Στο Pawn Sacrifice (2014), την ταινία του Έντουαρντ Ζούικ που περιγράφει την πορεία του Μπόμπι Φίσερ προς τον σκακιστικό Όλυμπο,υπάρχει μια σκηνή δηλωτική της διαφοράς θέσης ανάμεσα στον ταπεινό και μόνο Αμερικανό και το σοβιετικό κατεστημένο. Βρισκόμαστε στη Σάντα Μόνικα των ΗΠΑ για το τουρνουά του 1966. Ο Φίσερ έχει καταλύσει σε ένα ταπεινό πανδοχείο, συνοδεία του πιστού του φίλου, βοηθού και ιερέα, Μπιλ Λομπάρντι και μιας πόρνης. Οι Σοβιετικοί, με προεξάρχοντα τον Μπόρις Σπάσκι, καίτοι δεν έχει γίνει ακόμα παγκόσμιος πρωταθλητής, καταλύουν σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο γεμάτο απολαύσεις. Η ασκητική ζωή του μεσσία απέναντι στην τρυφηλή των κρατούντων.
Η αδυναμία του Μπόρις Σπάσκι στην καλοπέραση, η επικούρεια αγάπη του για τους ηδονικούς κήπους των απολαύσεων περιγράφεται με μεγάλη γλαφυρότητα και από τον Βιτόριο Τζακοπίνι στο βιβλίο του για τον Φίσερ:
«Ενστικτώδης, ευφυέστατος και ταλαντούχος, δεν αγαπούσε το διάβασμα, δυσπιστούσε απέναντι στη θεωρία και πίστευε ότι η συνεχής άσκηση δεν ενίσχυε το παιχνίδι του όσο το έφθειρε. Ακόμα και πριν από τα μεγάλα ραντεβού κοιμόταν πάντα του καλού καιρού και προπονούνταν ελάχιστα, μόνο όσο χρειαζόταν για να μην τον βασανίζουν κόουτς, sparring partner και σύμβουλοι. Τα ατελείωτα προγεύματά του με βάση τα αυγά -σφιχτά, χτυπητά, τηγανητά, μελάτα-λίτρα καφέ και βουνά βούτυρο και σαλάμι διακόπτονταν από σχοινοτενείς μονολόγους για τα όνειρα που είδε τη νύχτα και για τους αρχαιοελληνικούς μύθους. Συχνά ψυχαγωγούσε τους φίλους του με διασκεδαστικές, πάντα απρεπείς, πολύ προσβλητικές μιμήσεις. Το αγαπημένο του θύμα ήταν ο υπνωτικός Λεονίντ Μπρέζνιεφ, αλλά είχε στο ρεπερτόριό του κι έναν διόλου άσχημο Λένιν κι έναν Στάλιν υπερβολικά ανοιχτόκαρδο και καλοκάγαθο για να ’ναι στ’ αλήθεια πιστευτός» (Βιτόριο Τζακοπίνι, Βασιλιάς σε καταδίωξη, μτφρ. Π. Σκόνδρας, Κέδρος, 2011, σ. 164).
Δεν είναι τυχαίο που και τα δύο αυτά πορτρέτα του ηδονιστή Σπάσκι βρίσκονται σε πολιτισμικά προϊόντα που μιλάνε για τον άνθρωπο που τον εκθρόνισε. Παιδιά του πλατωνισμού και του χριστιανισμού, δυσπιστούμε απέναντι στην ηδονή, θεωρώντας την ηθικά επιλήψιμη και σίγουρα σε αντίθεση με τον μόχθο που απαιτεί η επιτυχία ως προϊόν σκληρής εργασίας. Υπόρρητα ή και όχι, η αποτυχία του Σπάσκι αποδίδεται σε ένα έλλειμα στιβαρότητας χάριν της εύκολης απόλαυσης.
