Την πολυσυνθετική ματιά με την οποία αντιμετωπίζει τόσο το αίνιγμα της τέχνης να ανασυνθέσει τις πολύπλευρες όψεις της πραγματικότητας, αλλά και τον τεχνικό τρόπο και το μέσον για τη σύλληψη και μετουσίωση των όψεων αυτήν, αντιλαμβάνεται κανείς στην έκθεση του Γιώργου Σαμψωνίδη, με τίτλο Liminality (Οριακότητα) που φιλοξενείται στην γκαλερί Καππάτος από την Τετάρτη 12 Μαρτίου.
Μία έκθεση που ήδη η τιτλοθεσία της προκαταβάλλει τον θεατή για την πολυπρισματική μέθοδο που διαλέγει ο καλλιτέχνης για να εντοπίσει μέσα από ένα μαγματικό συνονθύλευμα εικόνων της καθημερινότητας και των αποκρυσταλλώσεών της στο ευρύτερο Zeitgeist τα θέματά του και να επιλέξει με ποια μέσα θα κατορθώσει να την αποτυπώσει. Ιδιαίτερα, σε μία εποχή όπως είναι η δική μας, που κατακλύζεται από την εικόνα, η οποία με την ένταση και την ταχύτητα στη διάδοσή της, κάποιες φορές ξεπερνά την ίδια την εμπειρική αίσθησή της, η αντίληψη απαιτεί ακριβώς την υβριδική χρήση διαφορετικών μέσων περιγραφής του γεγονότος ή της ιδέας του, προκειμένου να την συγκεράσει και να συμπτύξει.
Η παράλληλη χρήση, πολυμέσων, γραφής, ζωγραφικής πράξης, γραφής και εννοιολογικού περιεχομένου, προσφέρει στον Σαμψωνίδη ένα τέτοιο περιγραφικό πλαίσιο, που με τις οριακότητές του, τον βοηθά να «εγκιβωτίσει» σήματα, εικόνες, εννοιακά σημεία και κώδικες, διαφορετικά υποσύνολα στο σύνολο του τελικού έργου. Το οποίο και πάλι σαν εικαστικό δεν εξαντλεί τα όριά του, καθώς σε μία borderline σχέση βρίσκεται να συνομιλεί στα όριά του, εννοιολογικά, με ένα γλωσσικό σχήμα. Τούτη η πολυμορφία που ο Σαμψωνίδης επιλέγει τόσο για τα μέσα, όσο και για την αποτύπωση της εμπειρίας αντανακλά την ασταμάτητη artification, την αναγωγή του καθημερινού αντικειμένου και γεγονότος στην περιωπή της τέχνης (μία διεύρυνση της Νιτσεϊκής «αισθητικοποίησης της εμπειρίας»). Αλλά και μίας τέχνης, που τώρα πια διολισθαίνει όλο και περισσότερο σε ένα διάχυτο lifestyle, όπου όλα τα καθημερινά αντικείμενα, οι εκδηλώσεις, δυνητικά αποτελούν εικαστικό γεγονός και να αποκτήσουν μία «αξία» με βάση τον αντίκτυπό τους, όχι το καθαυτό περιεχόμενό τους.
Αυτός ο έσχατα πρόσκαιρος -ίσως ίσως και άυλος, χωρίς καθαυτό αντικείμενο και «σχεσιακός» σύμφωνα με την Object Oriented Ontology θεωρία- χαρακτήρας που αποκτά το έργο τέχνης, που ανατρέπει τη θεμελιακή αισθητική και ηθική -κι εάν θέλετε ακόμη και πολιτική- ορθολογική πρόσληψη του έργου τέχνης sub specie aeternitatis και sub specie durationis, που μέσα από την έννοια της αντοχής στον χρόνο και τη διαρκή του επικαιρότητα επικαθορίζει τις πεποιθήσεις μας. Γιατί μέσα στην εννοιακή και θεωρητική κατάσταση της aeternitatis πλαστουργείται ένας κατεστημένος τρόπος για την ερμηνεία των πραγμάτων και κατά συνέπεια των στοιχείων του και του έργου τέχνης, ενώ στη durationis το χρονικό πλαίσιο καθορίζεται καθ’ όλο το διάστημα της εξέλιξής τους ανάλογα με την εκάστοτε τοποθέτησή μας απέναντι σε αυτά τα καταστατικά στοιχεία της χρονικής του διάρκειας (γεγονότα, συναισθήματα, εικόνες, γενικότερο περιβάλλον και αλλαγές του κλπ) υπό την προϋπόθεση ότι κι εμείς συμμετέχουμε και στη συνδιαμόρφωση και στην ερμηνεία τους. Το αισθητικό είναι ένα στοιχείο που εμψυχώνει διαρκώς την ύπαρξη και η εγκυρότητά του (κάποτε θα λέγαμε η «αλήθεια» του) είναι υποστασιακά «εντοπισμένη» (situated): σε ένα hic et nunc, συχνά ανεπανάληπτο, σε «τούτην» ή την «άλλη» εμπειρία, «τούτο» ή το «άλλο» αντικείμενο. Όπως έγραφε και ο R. Musil η τέχνη είναι μία «ενόχληση» κατά την οποία τα στοιχεία της πραγματικότητας ανακατασκευάζονται ως ένα φανταστικό (unwirkrlich) όλον, που «σφετερίζεται την αξία της πραγματικότητας», δημιουργώντας μία «ζωή με κίνητρα» μέσα από την δέσμευσή μας με τον «ζωντανό κόσμο» (Lebenwelt).
