Λίγες εβδομάδες πριν από την 50ή επέτειο της 25ης Απριλίου 1974, από την ημέρα που η Επανάσταση των Γαρυφάλλων κατέλυσε την τυραννική δικτατορία του Αντόνιου Σαλάζαρ, η Πορτογαλία κινδυνεύει να συζητά για την επάνοδο της άκρας δεξιάς στο προσκήνιο. Γιατί στις πρόωρες εκλογές της 10ης Μαρτίου, δεν διακυβεύεται μόνον μία νίκη της κεντροδεξιάς συμμαχίας έπειτα από μία 10ετή διακυβέρνηση από τους Σοσιαλιστές. Αλλά κυρίως γιατί υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ο ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων να είναι πλέον το ακροδεξιό Chega (Αρκεί!), το εθνικιστικό, υπερσυντηρητικό, με ακροδεξιά θέσεις και την απαραίτητη δόση ξενοφοβίας κόμμα του Αντρές Βεντούρα, που διαρκώς αυξάνει και στερεώνει την επιρροή του στην κοινωνία.
Ιδίως ο τρόπος με τον οποίο αποκαθηλώθηκε, υπό το βάρος των σκανδάλων, η κυβέρνηση του Αντόνιου Κόστα, αλλά και η αδυναμία του αντιπολιτευόμενου κεντροδεξιού συνασπισμού της Δημοκρατικής Συμμαχίας (AD) να πείσουν τον κόσμο και να εδραιώσουν ένα σαφές εκλογικό προβάδισμα, αυξάνει δραστικά τον πρωταγωνισμό του Chega. Το κόμμα του Βεντούρα επωφελείται από την αβεβαιότητα που κυριαρχεί και όπως όλα τα λαϊκιστικά κόμματα εδράζει τη ρητορεία του στη μάχη κατά της διαφθοράς και στην κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Φθάνοντας ακόμη και παραμονές των εκλογών να ζητήσει παραίτηση του επικεφαλής της εφορευτικής επιτροπής, καταγγέλλοντας προσπάθειες παραβίασης της διαδικασίας της ψήφου, προκαλώντας κι άλλες εντυπώσεις.
Ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, που όπως δείχνουν οι μετρήσεις της κοινής γνώμης ευνοεί όλο και περισσότερο την προοπτική όχι της διακυβέρνησης από ένα μεμονωμένο κόμμα, αλλά από έναν συνασπισμό με αδρές συμφωνίες και συνεκτική πολιτική, που όμως θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Η αβεβαιότητα του πολιτικού συστήματος φαίνεται ξεκάθαρα στις εκλογικές τάσεις που αποτυπώνονται, αλλά και στην ποιοτική ανάλυσή τους. Οι δημοσκοπήσεις τείνουν με τα στοιχεία τους να διαπιστώνουν μία τεχνητή ισοπαλία ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, δείχνοντας πότε τη μία, πότε την άλλη να προηγούνται με πολύ βραχεία κεφαλή. Εκείνο το δεδομένο που σε όλες στις σφυγμομετρήσεις μένει σταθερό είναι το ποσοστό του ακροδεξιού Chega, που κυμαίνονται στο 17% (με ορισμένες μετρήσεις να το φέρουν έως και το 20%) και μάλλον θα μετρήσουν πολύ για τη διαμόρφωση του αποτελέσματος.