Η ιστορία γράφεται από τους νικητές. Και ο Σπάσκι έχει την ατυχία να εγγράφεται σ’ αυτήν πρωτίστως μέσω των ηττών του. Το ματς στο Ρέικιαβικ το 1972 τραβάει όλα τα βλέμματα, είτε το κοιτάζει κανείς υπό πολιτικήπροοπτική, ελέω Ψυχρού Πολέμου, είτε υπό καθαρά αγωνιστική. Η απόφαση του Σπάσκι να συνεχίσει να παίζει, όταν τα τσαλίμια του αντιπάλου του θα μπορούσαν να του δώσουν μια εύκολη έξοδο επιτυχίας, είναι η απόφαση ενός τραγικού ήρωα να οδηγηθεί στην κορύφωση της πτώσης του. Είναι ταυτόχρονα και η δικαίωση μιας προοικονομίας: στη Φοιτητική Ολυμπιάδα του 1960 που διεξήχθη στο Λένινγκραντ, ο Σπάσκι ως 1η σκακιέρα της ΕΣΣΔ θα ηττηθεί από τον μετέπειτα «δεύτερο» του Φίσερ, Μπιλ Λομπάρντι. Η ήττα στοίχισε στην Σοβιετική Ένωση το χρυσό μετάλλιο και κόστισε στον Σπάσκι τρία χρόνια κυρώσεων, με αποβολή από την ομάδα και απαγόρευση ταξιδιών στο εξωτερικό. Ο τραγικός ήρωας που κατάφερε να ξεπεράσει αυτή την αρχική αποτυχία και να κατακτήσει την κορυφή θα γκρεμιστεί και πάλι, από το ίδιο σχεδόν χέρι που τον κράτησε πριν 12 χρόνια καθηλωμένο στη Γη.
Για τους περισσότερους παγκόσμιους πρωταθλητές η άνοδος στον θρόνο περιγράφεται ως μια άλλοτε εκρηκτική, άλλοτε περισσότερο ομαλή διαδικασία προόδου χωρίς πισωγυρίσματα. Από τον Στάινιτς μέχρι τον Πετροσιάν και έως τους Κάρποβ, Κασπάροβ και Κράμνικ, ο Σπάσκι κατέχει μια μοναδική θέση, καθώς είναι ο μοναδικός παγκόσμιος πρωταθλητής που έχασε το πρώτο ματς στο οποίο συμμετείχε. Έχοντας προκριθεί, επικρατώντας στο τελικό ματς της κούρσας των Διεκδικητών επί του Μίσα Ταλ, ο Σπάσκι βρέθηκε να χάνει από τον Πετροσιάν το 1966 με 10-12, δύο παρτίδες ήδη πριν το τέλος. Με την ισοπαλία υπέρ του πρωταθλητή, η απόφασή του να συνεχίσει εντούτοις το ματς είναι ακόμα μια απόδειξη των καλών του τρόπων επί της σκακιέρας.
Η αποτυχία δεν έκαμψε τον Σπάσκι. Ίσα ίσα ήταν αυτή που του έδωσε το κίνητρο για να συνεχίσει. Ο Γιαν Τίμαν στις μνημειώδεις αναμνήσεις του από τους παγκόσμιους πρωταθλητές που γνώρισε (Timman’s Titans: My World Chess Champions, New in Chess, 2016), θα εστιάσει σε αυτή τη σημασία της προσπάθειας στην πορεία του Μπόρις. Εκ των υστέρων, αναπολώντας τη δεύτερη αναμέτρηση με τον Πετροσιάν το 1969, ο Σπάσκι θα επισημάνει τη βοήθεια των «δεύτερων». Ο Βλάντιμιρ Ζακ, θα πει, του έδωσε ένα όπλο, που ο Αλεξάντερ Τόλους λείανε και ο Ιγκόρ Μποναταρέσκυ σκλήρυνε. Μόνο έτσι, τραβώντας ως άλλο Εξκάλιμπερ το μαγικό αυτό σπαθί, ο Σπάσκι θα καταφέρει να κερδίσει τον σκληρό στην άμυνα και στέρεο σαν βράχο Τίγκραν Πετροσιάν. «Ήμουν τόσο κουρασμένος μετά το ματς, που καμιά σκέψη δεν πέρασε από το μυαλό μου», θα απαντήσει ερωτώμενος για το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό του μετά την επιτυχία.
