ΑΘΗΝΑ
08:57
|
05.11.2024
Για πρώτη φορά εκτίθεται η περίτρανη απόδειξη της συνενοχής του Μπενίτο Μουσολίνι ως εντολέα της δολοφονίας του γραμματέα του Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιταλίας.
Τζάκομο Ματεότι
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η εγκατάσταση της νεοφασιστικής κυβέρνησης της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία, που σαν ένα χλευαστικό στους ευσεβείς πόθους της δημοκρατικής παράδοσης αστείο της Ιστορίας, συμπίπτει από το ξεκίνημά της με την κατάληψη της εξουσίας από τον φασίστα Μπενίτο Μουσολίνι πριν 100 χρόνια ακριβώς, έχει προσδώσει μία διαφορετική -ίσως και το ευχόμαστε-, αφυπνιστική σημασία σε διάφορες, τραγικές στον χαρακτήρα τους, επετείους.

Μία από αυτές, που μία μεγάλη έκθεση στο Παλάτσο Μπράσκι στη Ρώμη, αλλά και σε άλλες πόλεις της χώρας, ιδίως σε όσες συνδέονται με τη δράση του μεγάλου σοσιαλιστή ηγέτη, υπενθυμίζει και τιμά, είναι και η 100ή επέτειος από την απαγωγή και τη δολοφονία του Τζάκομο Ματεότι. Η έκθεση αποτελεί την εναρκτήρια πράξη στις εκδηλώσεις για να τιμηθεί η εκατονταετηρίδα του «Έτους Ματεότι», που ψηφίσθηκε ομόφωνα από τη Βουλή, έπειτα από πρωτοβουλία της δια βίου γερουσιάστριας  Λιλιάνας Σέγκρε. Στόχο έχει να αναμοχλεύσει τη μνήμη του αδικοσκοτωμένου ηγέτη, του σοσιαλιστή γραμματέα, του μαχητικού  και στρατευμένου πολιτικού και του ακέραιου ηθικά και ιδεολογικά, αλλά και διορατικού, ανθρώπου που πριν από 100 χρόνια συνέδεσε το όνομα, αλλά και αφιέρωσε τη δράση του ενάντια στην επερχόμενη τυραννία -ακόμη τότε κεκαλυμμένη, μέσα στην προσχηματική φάση της «εξομάλυνσης»- του φασισμού.

Το «έγκλημα Ματεότι» διατάχθηκε από τον ίδιο τον Μουσολίνι και οργανώθηκε και εκτελέσθηκε από τα παρακρατικά και κακοποιά όργανά του, με στόχο να σιγήσει η μόνη φωνή που με σθένος μέσα στη Βουλή και στη δημόσια σφαίρα κατόρθωνε να διαψεύδει τη «δημοκρατική» επίφαση ενός συστήματος που απώτερο στόχο είχε να στραγγαλίσει την ελευθερία, τον κοινοβουλευτισμό, αυτήν καθαυτή την έννοια της δημοκρατίας.

Σε τούτη την έκθεση-ντοκουμέντο, που εγκαινιάσθηκε την 1η Μαρτίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 16 Ιουνίου, για πρώτη φορά εκτίθεται η περίτρανη απόδειξη της συνενοχής του Μπενίτο Μουσολίνι ως εντολέα της δολοφονίας του γραμματέα του Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος (Psu), προκειμένου να τον εμποδίσει να μιλήσει στη Βουλή στις 11 Ιουνίου 1924, αποκαλύπτοντας τη βία και νοθεία της κυβέρνησής του. Η επιστολή, που ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας Αμέριγκο Ντουμίνι αποστέλλει από τη φυλακή στον ίδιο τον Ντούτσε τεκμαίρει τη γνώση του και την εμπλοκή του στη δολοφονία της 10ης Ιουνίου 1924, που ακόμη συγκλονίζει με τη βαναυσότητα και το θράσος της τη συνείδηση και την ιστορική μνήμη της Ιταλίας.