Και τούτο γιατί στα αναμενόμενα και κοινότοπα επιχειρήματα της προεκλογικής αναμέτρησης ανάμεσα στους Σοσιαλιστές του διαδόχου του Κόστα Πέντρου Νούνεζ Σάντους και την AD του Λουΐζ Μοντενέγκρου λείπει το στοιχείο που απασχολεί περισσότερο τους πολίτες. Οι οποίοι κατά τη συντριπτική τους πλειοψηφία νοιάζονται για τα χρονίζοντα προβλήματα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και τις ελλείψεις στα σχολεία (δύο τομείς που διαρκώς, μαζί με τα μέσα μεταφοράς, βρίσκονται σε διαρκείς απεργιακές κινητοποιήσεις), όπως και για το πρόβλημα των υψηλών ενοικίων και της στέγασης που τείνει να μετατραπεί σε μάστιγα. Τόσο σημαντικά είναι τούτα τα θέματα για την κοινωνία, που μόνο το 8% του πληθυσμού, με βάση τις σφυγμομετρήσεις, ενδιαφέρεται για τα ζητήματα δικαιοσύνης και διαφθοράς, ενώ μόλις το 7% προβληματίζεται για τη φτώχεια και την οικονομία: μία έκπληξη, αν σκεφτεί κανείς ότι το επίπεδο των μισθών παραμένει χαμηλό σε σύγκριση με το κόστος ζωής. Και τούτο παρά το γεγονός πως η κυβέρνηση Κόστα άφησε ως «παρακαταθήκη» ακόμη μία αύξηση του κατώτατου μισθού στα 820 ευρώ και μία σειρά δημοσίων έργων προς εγκαινίαση.
Οι σκιαμαχίες των δύο κυρίων παρατάξεων (Σοσιαλιστές, κεντροδεξιά) για το ποιος ευθύνεται διαχρονικά για τις ελλείψεις και τις παραλείψεις, τις χαμένες ευκαιρίες και τις ατήρητες δεσμεύσεις των εκάστοτε κυβερνήσεών τους. Ένα πεδίο αντιπαράθεσης, που αγνοεί τις αντικειμενικές συνθήκες και ευνοεί με την περιαυτολογία του κατεστημένου πολιτικού συστήματος τη ριζοσπαστικότητα της (αφηρημένης μεν, πειστικής δε) ιαχής του Chega: Limpar o Portugal (να καθαρίσουμε την Πορτογαλία).
Το Chega δεν χρειάζεται να εξηγήσει στον μέσο Πορτογάλο ποιο είναι το πρόγραμμά του. Στοχεύοντας στη συναισθηματική και ιδεολογική (ας μην αναφερθούμε δε στην οικονομική) κόπωση του εκλογικού σώματος, η πολιτική γραμμή του ακροδεξιού κόμματος βρίσκει άμεση ανταπόκριση: αρκετά με τον σοσιαλισμό, τις ατελέσφορες πολιτικές των τελευταίων ετών, το φορολογικό σύστημα, τη διαφθορά, τα προνόμια, την ανασφάλεια στους δρόμους. Ο χώρος που καταλαμβάνει το Chega στα ΜΚΔ, στην κοινή γνώμη και στις κοινοβουλευτικές εργασίες είναι συντριπτικός. Πείνα, απεργίες, μαύρη εργασία, υψηλά ενοίκια, έγκλημα, ναρκωτικά, φτώχεια, βία, μιζέρια στα προάστια, ουρές αναμονής στα νοσοκομεία, χαμηλοί μισθοί, διαφθορά, νεποτισμός, ευνοιοκρατία της οικογένειας: τίποτα δεν του ξεφεύγει. Μολονότι η Πορτογαλία είναι από τις χώρες που η μετανάστευση δημιουργεί τα λιγότερα προβλήματα, ο Βεντούρα έχει βρει τους τσιγγάνους για να ξεδιπλώσει τη δική του κοινωνική παγίδα του ρατσισμού. Εκμεταλλεύεται ένα διαθετικό (affective) συλλογικό «chega-αρκεί ως εδώ», χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσει σαφώς ποιες στρατηγικές χρειάζονται για την “κάθαρση” που ευαγγελίζεται. Βέβαια, ο Βεντούρα προς ώρας αρνείται πως θα συνεργασθεί με κάποιον από τους δύο μεγάλους πολιτικούς πόλους στην (πιθανή) περίπτωση αδυναμίας στον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Ωστόσο, άδηλο είναι εάν η συμμαχία των δεξιών κομμάτων του Μοντενέγκρου του προτείνει χείρα βοηθείας. Σε έρευνα του Καθολικού Παν/μιου, η πλειονότητα των ερωτηθέντων απαντά πως προτιμά έναν κυβερνητικό συνασπισμό με την ΑD και τα άλλα κόμματα του χώρου που κατεβαίνουν ξεχωριστά από την ενωμένη κεντροδεξιά. Λίγο πιο κάτω έρχεται το ποσοστό όσων επιθυμούν μία κυβέρνηση Σοσιαλιστών με βακτηρία το αριστερό Bloco de Esquerda και πολύ λιγότεροι μία κυβέρνηση κεντροδεξιάς και Chega.