Πόσο μακριά είναι αυτή η εικόνα από εκείνη του χαλαρού ηδονιστή στο ακριβό ξενοδοχείο της Σάντα Μόνικα! Ο Σπάσκι θα χρησιμοποιήσει συχνά την «τεμπελιά» του ως πρόσχημα. Περιγράφοντας τον εαυτό του θα τον χαρακτηρίσει ρωσική αρκούδα, που γίνεται επικίνδυνη μόνο όταν ξεπεράσει τη βαρυθυμία της να σηκωθεί όρθια στα δυο της πόδια. Ο Τίμαν ωστόσο διαφωνεί, η τεμπελιά εδώ είναι ένας κομψός τρόπος να περιγράψει ο Σπάσκι το άγχος της προσπάθειας και την αγωνία της πίεσης.
Ωστόσο και υπό πίεση, όταν προκληθεί, όταν του γίνει σαφές ότι πρέπει να αγωνιστεί, ο Σπάσκι θα είναι ετοιμοπόλεμος. Επιστρέφοντας στην ΕΣΣΔ μετά την ήττα από τον Φίσερ, μέσα στη γενική καχυποψία και τη δυσμένεια, ο Μπόρις θα ανακάμψει σχετικά γρήγορα. Το Πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ του 1973 ήταν η πρώτη μεγάλη αναμέτρηση μετά την ήττα, σε ένα ταμπλό «φωτιά»: Ο νεαρός, ταχέως ανερχόμενος Κάρποβ, ο Ταλ, ο Κορτσνόι, ο Γκέλερ, ο Πετροσιάν, ο Πολουγκαγιέβσκι, ο Σβέσνικοβ αποτελούσαν μερικούς από τους 18 τοπ παίκτες που αναμετρήθηκαν τον Οκτώβρη στη Μόσχα. Μετά από 17 γύρους ο Σπάσκι θα τερμάτιζε μόνος πρώτος με 11,5 βαθμούς, στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα απέναντι σε όσους αμφισβητούσαν ότι παραμένει ο ισχυρότερος σοβιετικός παίκτης. Η αρκούδα είχε σηκωθεί βρυχώμενη.
Για έναν παίκτη με το επιθετικό στυλ του Σπάσκι φαντάζει εκκεντρική η εμμονή του με τις προτάσεις ισοπαλίας. Ο Τίμαν θυμάται πως στο τουρνουά του Μόντρεαλ το 1979, με το που ο διαιτητής έβαλε μπροστά το χρονόμετρο, ο Σπάσκι τού πρότεινε ισοπαλία, σημειώνοντας πως είναι σε κακή φόρμα. Ακολούθησε ένας διάλογος, με τους άλλους σκακιστές να παρακολουθούν με απορία, όπου ο Τίμαν προσπαθούσε να πείσει τον Σπάσκι να παίξουν. Στο τέλος η παρτίδα, που τελικά παίχτηκε, έληξε όντως ισόπαλη, αλλά με έναν μη αναμενόμενο τρόπο. Ο Σπάσκι ευχαρίστησε τον Τίμαν που τον ανάγκασε να αγωνιστεί. Αυτή η έμφαση στον εξαναγκασμό έφτασε στο απόγειό της στο τελευταίο μεγάλο τουρνουά που κέρδισε ο Σπάσκι, στο Λινάρες το 1983. Εκεί έκανε 6 ισοπαλίες και κατίσχυσε επί των αντιπάλων του στις άλλες τρεις, μόνο και μόνο επειδή οι αντίπαλοι τον ανάγκασαν να αγωνιστεί. «Θα προτιμούσα να κάνω 9 ισοπαλίες», είπε ο Σπάσκι, που τερμάτισε πάνω από τον τότε παγκόσμιο πρωταθλητή, Ανατόλι Κάρποβ, κάτι που φυσικά δυσαρέστησε τις σοβιετικές αρχές.