Το φιλμ της ζωής και της πολιτικής σταδιοδρομίας του Ματεότι ξετυλίγεται στην έκθεση μέσα από το πλούσιο υλικό, τόσο από προσωπικές φωτογραφίες και χειρόγραφα, ανάμεσά τους και οι περίφημες ομιλίες-καταπέλτες του ενάντια στο φασιστικό καθεστώς, όσο και από ντοκουμέντα της εποχής. Αποσπάσματα κινηματογραφικών επικαίρων, δημοσιεύματα εφημερίδων, φωτογραφίες και άλλες αποτυπώσεις της πλούσιας δράσης του, αλλά και των τρυφερών οικογενειακών του στιγμών. Στην ίδια έκθεση, θα μπορέσει κάποιος να δει και τα ντοκουμέντα της δικογραφίας, που συγκέντρωσαν δύο ακέραιοι δικαστές Μάουρο Ντελ Τζούντιτσε και Γκουλιέλμο Τανκρέντι και αφήνουν ελάχιστες αμφιβολίες για την ενοχή του Μουσολίνι. Που όμως στη δίκη που ακολούθησε μετά τη σύλληψη των εκτελεστών, ούτε καν κατηγορήθηκε -βέβαια και οι δολοφόνοι του Ματεότι, όχι μόνον απαλλάχθηκαν, αλλά και τρόπον τινά «αποζημιώθηκαν» για τις υπηρεσίες τους και φυγαδεύτηκαν, μέχρι όσοι επέζησαν να δικασθούν και καταδικασθούν οριστικά το 1947 για την πράξη τους. Ο ίδιος ο Μουσολίνι όμως έμεινε αλώβητος ακόμη κι όταν  ίδιος αλαζονικά Μουσολίνι μέσα στη Βουλή, στην ιστορικής σημασίας συνεδρίαση της  3ης Ιανουαρίου 1925 διακήρυττε: «Εγώ μόνος αναλαμβάνω την πολιτική, ηθική και ιστορική ευθύνη για όλα όσα έχουν συμβεί. Αν ο φασισμός ήταν εγκληματική ένωση, εγώ είμαι ο αρχηγός και υπεύθυνος αυτής της εγκληματικής ένωσης!» Η δίκη, που μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο Κιέτι, θα ολοκληρωθεί με μια φάρσα και την απελευθέρωση των κατηγορουμένων, που χαιρετίστηκαν ως «ήρωες του φασισμού».

Η θανατική καταδίκη εκείνου του ακάματου διώκτη του φασισμού σφραγίσθηκε μετά την πύρινη ομιλία του στις 30 Μαΐου 1924, σε μία θυελλώδη συνεδρίαση στη Βουλή, όπου επί μιάμιση ώρα -λόγω των σφοδρών διακοπών και των απειλών από τους φασίστες βουλευτές- ξεσκέπασε και κατήγγειλε το πνεύμα καλπονοθείας, βίας και τρομοκρατίας που χάρισαν το θριαμβευτικό αποτέλεσμα στις εκλογές της 6ης Απριλίου στον Μουσολίνι. Μία ομιλία, που με τον τόνο και τα ατράνταχτα στοιχεία που παρέθετε προκάλεσε την οργή του Ντούτσε, ο οποίος διεμήνυσε στους υποτακτικούς του πως «αυτός ο άνθρωπος δε θα έπρεπε να κυκλοφορεί…» (Φοβερά Ντοκουμέντα, “Το έγκλημα Ματεότι”, σελ 24). Μήνυμα που παρέλαβαν τα φερέφωνά του, με πρώτον τον Τζοβάνι Μαρινέλλι και δευτερευόντως τον Τσέζαρε Ρόσι, που κατέστρωσαν το σχέδιο για να σιωπήσουν τον μαχητικό σοσιαλιστή ηγέτη. Ένα σχέδιο που εκτέλεσαν τα κακοποιά στοιχεία, που έχοντας περιβληθεί την στολή των «αρντίτι» του φασισμού επεδίωκαν να νομιμοποιήσουν το ληστρικό παρελθόν τους και να κορέσουν το κουτσαβάκικο πάθος τους για προβολή και επιβολή και φυσικά για πλουτισμό.