Στην παντοκρατορία της artification χωρίς όρια, το ανεπανάληπτο, το πρωτοφανές, αυτό το ρήγμα που ανοίγει σαν «πλήγμα» στην καθημερινή εμπειρία η τέχνη εξαφανίζεται. Η έκπληξη, η σαγήνη και η έλξη που προκαλεί πλέον η τέχνη βασίζεται στην «αναγνώριση» (όχι θαυμασμό και ταύτιση) του θέματος ως κάτι καθημερινό και πρόχειρο που κατέχουμε ή όπου κινούμαστε και «πλέουμε» μέσα στις συνθήκες του. Είναι αυτό το αμιγώς αισθητικό και το καθημερινό, το «Νέον Υψηλόν» (κατά τον J-F.Lyotard, που δε σχετίζεται με την πρωτότυπη καντιανή σημασία) και το δεδομένο, την έκσταση μπροστά στο ιδιαίτερο και την περαστική εμπειρία.
Η παρατακτική, αλλά ασύμμετρη, σύνδεση των εικόνων που προτείνει ο Σαμψωνίδης, παραπέμπει σε μία Μπενγιαμινική περιπλάνηση μέσα στην καθημερινότητα της artificated εμπειρίας, όπως ένας flâneur στo Passagen-werk του, στο περιβάλλον της πόλης δεν εξαντλεί τη διαρκή έκπληξη, αυτό το Schockeffekt του διαρκούς συναισθητικο-αντιληπτικού βομβαρδισμού του σύγχρονου ανθρώπου με εικόνες. Η εικαστική χειρονομία, συνδυασμένη με την ταυτόχρονη χρήση τεχνικών μέσων, η επιλογή θεμάτων από την pop κουλτούρα και την αποθεωμένη cult παράδοσή της, η ίδια η πληθώρα των εικόνων που παραπέμπει στη συνύπαρξη και τον συμφυρμό των genres του πολιτισμικού γίγνεσθαι της κοινωνίας (σινεμά, κόμικ, διαφήμιση, γκράφιτι, νέον επιγραφές), συνθέτουν μία αντανάκλαση του σύγχρονου πλαισίου (διαβίωσης και κοινωνικής αντιστοίχισης των υλικών και πνευματικών συνθηκών) που καθορίζουν το status και την αξιολόγηση του έργου τέχνης. Χωρίς φυσικά να τα εξαντλεί, καθώς διαρκώς αναδεικνύει την borderline υπόσταση των επιμέρους στοιχείων, που δεν γνωρίζει κανείς πού ακριβώς οροθετείται η αυτονομία τους και πού ξεκινά η διασταύρωσή του με τα άλλα, με τα οποία διαρκώς διακλαδώνονται, αλληλοεξαρτώνται και μπολιάζονται.
Στο έργο του ο Σαμψωνίδης, ακολουθώντας την προτροπή του Musil για δέσμευσή του με «αυτόν» τον «ζωντανό κόσμο», πλάθει μέσα από ένα λεπτοδουλεμένο μοντάζ και με τη χρήση ακόμη και της γραφής -άλλωστε ο Pierre Alechinsky τονίζει πως «ένας πίνακας είναι ένα χειρόγραφο που εκτίθεται (un manuscrit qui s’exhibe)»- ένα habitus (το «φανταστικό όλον»). Αυτό που περικλείει όλες τις στιγμές, όπως και όλες σχεδόν τις φόρμες και τους συμβολισμούς του αντιληπτικού φαινομένου και της αισθητικής σύλληψης και αποδοχής. Αποτελεί ένα άνοιγμα στις πολλαπλές πιθανότητες του οράν στην Τέχνη, ένα διαρκώς μετατοπιζόμενο κέντρο και οπτική γωνία σε ό,τι αφορά τα μέσα, τα γένη (genre) της τέχνης, τις ηθικές και αισθητικές πεποιθήσεις για τον κόσμο, που η καλλιτεχνική ματιά χρησιμοποιεί για να μετουσιώσει, όχι απλά να αναπαραστήσει, την πραγματικότητα σε ένα συνεκτικό σύνολο, που εγκολπώνει τις αισθητηριακές εντυπώσεις και τις νοητικές εικόνες και αντιλήψεις, που καθορίζουν τον τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης της πραγματικότητας.
