Οι δηλώσεις Μακρόν σχετικά με την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της μεγαλομανίας του και του τυχοδιωκτισμού του. Όσο ωστόσο οι μέρες περνούν, το βάθος των συμφερόντων και των σχεδιασμών πίσω από τον πρόθυμο αυτό λαγό της «Δύσης» καθίσταται σαφέστερο. Ήδη, η Τσεχία και οι Βαλτικές Δημοκρατίες έχουν σπεύσει να «αγκαλιάσουν» την πρόταση Μακρόν για πιθανή αποστολή ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων και επισήμως (ανεπισήμως υπάρχουν ήδη), προκειμένου να πολεμήσουν εναντίον της Ρωσίας. Ο δε Μπάιντεν, στην πρόσφατη ομιλία του στο Κογκρέσο επανέλαβε ότι πρέπει να γίνει κάθε τι δυνατόν προκειμένου να ηττηθεί η Ρωσία, παρομοιάζοντας τον εαυτό του με τον πρόεδρο Ρούσβελτ και την αντίστοιχη ομιλία του τελευταίου το 1941. Ο ίδιος ο Μακρόν σε κλειστή σύσκεψη με υψηλότατους αξιωματούχους της Γαλλίας επανέλαβε τα όσα είχε πει δημοσίως και μάλιστα επιχειρηματολόγησε περαιτέρω υπέρ της πιθανής αποστολής στρατευμάτων στην Ουκρανία.
Δεν πρόκειται μόνο για ομιλίες και τοποθετήσεις εσωτερικής κατανάλωσης, παρότι έχουν και αυτόν το χαρακτήρα. Παρεμπιπτόντως, η εκφώνηση μιας ομιλίας επί της διεθνούς κατάστασης για εσωτερική κατανάλωση κάθε άλλο παρά παρήγορη συνθήκη είναι. Αντιθέτως, όπως εξηγούμε πιο κάτω, υπό όρους μπορεί να οδηγεί ακόμα ταχύτερα στη σύγκρουση. Αυτό το οποίο κατά βάση συμβαίνει είναι ότι η «Δύση» παρά τις εσωτερικές της διαφωνίες, προσανατολίζεται σταθερά προς την ανατροπή της κατάστασης στο πεδίο, με δεδομένο ότι αυτή κλίνει σταθερά υπέρ της Ρωσίας. Αντί, με άλλα λόγια, έστω και τώρα, μετά από οχτώ χρόνια καταστροφής και θανάτου, η «Δύση» να αποδεχτεί ότι η παράταση του πολέμου είναι πολύπλευρα καταστροφική, ότι η Ουκρανία δεν μπορεί να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο και ότι ο κίνδυνος μιας κατακλυσμιαίας σύγκρουσης μεγαλώνει, ετοιμάζεται να κλιμακώσει περισσότερο τη σύγκρουση ή έστω να απειλήσει ότι θα το πράξει και μάλιστα με πειστικό τρόπο, ούτως ώστε να δυσχεράνει τη ρωσική νίκη ή και να την ανατρέψει.
Για να καταλάβουμε το διακύβευμα, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε το πώς οι ΗΠΑ έχουν αντιδράσει απέναντι σε πολύ λιγότερο αξιόπιστες ή και ανύπαρκτες απειλές, μέσα από το δόγμα του προληπτικού πολέμου. Το γεγονός ότι εγκατέστησαν στο κέντρο των διεθνών σχέσεων (όχι μόνο οι ΗΠΑ, αλλά κατεξοχήν αυτές) την προσέγγιση πως εν όψει επαπειλούμενης στρατιωτικής επίθεσης το υποψήφιο θύμα της μπορεί να δράσει με στρατιωτικό τρόπο προληπτικώς. Φυσικά ο όρος «επαπειλούμενη», από τις ίδιες τις ΗΠΑ και όχι μόνο έχει τύχει εξαιρετικώς διασταλτικών ερμηνειών ως προς τη χρονικότητά του. Όταν λοιπόν μια πυρηνική δύναμη απειλεί να στείλει στρατιωτικές της δυνάμεις εναντίον μιας άλλης, όταν προστίθενται και άλλες χώρες στη συμμαχία των προθύμων του νεκροταφείου, τότε το κράτος που δέχεται την απειλή, ως πότε θεωρούμε ότι δεν θα αντιδρά;
Ναι, η Ρωσία δεν θα εξαπολύσει (κατά πάσα πιθανότητα) μια κατακλυσμιαία πυρηνική επίθεση εναντίον του ΝΑΤΟ, μόνο με βάση τις απειλές για νατοϊκό στρατό εναντίον της. Αλλά αφενός δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, αφετέρου συμβαίνει κάτι πιο επικίνδυνο. το οποίο φέρνει την κατακλυσμιαία κλιμάκωση εγγύτερα: οι ΝΑΤΟϊκοί για άλλη μια φορά (όπως και το 2014) ερμηνεύουν το γεγονός ότι η Ρωσία δείχνει ψυχραιμία ως αδυναμία και επομένως είναι πιθανότερο να αυξήσουν το βαθμό εμπλοκής τους, ιδίως με δεδομένο ότι οι ρωσικές δυνάμεις έστω αργά προελαύνουν. Η Ρωσία από την άλλη, μη θέλοντας να κλιμακώσει εναντίον του ΝΑΤΟ, αλλά και μην μπορώντας να υποχωρήσει από το στόχο του πλήρους ελέγχου της Ουκρανίας, όσο καθυστερεί την πειστική αποτροπή από πλευράς της, τόσο αυξάνει το κόστος υλοποίησης αυτής σε επόμενο χρόνο. Κοινώς, θα πρέπει να αντιδράσει πολύ οξύτερα, πολύ πιο κατακλυσμιαία, όταν θα δει την αμεσότερη νατοϊκή εμπλοκή να λαμβάνει χώρα. Η μία πλευρά και εν προκειμένω η «Δύση» μετράει την άλλη κάνοντας το εξής λάθος: θεωρεί ότι η ίδια μπορεί να κλιμακώσει ή να απειλήσει ότι θα κλιμακώσει πέρα από τα όρια της λογικής (όπως αυτά που υπήρχαν κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου), ενώ η απέναντι πλευρά θα μείνει δεσμευμένη στα εν λόγω όρια. Προκειμένου μάλιστα η «Δύση» να πείσει τους λαούς της να δεχτούν το κόστος μιας τέτοιας απειλής ή κλιμάκωσης, ενσωματώνει διαρκώς περισσότερο στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι τον αντιρωσισμό. Εξ ου και πιο πάνω είπαμε ότι το να εξαπολύονται πολεμικές απειλές για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης κάθε άλλο παρά παρήγορο είναι: δείχνει ότι η ηγεσία της Γαλλίας, από κοινού με άλλους τυχοδιώκτες ηγέτες, αποπειρώνται να εντάξουν τον πόλεμο στο εσωτερικό εκλογικό τους παιχνίδι ή ακόμα και (ας το κρατήσουμε αυτό) να το καταστήσουν άλλοθι σε ένα παιχνίδι πολιτειακών εκτροπών και κρίσεων. Η ευελιξία τους επομένως μειώνεται διαρκώς τόσο λόγω της διεθνοπολιτικής κλιμάκωσης, όσο και εξαιτίας του εσωτερικού τυχοδιωκτισμού τους.