Οι δολοφόνοι του Ματεότι δε χτύπησαν τον σοσιαλιστή ηγέτη ως πρόσωπο. Σαν μπράβοι της εξουσίας που ήσαν, έβλεπαν σε αυτόν μία αντιπολιτευτική φωνή, που δεν υποτάσσεται στον απολυταρχισμό του καθεστώτος τους και που κυρίως -κι εκεί οι καταγγελίες Ματεότι πατούσαν ένα ευαίσθητο νεύρο-απειλούσε και τα προνόμια που το καθεστώς τους είχε παραχωρήσει. Ο Ματεότι στην ομιλία του, όχι μόνον είχε ξεσκεπάσει το ζοφερό μέλλον που προοιωνιζόταν για την Ιταλία, αλλά επίσης τους είχε εξευτελίσει, είχε χλευάσει και καυτηριάσει την αμφισβητούμενη νίκη τους, που στηρίχθηκε όχι στη βακτηρία της λαϊκής ψήφου, αλλά στο μπαστούνι των εκβιαστών «σκουαντρίστι» στα κεφάλια των αντιπάλων και έξω από τα εκλογικά τμήματα. Τα μικροσυμφέροντα των απόβλητων δολοφόνων συναντήθηκαν με τις εξουσιαστικές επιδιώξεις των «ιεραρχών» (gerarchi) του φασιστικού κόμματος στη μορφή του «επικίνδυνου» Ματεότι, που έπρεπε να εξουδετερωθεί.

Ευθύς αμέσως την ιταμή «εξαφάνιση» και αργότερα μέσα στον Αύγουστο την ανακάλυψη της σορού, όπως φανερώνουν τα δημοσιεύματα της εποχής και η διάχυτη οργή της κοινής γνώμης, λιγοστές ήσαν οι αμφιβολίες για το ποιός ευθύνεται για τη δολοφονία του. Παρ’ όλες τις «φανφάρες» του ίδιου του Μουσολίνι πως η κυβέρνηση θα χύσει άπλετο φως και να παραδώσει τους ενόχους στη δικαιοσύνη και να διαρρηγνύει τα ρούχα του ως αμέτοχος στο έγκλημα, λέγοντας «μόνο ένας εχθρός μου θα σκεπτόταν ένα τέτοιο διαβολικό πράγμα και να διαπράξει τέτοιο έγκλημα, που μας συγκλονίζει με τρόμο και μας κάνει να ορθώσουμε μία φωνή αποτροπιασμού» (λόγος στη Βουλή στις 13 Ιουνίου, R. De Felice, “Breve Storia del Fascismo, σελ. 30) κανέναν δεν μπορούσε να παραπλανήσει. Ούτε και η σχεδόν άμεση σύλληψη των ενόχων- που ίσα ίσα απεδείκνυε την άμεση γνώση του σχεδίου και των αυτουργών του-αλλά και η καθαίρεση των ιθυνόντων της δολοφονίας. Τόσο ο εκτελεστής Αμερίγκο Ντουμίνι συνελήφθη στις 12 Ιουνίου στον σταθμό Τέρμινι της Ρώμης λίγο προτού επιβιβασθεί στο τραίνο για το Μιλάνο, ενώ και οι άλλοι ύποπτοι εντοπίσθηκαν γρήγορα και αποκαλύφθηκε πόσο κοντά βρίσκονταν στον Μουσολίνι: οι Τσέζαρε Ρόσι, του γραφείου τύπου του αρχηγού, ο Τζοβάνι Μαρινέλι,  διαχειριστής του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος (Pnf) και ο Άλντο Φίντσι, υφυπουργός Εσωτερικών.

Η βδελυρή, ακόμη και στις λεπτομέρειες της εκτέλεσής της, δολοφονία, ο τρόπος που επιχειρήθηκε να εξαφανισθεί η άμοιρη σορός του Ματεότι, αλλά και η θρασεία αντίδραση του Μουσολίνι, όταν ακόμη τον αναζητούσαν («τι θα ‘θελαν να μάθουν από εμένα; Ο Ματεότι σίγουρα έχει πάει σε καμιά γυναίκα…»), αποδεικνύουν την απροκάλυπτη ωμότητα, την αλαζονεία της εξουσίας για ατιμωρησία τον ρεβανσισμό και την απουσία κάθε ηθικού φραγμού που χαρακτηρίζει το φανατισμένο τούτο κίνημα -όπως και κάθε άλλη ομοϊδεάτικη οντότητα, που σταθερά ξεπηδά στο διάβα της Ιστορίας μέσα από συνθήκες κρίσεις, που πολτοποιούν τις αξίες κι επιτρέπουν την άνοδο σε τυχάρπαστους καιροσκόπους και ουτιδανούς Μεσσίες.