Στο έργο του Σαμψωνίδη διαφαίνεται πως το σύνολο της «αισθητικοποίησης της εμπειρίας» ναι μεν αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο φαινομενικά, αλλά στη βίωσή του δεν είναι συνεχές και συνεκτικό. Είναι ένα θραυσματικό περιβάλλον, ανάλογο με αυτό που η σύγχρονη καπιταλιστική και καταναλωτική κοινωνία διασπά και ταυτόχρονα τη διαχέει -χάρις στην τεχνική αναπαραγωγιμότητά τους- σε όλη την έκταση του κοινωνικού χρόνου και της αναπαραγωγής του, την διάρκεια (υλική και μορφική) των φετιχοποιημένων προϊόντων στην καθημερινότητα -στα οποία, φευ!, περιλαμβάνονται στο παγκόσμιο χρηματιστήριο της τέχνης και τα εικαστικά έργα καθαυτά.
Η τέχνη είναι εν γένει διπλά υπεύθυνη, γιατί έχει απαλλοτριώσει ή αδειάσει (devalisé) ακόμη και την έννοια της παρέμβασης: έχει τόσο ταυτισθεί με το σύστημα παραγωγής και διακίνησης εικονικών υπηρεσιών και κατανάλωσης για τη δημιουργία εμπειριών, μέσα από το διαδίκτυο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, που ευνοούν την φωτογραφικού τύπου αναπαράσταση, την pop κουλτούρα, την κινούμενη εικόνα κάθε τύπου, τις cult παραστάσεις και πρόσωπα, που ακόμη και οι «ακτιβιστικές» πρωτοβουλίες κι αντιπαραθέσεις με το μοντέλο που επικρατεί, καταλήγουνε να αντιμετωπίζονται εν γένει ως «θέαμα» tout court.
Την τελική, ασταθή και οριακή (liminal) ενότητα του έργου του, ο Σαμψωνίδης κατορθώνει να την διατηρήσει χάρις στο μοντάζ, σαν αυτήν την αποσιωπημένη «παρέμβαση» για τη συγκρότηση ενός ενιαίου ιστορικού χώρου, που παραπέμπει στην κοινωνική οργάνωση του χρόνου και του χώρου μέσα από την αποτύπωση του πολιτιστικού πλαισίου. Αυτό, επιτρέπει στον Σαμψωνίδη να κάνει ένα καίριο σχόλιο πάνω στην σχέση του έργου τέχνης, του περιεχομένου, της μορφής και της τεχνικής του με τις καθημερινές χρήσεις των εικόνων, των αντικειμένων και της χρήσης τους, τη λειτουργία τους πάνω στο συλλογικό ασυνείδητο και το κοινωνικό υποκείμενο. Πλέον τα αισθητικά αντικείμενα (κι εδώ εδράζεται η διαφορά της καθημερινής εμπειρίας του Μπένγιαμιν), δεν δημιουργούν ένα απλό Shockeffekt, ούτε και διδάσκουν έναν καινούργιο τρόπο να γίνεται αντιληπτή η πραγματικότητα.
Σήμερα τα αντικείμενα της καθημερινής εμπειρίας, που έχουν αναχθεί σε αισθητικά έργα μέσω του design ή της παρωχημένης λειτουργικότητά τους, δημιουργούν ένα «στυλ». Επιβάλλουν μία στάση και μορφή ζωής, διακηρύσσουν μία κοινωνική και πολιτιστική συμπεριφορά, που ακριβώς καθορίζονται από την «οριακότητα» της διάρκειας και της έντασής τους. Εικόνες, που όπως υπονοεί ο Σαμφωνίδης, μπορούμε να συλλάβουμε και να επεξργασθούμε μόνο μέσα από το (υποκειμενικό πάντα, αλλά και συνάμα γενικευμένο στην κριτική του ανάλυση) «μοντάζ» τους και περιεκτική σύνοψή τους.
——-
Πληροφορίες
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΜΨΩΝΙΔΗΣ Liminality
Η Αίθουσα Τέχνης Καππάτος, οδός Αθηνάς 12, Αθήνα, παρουσιάζει τον καλλιτέχνη Γιώργο Σαμψωνίδη σε Ατομική Έκθεση , με τον τίτλο «Liminality». Μία ενότητα με υβριδικά ζωγραφικά έργα στα οποία ο καλλιτέχνης, με την διακριτή επέμβαση της τεχνολογίας, δημιουργεί μία νέα παραστατικότητα, ρευστή, αβέβαιη, μεταβαλλόμενη και επιδεχόμενη όχι μόνο μία νέα ανάγνωση της ιστορικότητας και της σημερινής καθημερινής πράξης αλλά και μία άλλη σχέση με τον χρόνο και την πραγματικότητα, δημιουργώντας ερωτήματα για την αντιληπτικότητα και βεβαιότητα της δικής μας ενσυναίσθησης.
Ο Γιώργος Σαμψωνίδης έχει σπουδάσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας BFA, 2012 και έχει λάβει Μεταπτυχιακό Τίτλο απο το Ιόνιο Πανεπιστήμιο στο τμήμα Οπτικοοακουστικών Τεχνών της Κέρκυρας MFA το 2019.
Διάρκεια μέχρι 13 Απριλίου 2024. Ώρες λειτουργίας: Τετάρτη έως Παρασκευή 14:00-20:00, Σάβατο 12:00-15:00. Μετρό Μοναστηράκι.