Η εισβολή των ΜΑΤ στο Δημοκρίτειο, όπως και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο αποτελεί άλλο ένα επεισόδιο στη μεγάλη αλυσίδα επιθέσεων που εντάθηκε πριν από περίπου δύο χρόνια από πλευράς της κυβέρνησης εναντίον του δημοσίου πανεπιστημίου εν γένει και εναντίον των φοιτητών ειδικότερα. Επιθέσεις, οι οποίες είναι άλλοτε προληπτικού χαρακτήρα (μείωση χρηματοδότησης, ώστε να δυσλειτουργεί το πανεπιστήμιο, εισαγγελικές έρευνες κατά μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας) και άλλοτε κατασταλτικές (ΜΑΤ μέσα στα πανεπιστήμια και ξυλοδαρμοί φοιτητών).
Είναι σημαντικό να δούμε ποιες είναι οι αιτίες αυτής της επίθεσης. Η πρώτη είναι εντελώς υλική και κερδοσκοπική. Ο νεοφιλελευθερισμός εν γένει και η ειδικότερη, ακόμα πιο ληστρική εν Ελλάδι εκδοχή του, που επιβλήθηκε ολοκληρωτικώς δια των μνημονίων, με παραδοσιακό κύριο φορέα στο πολιτικό προσωπικό το Μητσοτακισμό (και σε μεγάλο βαθμό τον συγγενή του μητσοτακισμού «εκσυγχρονισμό») έχουν ως βασικό εργαλείο παραγωγής πλούτου όχι την παραγωγή, αλλά τη μόχλευση του χρήματος μέσα από τη δημιουργία παρασιτικών αγορών, στις οποίες ο ένας ληστεύει τον άλλον και όλους μαζί το πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Εξ ου και όπως σε κάθε άλλον τομέα, η διάλυση του συνταγματικού πλαισίου συνολικώς μέσα από το άρθρο 16, έρχεται ως συνέχεια της απαξίωσης αλλά και της εν πολλοίς ήδη προωθούμενης ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης του δημοσίου πανεπιστημίου τα προηγούμενα χρόνια, μέσα από την επανα-πληρωμή από πλευράς των φοιτητών και των οικογενειών τους, πτυχίων και παροχών για τις οποίες πληρώνουν ήδη μέσα από τους φόρους των οικογενειών τους (μεταπτυχιακά με δίδακτρα, σίτιση, στέγαση κλπ.).
Συνέχεια αυτής της συνθήκης αποτελεί το λογικώς αντιφατικό, εξ ου και παράλογο επιχείρημα, το οποίο την ίδια στιγμή υποστηρίζει ότι τα (δημόσια) πανεπιστήμια πρέπει να δέχονται ακόμα λιγότερους μαθητές ως φοιτητές, διότι οι τελευταίοι δεν έχουν επαρκές επίπεδο, ώστε να σπουδάσουν και ταυτοχρόνως ότι όλοι οι μαθητές πρέπει να φοιτούν σε κάποιο (ιδιωτικό) πανεπιστήμιο. Κοινώς, το επιχείρημα είναι ότι η έστω ελλειμματική δημόσια και σε ένα βαθμό δωρεάν (άρα όντως ελεύθερη σε κάποιο βαθμό) πανεπιστημιακή εκπαίδευση πρέπει να συρρικνωθεί και η ιδιωτική (άρα εξ ορισμού κλειστή λόγω οικονομικών κριτηρίων) εκπαίδευση να πληθωριστεί. Πρόκειται για το τυπικό επιχείρημα επιβολής μιας παρασιτικής αγοράς εκεί που δεν υπάρχει ανάγκη αγοράς (εξ ου και παρασιτική). Από τη στιγμή που μπαίνουν σε οποιαδήποτε εκπαιδευτική διαδικασία δίδακτρα, η τελευταία καθίσταται κλειστή, υπό την έννοια ότι ο διαγωνισμός για την πρόσβαση σε αυτήν υπακούει σε εξω-εκπαιδευτικά κριτήρια.
Η εκπαίδευση δεν αποτελεί καν χώρο με σπανιότητα πόρων, ώστε έστω με όρους αγοράς να πρέπει να διακανονιστεί η πρόσβαση σε αυτήν. Δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο ως προς το να εκπαιδευτούν όλες οι μαθήτριες και οι μαθητές σε ανώτατο επίπεδο, παρά μόνο οι γνωσιακές τους δυνατότητες. Ως εκ τούτου, το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (το «μη- κρατικά» αποτελεί ευφημισμό), όπως ακριβώς σε άλλες φάσεις συσσώρευσης, στερεί την πρόσβαση σε κάτι που ήταν ελεύθερα προσβάσιμο, προκειμένου να το κοστολογήσει. Φυσικά, δίπλα σε αυτό υπάρχουν και τα συγκεκριμένα συμφέροντα των φίλων της οικογένειας Μητσοτάκη και υπουργών, με τις αντίστοιχες προνομιακές σχέσεις. Επομένως μπορεί παραγωγή πλούτου να μην έχουμε, αλλά μόχλευση έχουμε να «φάνε κι οι κότες». Όπου μόχλευση εν προκειμένω σημαίνει ότι ο ένας θα μπαίνει στην τσέπη του άλλου και θα αρπάζει ό,τι βρίσκει: ο καθηγητής στην τσέπη του γονιού με τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, το ιδιωτικό πανεπιστήμιο με το αγορασμένο πτυχίο, ο γιατρός με το νομιμοποιημένο και με το παράνομο φακελάκι, ο επαγγελματίας του τουρισμού με την υπερτιμολόγηση, ο έμπορος όπλων στον κρατικό προϋπολογισμό και πάει λέγοντας.