Η απειλή του Chega αναγκάζει τους άλλους δύο υποψηφίους να εστιάζουν την ύστατη στιγμή την στρατηγική τους στις ομάδες εκείνων των ψηφοφόρων που ενδεχομένως θα καθορίσουν το τελικό αποτέλεσμα: τους αναποφάσιστους κυρίως, όσους απέχουν και τις γυναίκες. Οι εκλογές του 2019 και του 2022 χαρακτηρίσθηκαν από την τεράστια αποχή (σχεδόν οι μισοί ψηφοφόροι). Τάση που οι αυξανόμενες ανισότητες στην κοινωνία και την οικονομία την ευνοούν. Οι αναποφάσιστοι είναι ικανοί να αλλάξουν τις ισορροπίες εκκλήσεις για την χρήσιμη ψήφο πολλαπλασιάζονται από τις δύο μεγάλες παρατάξεις. Στο σημείο τούτο αναδεικνύεται και η διαφορά προσανατολισμού στο ηλικιακό φάσμα των ψηφοφόρων, Οι μεγαλύτεροι φαίνονται ότι προσανατολίζονται στη δεξιά ψήφο, ενώ οι νεώτεροι -χάρις στις οικονομικές πολιτικές του Κόστα-τείνουν προς τους Σοσιαλιστές.
Από την άλλη, τόσο οι Σοσιαλιστές, όσο και η κεντροδεξιά ελπίζουν πως οι μισαλλόδοξες και θρησκόληπτες και κυρίως αντιφεμινιστικές απόψεις του Βεντούρα θα κινητοποιήσουν τον (νεανικό κυρίως) γυναικείο πληθυσμό να αντιταχθεί στην υπερσυντηρητική στροφή που διακηρύσσει το Chega και τα μέλη του. Εδώ αναδεικνύεται το γυναικείο εκλογικό σώμα: είναι το πιο συγκρουσιακό, το πιο δύσπιστο, το πιο απογοητευμένο. Με τις εκλογές να πραγματοποιούνται τις παραμονές της Ημέρας της Γυναίκας και τις έντονες διακρίσεις απέναντι στο γυναικείο φύλο αδιαφιλονίκητες στην πολιτικο-οικονομική και κοινωνική ζωή της Πορτογαλίας, τα συστημικά κόμματα ευελπιστούν ότι η γυναικεία ψήφος θα αλλάξει τις ισορροπίες.
Οι τελευταίες τούτες ημέρες θα είναι καθοριστικές για τη διαμόρφωση της γνώμης των ψηφοφόρων. Πάντως την Κυριακή 3 Μαρτίου, οι πρώτοι 208.000 ψηφοφόροι που είχαν επιλέξει να πάνε στις κάλπες προκαταβολικά έπραξαν το καθήκον τους. Μαζί τους και ο πρόεδρος Ρεμπέλου Σόουζα, που θέλησε να δώσει ένα ηχηρό μήνυμα στον κόσμο να κατέβει να ψηφίσει την επόμενη Κυριακή. Ευελπιστώντας πως η μαζικότερη συμμετοχή θα αποτρέψει τη δημιουργία ακόμη ενός Γκόλεμ της ακροδεξιάς, που θα λυμαίνεται άλλο ένα κράτος στην Ευρώπη.