Η Μιανμάρ (πρώην Βιρμανία) λογιζόταν κάποτε μία από τις πιο υποσχόμενες οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας με αυξανόμενη μεσαία τάξη. Σήμερα, η Μιανμάρ υποφέρει από τα δεινά του καταστροφικού πολέμου που ξερίζωσε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους και αυξημένα επίπεδα φτώχειας.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Προγράμματος Ανάπτυξης του ΟΗΕ (UNDP) σχεδόν το 50% των 54.000.000 πολιτών ζει πλέον κάτω από το επίπεδο της ανεκτής φτώχειας και το 49,7% δοκιμάζεται από πείνα και πασχίζει να επιβιώσει με περίπου 76 λεπτά του δολαρίου τη μέρα.
Τρία χρόνια μετά την κατάληψη της εξουσίας από στρατιωτικούς με πραξικόπημα, η οικονομική κατάσταση στη χώρα έχει επιδεινωθεί δραματικά σε σημείο εξαφάνισης της μεσαίας τάξης.
Οι περισσότερες οικογένειες αναγκάζονται να κάνουν περικοπές ακόμη και στο φαγητό, την υγεία ή την εκπαίδευση λόγω του υψηλού πληθωρισμού και της ακρίβειας.
Επιπλέον, οι ερευνητές του ΟΗΕ καταγράφουν μία κατάσταση που επιδεινώνεται άσχημα όσο περνά και καιρός καθώς αφότου ξεκίνησαν οι συγκρούσεις μετά το πραξικόπημα στη Μιανμάρ αυξήθηκε ο αριθμός των εκτοπισμένων πολιτών και καταστράφηκε μεγάλος μέρος των επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας.
Η σύγκριση με το παρελθόν είναι σχεδόν ισοπεδωτική.
Μεταξύ 2005 και 2017 η φτώχεια στη Μιανμάρ μειώθηκε από 48,2% στο 24,8%. Αλλά μετά το πραξικόπημα του στρατού το 2021 που ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Προέδρου Αούνγκ Σαν Σου Κι η χώρα βυθίστηκε στον κυκεώνα της αστάθειας, της βίας του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας σε βάρος του λαού ενώ η φτώχεια μαστίζει σήμερα τα ¾ του πληθυσμού.
Η έκθεση συντάχτηκε με βάση στοιχεία που συγκέντρωσαν οι ερευνητές του ΟΗΕ μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου 2023. Η κατάσταση έκτοτε εκτιμάται πως έχει γίνει ακόμη χειρότερη.
Η Μιανμάρ είναι μεγάλη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας με έκταση 676.578 τ.χλμ. και πληθυσμό 56.242.997 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2023. Συνορεύει με την Κίνα προς βορρά, το Λάος στα ανατολικά, την Ταϊλάνδη στα νοτιοανατολικά, το Μπανγκλαντές δυτικά και την Ινδία στα βορειοδυτικά