Το ιδεολογικό ζήτημα συνίσταται στο στην επίθεση στους δημοσίους χώρους συνολικώς, με πρώτο το πανεπιστήμιο. Κάθε νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση είναι αυταρχική απέναντι σε κάθε χώρο στον οποίο συντίθεται και δεν αθροίζεται απλώς ο πληθυσμός ή μέρος του, επειδή ακριβώς αυτοί είναι οι χώροι στους οποίους δομείται κοινωνικότητα, κοινωνία και πολιτικό σώμα. Κάθε δημόσιος χώρος δεν επιτελεί στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο τρόπο την παραπάνω διαδικασία, ωστόσο όλοι τείνουν προς αυτήν. Από τα γήπεδα και τις πλατείες, έως τους κατειλημμένους από τις πορείες δρόμους και τα δημόσια πανεπιστήμια, το μήνυμα της κυβέρνησης είναι σαφώς και σταθερά κατασταλτικό.
Η κυβέρνηση θέλει να διαλύσει τον σημαντικότερο από αυτούς τους χώρους που είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο (το μόνο είδος κυριολεκτικώς πανεπιστημίου το οποίο μπορεί να υπάρξει). Από τη μια το απαξιώνει με την υποχρηματοδότηση, με εμπορευματικές και συντεχνιακές πρακτικές (το κλείσιμο του ματιού στα μέλη ΔΕΠ να βγάζουν ένα δεύτερο μισθό από τα μεταπτυχιακά), με την αναξιοκρατία στην οποία πρωταγωνιστεί η παλιά και νέα «γαλάζια γενιά», όπως και οι «γενίτσαροί» της, με την επισφαλή εργασία, η οποία παράγει κατά βάση αυτολογοκρινόμενους ακαδημαϊκούς. Από την άλλη, ασκεί στο πανεπιστήμιο διαρκή καταστολή είτε με τις υπουργικές ντιρεκτίβες, είτε με τη φυσική βία των ΜΑΤ. Πλέον, με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια αποπειράται να παραγάγει μια νέα γενιά επαγγελματιών με ακαδημαϊκούς τίτλους, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν μια άμεσα παραχθείσα από τις νεοφιλελεύθερες δομές οργανική μερίδα διανοουμένων (αντί για τις μετεγγραφές από την παρηκμασμένη αριστερά, τις οποίες χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα η δεξιά).
Η κατάληξη της πορείας των ιδιωτικών πανεπιστημίων λοιπόν είναι η εξής τριπλή: πρώτον, η διαμόρφωση μιας ακόμα παρασιτικής και άνισης αγοράς. Δεύτερον, η δημιουργία μιας νέας μερίδας οργανικών διανοουμένων με ταυτόχρονο περαιτέρω πληθωρισμό των εκπαιδευμένων επαγγελματιών και αποσύνθεση της αγοράς εργασίας. Και τέλος, στη βάση των παραπάνω ο περαιτέρω περιορισμός της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, το κυριότερο μέσο για την οποία υπήρξε το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η οικογένεια Μητσοτάκη έχει και ένα ειδικό μίσος για το πανεπιστήμιο και το φοιτητικό κίνημα. Από τα Ιουλιανά έως την περίοδο 90-93, οι φοιτητές υπήρξαν πολιτικοί αντίπαλοι του μητσοτακισμού (το ίδιο και του συγγενούς με το μητσοτακισμό εκσυγχρονισμού). Δεν είναι τυχαίο ότι ΝΔ και ΚΙΝΑΛ πρωταγωνιστούν στην επίθεση κατά του δημοσίου πανεπιστημίου και η πρώτη στη φυσική βία κατά των φοιτητριών και των φοιτητών. Το φοιτητικό κίνημα έχει ιστορία σε αυτήν τη χώρα και μέλλον. Ο Μητσοτακισμός τα μισεί και τα δύο.
Λες και όλοι περιμένουν «κάτι μεγάλο», χωρίς (εμείς τουλάχιστον) να είμαστε σίγουροι περί τίνος πρόκειται.
20.
11.
24