Ο Σπάσκι συνόδευε τις προτάσεις ισοπαλίας του με σύντομα σχόλια, που εξηγούσαν στον αντίπαλο την ψυχική και αγωνιστική του κατάσταση. Σε μια από αυτές τις όχι κοινές περιπτώσεις ο Μπόρις αντιμετώπιζε τον νεαρό Κασπάροβ. Του πρότεινε ισοπαλία, ο νεαρός από το Μπακού αρνήθηκε. Λίγο αργότερα, με τον Κασπάροβ να βρίσκεται πλέον σε χειρότερη θέση, ο Σπάσκι θα επανερχόταν με την πρότασή του, σπεύδοντας τώρα να προσθέσει: «Αν αρνηθείς θα σε διαλύσω».
Όπως δείχνει ο νόμος της αδράνειας, ένα σώμα δεν αλλάζει την κατάστασή του, είτε πρόκειται για κίνηση είτε για ηρεμία, αν δεν αναγκαστεί από κάποια εξωτερική δύναμη. Αν δεν είχε χωρίσει τη Λαρίσα για να παντρευτεί τη Γαλλίδα, ρωσικής καταγωγής, Μαρίνα Σερμπατσεβα, ο Σπάσκι, καίτοι φανατικός αντικομμουνιστής, δεν θα είχε πιθανώς εγκαταλείψει τη Σοβιετική Ένωση. Το έκανε το 1975, έχοντας τη σπάνια τιμή να συνεχίσει να έχει τη ρωσική υπηκοότητα παρότι διέμενε πλέον στο Παρίσι. Η Μαρίνα, υπάλληλος στο γαλλικό προξενείο, είχε τις διασυνδέσεις να διασφαλίσει αυτό το προνόμιο. Μετά το προαναφερθέν τουρνουά στο Λινάρες, ωστόσο, ο Σπάσκι θα μεταπηδούσε στη Γαλλία ως πολίτης πλέον. Και πάλι ο εξωτερικός εξαναγκασμός κίνησε τα πράγματα. Με τον ίδιο τρόπο, όταν ο Σπάσκι έχασε τις δυνάμεις του και κατέληξε σε γηροκομείο, θα έπαιρνε την απόφαση της επιστροφής στη Ρωσία: αν η Γαλλία υπήρξε μια καλή μητριά, η Ρωσία ήταν πάντα για τον Σπάσκι μια άρρωστη μητέρα, που όταν όμως είσαι και ο ίδιος άρρωστος είναι προτιμότερη. Στη Ρωσία ο Σπάσκι ήταν τουλάχιστον αναγνωρίσιμος στο ανώτερα πεπαιδευμένο, σε σχέση με το γαλλικό, σκακιστικό κοινό.
Κάπως έτσι το ξίφος επέστρεψε στη θέση του. Είναι η μοίρα των θνητών να υπόκεινται στην άστατη θεία βούληση. Ο Βόταν που χαρίζει στον Ζίγκμουντ το μαγικό ξίφος στη Βαλκυρία του Ρίχαρντ Βάγκνερ θα είναι και αυτός που θα το διαλύσει. Όπως και στην όπερα η βούληση των θεών, ασταθής και αναποφάσιστη, θα παιδεύσει τους θνητούς, έτσι και στην περίπτωση του Σπάσκι θα καταδείξει ότι οι εναλλαγές θριάμβου και καταστροφής είναι στην ημερήσια διάταξη. Στα 87 του ο Σπάσκι συνεχίζει μαζί μας την περιστροφή του γύρω από τον Ήλιο. Είμαι σίγουρος πως μια θέση στη σκακιστική Βαλχάλα θα τον περιμένει όποτε η μοίρα το αποφασίσει.