«Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
Κυνηγούν έναν τρελό
Τον επνίγουν με τα χέρια
Και τον καίνε στον γιαλό»
Μ. Χατζιδάκις
Τη δεκαετία του 1970, ο Γιάννης Δήμου πήρε παραμάσχαλα τη φωτογραφική του μηχανή και αποφάσισε να περπατήσει την ελληνική ύπαιθρο ώστε να αιχμαλωτίσει για πάντα μέσα στο ασπρόμαυρο φιλμ όλες τις υφές και τις ταλαντώσεις της. Ήταν, άλλωστε, μια εποχή που η ελληνική ύπαιθρος βρισκόταν σε ένα σημείο καμπής, ερήμωνε και άδειαζε για χάρη της βιομηχανικής και τουριστικής ανάπτυξης, με τις μεγάλες πόλεις να μαγνητίζουν τους νέους και τις νέες των απομακρυσμένων χωριών όπως η λάμπα θυέλλης τις πεταλούδες.
Ο Γιάννης Δήμου απεχθανόταν τις αναίτιες γραφικότητες και τους κακόγουστους φολκλορισμούς και σαν «σωστός» φωτογράφος, προσπαθούσε να ενσωματωθεί με το περιβάλλον που επρόκειτο να φωτογραφήσει, να γίνει και αυτός ένας ακόμα «ντόπιος» στα μέρη που επισκεπτόταν. Ζώντας μαζί με τους ντόπιους και επιζητώντας μαζί τους την καθημερινή επαφή, ο φωτογράφος αποκτά πρόσβαση όχι μόνο σε πραγματικούς χώρους που κανένας «ξένος» δεν θα μπορούσε ποτέ να επισκεφτεί, αλλά γίνεται σταδιακά μέρος του δυναμικού οικοσυστήματος που έχει κατασκευάσει κάθε περιοχή για τον εαυτό της. Με άλλα λόγια, αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις βασικές δομές λειτουργίας της εκάστοτε μικρο-κοινωνίας.
Κάθε φωτογράφος αποκτά ευαισθησίες και εμμονές, στις οποίες ο φωτογραφικός φακός στρέφεται σχεδόν αυτόματα. Έτσι, ο Γιάννης Δήμου εντυπωσιάστηκε από τις πρακτικές των πανηγυριών, αυτήν την τελετουργική ώσμωση του χριστιανισμού με τον παγανισμό και τα κατάλοιπα των διονυσιακών γιορτών που είχε υιοθετηθεί αυτούσια για αιώνες από άκρη σε άκρη της χώρας. Το πρότζεκτ του με τίτλο «Πανηγύρια» δεν είναι απλά μια ακόμα δουλειά που καλύπτει φωτογραφικά τις συγκεκριμένες γιορτές, αλλά μια αρχαιολογική ανασκαφή στις βαθιές δομές που απαρτίζουν αυτές τις πρακτικές σε συνδυασμό με τις κοινωνίες που τις αναπαράγουν.
Είναι η φωτογραφική απεικόνιση μιας μεταφυσικής θεατρικής σκηνής που υπερφωτίζει τα ενεργά υποκείμενα εκτός του καθημερινού τους πλαισίου, σε εκείνες τις μοναδικές ημέρες που τους δίνεται η δυνατότητα να ενστερνιστούν διαφορετικές ταυτότητες από εκείνες που έχουν αναγκαστεί να βιώνουν στον πραγματικό χρόνο. Στα πανηγύρια ο χρόνος σταματάει, γίνεται άυλος και άφθαρτος, μια συμπαντική μικροβλάβη που λαμβάνει χώρα από τη δύση του ήλιου μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες χωρίς να υπάρχει κανένα τέλος, καμία λειτουργική διαδικασία.
Στις εικόνες του Δήμου ξεπροβάλλουν πλάσματα μιας ημέρας ενός αλλοτινού καιρού. Μασκοφόροι, σάτυροι με κωδωνοφόρες προβιές, παράξενοι χορευτές, φιγούρες που μοιάζουν σαν να βγήκαν από κάποια αρχαία τραγωδία ή από έναν μακάβριο χορό. Μια μυθολογία της υπαίθρου αποκρυσταλλωμένη από τις αγκυλώσεις και τον καθωσπρεπεισμό, από την λαογραφική και εθνογραφική αποστείρωση. Στα πανηγύρια όλοι γινόμαστε οι «Άλλοι», εκείνοι που δεν είμαστε και δεν θα γίνουμε ποτέ.