Η ανθρωποθυσία του Ματεότι στο όνομα της απολυταρχικής εξουσίας δεν είναι μόνον συμβολική. Οφείλει να είναι άκρως διδακτική, γιατί εκτελέσθηκε σε μία εποχή που ακόμη δεν είχε ξεκινήσει η δικτατορία του Μουσολίνι. Απεναντίας στην ομιλία του, μία εβδομάδα μετά τη φλογερή καταγγελία του Ματεότι, ο Μουσολίνι επικαλέσθηκε την ελευθερία του λόγου και του Τύπου, τη λαϊκή ψήφο, την πολυφωνία των κομμάτων, την οικονομική ανάπτυξη. Επικαλέσθηκε την παρέμβασή του στα (τοτινά) επεισόδια στην Πίζα και αναφώνησε πως «η αντιπολίτευση πρέπει να υπάρχει. Αν δεν ήταν στα αριστερά θα ήταν ανάμεσά μας», παίζοντας το γνωστό παιγνίδι του δημοκράτη, πρόθυμου ακροατή της αντίθετης γνώμης: «κανέναν δεν αποκρούω γιατί το έργο της ανοικοδόμησης της πατρίδας είναι δύσκολο, απαιτεί ακόμη χρόνο και όλες οι ικανότητες, όλες οι αξίες και οι καλές θελήσεις πρέπει να χρησιμοποιηθούν». Πόσες φορές δεν ακούμε και στις ημέρες μας το ίδιο προσκλητήριο για τη συστράτευση δυνάμεων και ομόνοια για την πρόοδο της πατρίδας;

Όταν ο Μουσολίνι «ξεφορτωνόταν» τον Ματεότι ακόμη παρουσιαζόταν ως νομιμόφρων πολιτικός που φορούσε την τήβεννο της δημοκρατίας. Πασχίζοντας να δελεάσει τα πολιτικά κόμματα, εφαρμόζοντας την πολιτική του καρότου και του μπαστουνιού, είχε συμπεριλάβει φιλελεύθερους και κεντρώους υπουργούς στην κυβέρνησή του κι επιχειρούσε ακόμη και ανοίγματα προς μετριοπαθέστερους σοσιαλιστές -πρώην συντρόφους του. Παράλληλα, δεν είχε καταφέρει ακόμη την εξομάλυνση στο εσωτερικό του κόμματός του, όπου οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί της «φασιστικής επανάστασης» αδημονούσαν για την κήρυξη δικτατορίας.

Η αντιπαράθεση για το έγκλημα Ματεότι όξυνε περισσότερο την εσωκομματική αντιπαράθεση -με τους πραιτωριανούς του Ντούτσε να ζητούν άμεση δράση- παρά τον πόλεμο με την αντιπολίτευση. Μιας κι αυτή του πρόσφερε με την «κωμωδία του Αβεντίνο» (Breve Storia, σελ.30, Ντοκουμέντα, σελ 138) και την (πάγια) απόφασή της να μην καταφύγει στη δράση και να προσπαθήσει με ήπια μέσα, στα πλαίσια της νομιμότητας, πιστεύοντας με αφέλεια πως μόνο ο  αποτροπιασμός της κοινής γνώμης θα αρκούσε για να ρίξουν τον Μουσολίνι. Και τον άφησαν να αναβάλει sine die τις εργασίες της Βουλής, με τον χρόνο να λειτουργεί υπέρ του (Breve Storia, σελ 31)Πόνταρε επίσης και στον βασιλιά Βιττόριο Εμμανουέλε.

Παρένθεση: εδώ θα πρέπει κάποτε να αποδοθούν ευθύνες στο Στέμμα για τη σιωπή και την ανοχή του στη δολοφονία, αλλά κι εν γένει στη στήριξη του φασισμού στην πρώιμη και κατοπινή του φάση. Ο οποίος φυσικά ένιψε τας χείρας του , αναθέτοντας τα πάντα στη Βουλή. Μία Βουλή που στις 3 Ιανουαρίου, με την ψήφο εμπιστοσύνης στον Μουσολίνι, βάζει οριστικά την ταφόπλακα στη δημοκρατική επίφαση του δικτάτορα, που από εκείνη τη μέρα και μετά εγκαθιδρύει το τυραννικό καθεστώς που όλοι γνωρίζουμε τα πεπραγμένα του.

