία νιτσεϊκή Umwertung aller Werte. Την οποία βλέπουμε παντού, όταν βαπτίζει την ειρήνη προδοσία, την άμυνα τρομοκρατία, τη γενοκτονία άμυνα, την ταξικότητα αριστεία, την εκμετάλλευση ανάπτυξη. Ο εχθρός του φασισμού -όπως και του συμμάχου του νεοφιλελευθερισμού- δεν είναι το ancien régime μίας παρωχημένης δημοκρατίας, αλλά ο κίνδυνος μη δημιουργηθεί μία νέα μορφή δημοκρατίας, πιο συμμετοχικής, με νέα πολιτικά και συνεπώς ανεξέλεγκτα υποκείμενα, που θα την απαιτήσουν μάζες εξεγερμένες κι οι κινητοποιήσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Εάν παλιά, όπως υπενθυμίζει ο Α. Γκλυκσμάν (Φασισμοί: παλιοί και νέοι, σελ 13) το κράτος στην «Εικοσαετία» ήταν η οπισθοφυλακή του φασισμού, που είχε τη δική του αυτόνομη δύναμη κρούσης, σήμερα με τη νεοφασιστική κυβέρνηση της Μελόνι, η φασιστική ιδεολογία (μαζί με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς) είναι η εμπροσθοφυλακή στον εκφασισμό της κοινωνίας. Οι επιθέσεις της αστυνομίας σε φοιτητές και σπουδαστές το φανερώνουν. Ενώ οι παρακρατικές οργανώσεις παίζουν συμπληρωματικό ρόλο, με τους ρωμαϊκούς χαιρετισμούς τους σε αμφιλεγόμενες εκδηλώσεις ή με επιθέσεις εναντίον μαθητών (βλέπε Λύκειο Μικελαντζόλο στη Φλωρεντία, τον περασμένο Φεβρουάριο κλπ), ή όπως εκείνη η θρασύδειλη ενάντια στην έδρα του σωματείου CGIL το 2021.
Εάν παλιότερα, η «πρώτη» φάση του φασισμού γεννιόταν για να απαντήσει βίαια σε ένα προλεταριακό ή μαζικό κίνημα, σήμερα όπου (για να θυμηθούμε το μνημειώδες έργο του Κρίστοφερ Λασκ) η «εξέγερση ανήκει στις ελίτ», ο φασισμός δρα σχεδόν αποκλειστικά στο πλαίσιο της «δεύτερης» φάσης του. Αυτής που οργανώνεται γύρω από την προσπάθεια «εκφασισμού» της κοινωνίας, δηλαδή του πολυπαραγοντικού, διαρκούς και καθημερινού ελέγχου της κοινωνίας, όχι πλέον με τη βία και την αστυνομοκρατία, αλλά με τη δημιουργία μίας συνείδησης και συμπεριφορών, που ενώ φαίνεται πως στρέφονται ενάντια στις ελίτ, ουσιωδώς παγιώνουν την εκμετάλλευσή τους. Γιατί αναπτύσσουν έναν «συνδικαλιστικό» τρόπο για να διοδεύουν την οργή κι αγανάκτηση στα ακροδεξιά κόμματα, που γίνονται οι πιο πειστικοί σημαιοφόροι τους απέναντι στην χρεωκοπημένη και συμμαχική σοσιαλδημοκρατία. Η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία, δεν οφείλεται μόνον στην ακηδία των θεσμών. Άλλωστε και η νομική μόνον αντιμετώπισή τους δεν αποτελεί αποτελεσματικό όπλο για την ανάσχεσή του. Η άνοδός του χρεώνεται σαφώς και στην αποτυχία των αριστερών δυνάμεων στην Ιταλία τόσο να διατυπώσουν μία εναλλακτική πρόταση στον νεοφιλελευθερισμό, όσο και η πρόθυμη συστράτευσή τους σε μία σειρά από ιδεολογικές τοποθετήσεις της δεξιάς. Όταν η ιταλική αριστερά, με εξαίρεση τα συνδικάτα που έστω και δειλά κι αργοπορημένα ξαναπέρνουν την πρωτοβουλία του αγώνα, όπως κι αλλού δεν προσφέρει λύσεις, αλλά ταυτίζεται κι αυτή, με σοσιαλδημοκρατικό τρόπο, με τον δεξιό Ευρωατλαντισμό, τον μιλιταρισμό του, όταν ακολουθεί τις νεο-ιμπεριαλιστικές του φαντασιώσεις και συναινεί στις δεξιές δημοσιονομικές και νομισματικές επιλογές, στο όνομα της «εταιρικής αλληλεγγύης», είναι μαθηματικώς βέβαιο, πως θα απολέσει ακροατήριο, που θα προτιμήσει τους αληθινούς εκφραστές τούτης της πολιτικής. Κυρίως δε στην ιταλική αριστερά είναι ορατή η απουσία μίας δομημένης, ιδεολογικά και με πολιτικό αισθητήριο, προσωπικότητας , στα πρότυπα ενός Τολιάτι, ενός Νέννι, ενός Περτίνι φερ’ ειπείν, αλλά κυρίως η διάλυση του μηχανισμού και της βάσης των κομμάτων του χώρου. Πλέον δεν υπάρχουν πλέον εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις, που θα ήσαν οι πρωτοπόροι εκφραστές της πλατιάς μάζας και καθοδηγητές και διαμορφωτές μίας νέας γενιάς συνειδητοποιημένων και καταρτισμένων μελών και ηγεσίας, που θα ετοίμαζαν το έδαφος για την πάλη ενάντια και στον νέο φασισμό, αλλά και στον αρπακτικό νεοφιλελευθερισμό και τα ανδρείκελά του.