Υπάρχει, όμως, μια φωτογραφία στο συγκεκριμένο λεύκωμα που μας βγάζει για λίγο από αυτή την αιθέρια έκσταση και μας προσγειώνει σε μια πιο απόκοσμη πτυχή της πραγματικότητας. Αντί, όμως, να διαλύει το λογοθετικό σχήμα που κατασκευάζει ο Δήμου, η συγκεκριμένη φωτογραφία το κορυφώνει στο μέγιστο επίπεδο.
Τραβηγμένη το 1976 σε ένα πανηγύρι στο Βρυσοχώρι Ηπείρου, ο «τρελός του χωριού» στέκεται απομονωμένος σε ένα υπερυψωμένο έδαφος πάνω από την κεντρική πλατεία όπου λαμβάνει χώρα η γιορτή. Στο κάτω μέρος της εικόνας, οι συγχωριανοί του, καθισμένοι όλοι μαζί, χαρούμενοι και καλοντυμένοι, διασκεδάζουν μέσα στο πλαίσιο του πανηγυριού. Ο «στιγματισμένος», όμως, δεν είναι καλεσμένος στο γλέντι τους.
Πρόκειται για μια σπαραχτική φωτογραφία, από όλες τις απόψεις.
Η λεζάντα που συνοδεύει τη φωτογραφία (που είναι απάντηση τού φωτογράφου στην ερώτηση «ποια είναι η πιο εντυπωσιακή σκηνή που θυμάστε από τα πανηγύρια; Ποια σας έρχεται πρώτη στο μυαλό;»), είναι η εξής:
[…] αυτή η στιγμή. Εδώ είναι ο τρελός του χωριού που είναι μόνος του, εξοστρακισμένος και παρακολουθεί τι κάνουν οι άλλοι. Ήταν συνταρακτικό, γιατί τη στιγμή που τον φωτογράφισα όλο το χωριό γλεντούσε κι αυτός παρακολουθούσε από απόσταση, ολομόναχος. Έχω τραβήξει τέσσερις φωτογραφίες νομίζω, περιμένοντας αυτή την στιγμή. Ήμασταν μόνο αυτός κι εγώ και θυμάμαι ότι έκλαιγα.
Η Susan Sontag είχε γράψει πως η αδιάκοπη επαφή μας με μακάβριες και συνταρακτικές εικόνες θα έχει ως κατάληξη να γίνουμε εθισμένοι στον πόνο και στον θάνατο, να μετατραπούμε σε «τζάνκι του πόνου», όπως είχε γράψει χαρακτηριστικά.
Και όμως, η φωτογραφία του τρελού, μια κορύφωση του υπαρκτού απόκοσμου και του αλλόκοτου, δεν αντέχεται να κοιτάζεται για αρκετή ώρα. Πρόκειται για μια φωτογραφία που ρουφάει εντός της τον θεατή, που τοποθετεί κάποια αόρατα δεσμά μέσα του, όχι από οίκτο ή κάποια αόριστη ενσυναίσθηση, αλλά από καθαρό δέος.
Ο τρελός του χωριού ίσως να είμαστε εμείς, ίσως να γίνουμε εμείς κάποια μέρα. Η ετεροτοπία της ψυχικής ασθένειας δεν έχει καταφέρει να αποστιγματιστεί και να ενσωματωθεί ακόμα και στη σύγχρονη, πιο «ευαίσθητη» εποχή. Ο τρελός του χωριού παραμένει ο τρελός του χωριού, εκείνος που γίνεται ορατός μόνο και μόνο επειδή η φυσική του παρουσία ενοχλεί, μόνο και μόνο επειδή όλοι θα θέλαμε να παραμείνει αόρατος. Να είναι μονίμως κάπου «Αλλού» και όχι θλιμμένος στη γιορτή μας, εκεί που εμείς θέλουμε να γίνουμε για λίγο οι λελογισμένα «τρελοί».
Η φωτογραφία είναι μεταφυσική μέσα στον ρεαλισμό της. Ο φακός του Δήμου δίνει για πρώτη φορά ορατότητα στον εξοστρακισμένο, απομακρύνεται από το πραγματικό θέαμα και εισέρχεται στον σκοτεινό χώρο του περιθωρίου, εκεί όπου δεν υπάρχουν λειτουργικές δομές. Γίνεται ένα με την κοινωνική μικροβλάβη, με όλα εκείνα που θέλει να κρύψει το οικοσύστημα του χωριού.
Ο «τρελός» μας κοιτάει από ψηλά, χωρίς να μπορούμε να αντιληφθούμε με σιγουριά αν η έκφρασή του κρύβει θλίψη, φόβο, ντροπή ή κατάνυξη και εντυπωσιασμό προς το θέαμα από το οποίο έχει αποκλειστεί. Αμήχανος και μόνος, με το κεφάλι κατεβασμένο, έχει αποδεχτεί τη μαρτυρική του ποινή.
Ο φωτογράφος κλαίει πίσω από τον φακό, έχοντας σπάσει το φράγμα και την προστασία που του δίνει η φωτογραφική του μηχανή. Έστω και για λίγο έχει γίνει και αυτός ένα με το περιθώριο, έχει γίνει τμήμα της μικροβλάβης, καθώς «μετεβλήθη εντός του και ο ρυθμός του κόσμου» μέσα σε τέσσερα φωτογραφικά «κλικ» της μηχανής που εστίασαν πάνω στον απόκληρο και τον κατατρεγμένο.
Τι να έχει αλλάξει, άραγε, από το 1976;
Έχουμε αλλάξει όντως τόσο ριζικά από εκείνο τον καιρό; Μήπως οι δικοί μας «τρελοί» κάθονται πλέον απλά σπίτι τους, μακριά από εμάς, έχοντας γνώση πως είναι απόκληροι, μη θέλοντας να μας φέρουν θλίψη στις γιορτές μας, μη θέλοντας να καταστρέψουν τα πάρτι και τις συναθροίσεις μας με την απόκοσμη, αλλιώτικη υπόστασή τους;
Και όσοι κάνουν τον κόπο να εμφανιστούν και να γίνουν ορατοί, μήπως απλά μας επιφέρουν πάλι την ίδια ανείπωτη ενόχληση, την ίδια αμηχανία; Ίσως μέχρι και την ανάγκη να κρυφτούμε εμείς από το βλέμμα του «τρελού», να γίνουμε εμείς για λίγο οι «αόρατοι» μέχρι να γίνει κατανοητό πως ο «τρελός» είναι ένα ανεπιθύμητο πρόσωπο και να χαθεί πάλι μέσα στον δικό του, καλά κρυμμένο, κόσμο.
Τι να έχει αλλάξει, άραγε, από το 1976; Μάλλον όχι και τόσα πολλά πράγματα από όσα πιστεύουμε ότι άλλαξαν.
«Άγριος σκύλος σε ζυγώνει
στο νερόλακκο άλλος ένας
μια σκιά κι αυτή δαγκώνει πικραμένε μου
άγια λύπη σε σκεπάζει
δε σε σκέφτεται κανένας
μα θαρρώ και δεν σε νοιάζει αντρειωμένε μου
Αχ φτωχέ μου αλήτη
κι αν δεν έχεις σπίτι
έχεις την καρδιά σου μεσ’ το φως
Κοίταξέ με αλήτη
στο παλιό μου σπίτι όλο σκοτεινιάζει ο καιρός
Τα παιδιά δε σ’ αγαπάνε
το κεφάλι σου μη σκύβεις
κι όλο σε πετροβολάνε πικραμένε μου
ήλιος λάμπει στη θωριά σου
συννεφιά μου μη τον κρύβεις
Αχ πώς βλέπω την καρδιά σου αντρειωμένε μου
Αχ φτωχέ μου αλήτη
κι αν δεν έχεις σπίτι
έχεις την καρδιά σου μεσ’ το φως
Κοίταξέ με αλήτη
στο παλιό μου σπίτι όλο σκοτεινιάζει ο καιρός»
Ν. Μαυρουδής-Άκος Δασκαλόπουλος
(Πατήστε στον σύνδεσμο για να ακούσετε το τραγούδι)