Τέτοιες επέτειοι και εκθέσεις που τις επαναφέρουν στη συλλογική μνήμη και συνείδηση δεν πρέπει μόνο να λειτουργούν ως νηπενθές και βάλσαμο στις πληγές του παρελθόντος μίας κοινωνίας. Οφείλουν να λειτουργούν ως δίδαγμα και να τολμούμε να τις αντιπαραβάλουμε με το σήμερα. Ιδίως όταν κάποιες συνθήκες του χθες, μοιάζουν τρομακτικά με τις στιγμές του τότε. Και πώς να μην αντιστοιχίσει κανείς το μακρινό 1924 με το τώρα, όταν στην Ιταλία βρίσκεται μία αντίστοιχη νεοφασιστική κυβέρνηση, με ένα ρατσιστικό εθνικιστικό κόμμα και μία κεντροδεξιά παράταξη να την επικουρούν, όπως την πρώτη κυβέρνηση Μουσολίνι με φιλελεύθερους και κεντρώους πολιτικούς; Που μάλιστα, όπως έχουμε ξαναπεί, συναντά και εσωκομματικές πιέσεις -βλέπε Αλεμάνο- για πιο σκληρή πολιτική; Όταν στη θέση του βασιλιά, υπάρχει ένας «πρόθυμος» χριστιανοδημοκράτης πρόεδρος. Όταν πληθαίνουν οι αυταρχικές επιθέσεις σε φοιτητές, εργάτες από τις κατασταλτικές δυνάμεις, αλλά και από αποθρασυμένα νεοφασιστικά-νεοναζί στοιχεία; Όταν επιχειρείται έλεγχος του Τύπου (βλέπε θρασείες παρεμβάσεις και απολύσεις στη Rai), συμφωνίες με βιομηχάνους-εκδότες και τα έντυπά τους για μοίρασμα των έργων με αντιστάθμισμα λιβανωτούς για την κυβέρνηση; Όταν ξανά ηχούν μεγαλοϊδεάτικες και πολεμοχαρείς ιαχές για έναν ιταλικό νεο-ιμπεριαλισμό και πρωταγωνισμό από τη Μεσόγειο και την Αφρική, ίσαμε την Ερυθρά Θάλασσα, τον Ινδικό και τον Ειρηνικό;

Ακόμη κι εάν παραδεχθούμε τη δημοφιλή διαπίστωση του Μαρξ πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται τη δεύτερη φορά ως φάρσα, θα πρέπει να πάψουμε να την επικαλούμαστε μόνον για να διασκεδάσουμε την πολιτική απραξία μας, εναποθέτοντας την όποια λύση στον ευσεβή πόθο της αυτοδιάψευσης του προβλήματος. Γιατί η Ιστορία στην πορεία της απέδειξε πως τη φάρσκα και την ουτιδανότητα της μορφής του Ναπολέοντα του «μικρού» στο τέλος την πλήρωσε (και ακριβά με τον πόλεμο και την Κομμούνα) μόνον ο λαός.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Αλβανική τσαμουριά και λεβαντίνοι Έλληνες: Η ιταλική προπαγάνδα για την εισβολή του ’40

H επιχείρηση για την κατάκτηση της Ελλάδας το 1940 θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα τακτικά και στρατιωτικά λάθη του φασίστα δικτάτορα της Ιταλίας Μπενίτο Μουσολίνι.
ΣΥΝΑΦΗ

Μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών: Οι πολιτικές σταθερές και η απουσία αλλαγής στη Μέση Ανατολή

Το μποϊκοτάζ του κινήματος BDS πέτυχε: Τα Carrefour της Ιορδανίας έβαλαν λουκέτο

Παζάρι ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας για μικρή αμυντική συμφωνία

Πάνω από 3.000 τα θύματα των ισραηλινών επιθέσεων στο Λίβανο

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα