Η Θεολογία της Απελευθέρωσης αναπτύχθηκε κυρίως στη Λατινική Αμερική, αρχής γενομένης από τις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970 με τις εμβληματικές μορφές του Καμίλο Τόρες στην Κολομβία, του Γκουστάβο Γκουτιέρες στο Περού, του Λεονάρντο Μποφ στη Βραζιλία, του Ερνέστο Καρντενάλ στη Νικαράγουα, του Χουάν Λουίς Σεγούντο στην Ουρουγουάη, του Γιον Σομπρίνο στο Ελ Σαλβαδόρ και άλλων. Βασικές έννοιες είναι ότι ο Χριστιανός οφείλει να αντιπαλέψει όχι μόνο την προσωπική του αμαρτία, αλλά τη θεσμοποιημένη αμαρτία, δηλαδή αυτήν που έχει αποτυπωθεί σε θεσμούς που διαιωνίζουν την εκμετάλλευση των ανθρώπων. Έσχατος εχθρός είναι ο θάνατος, αλλά και το «κράτος του θανάτου» (Προς Εβραίους 2:14), δηλαδή κάθε σύστημα που αναπαράγει τον κοινωνικό θάνατο μέσω της ταξικής και αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, αλλά και επιτείνει τη φονικότητα μέσω του ιμπεριαλισμού. Το κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης άντλησε στοιχεία από τον ιουδαιοχριστιανικό μεσσιανισμό, για να τονίσει την ανατρεπτικότητα του μηνύματος ότι οι «έσχατοι θα γίνουν πρώτοι» (Ματθ. 19:30), επομένως οι κοινωνικώς έσχατοι, οι φτωχοί, έχουν μια προνομιακή σχέση με την αλήθεια, αλλά και με τη χριστιανική υποκειμενοποίηση που είναι απαραίτητη για τη ριζοσπαστική πραγμάτωση της ευαγγελιζόμενης ουτοπικής κοινωνίας. Η Θεολογία της Απελευθέρωσης εμπνέεται από το ιουδαϊκό «Πάσχα» ως «πέρασμα», κατά την απελευθέρωση του λαού από την αυτοκρατορία, όπως το βλέπουμε στο βιβλίο της Εξόδου στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και από την οντολογική ερμηνεία του στον Χριστιανισμό, όπου πρόκειται για το πέρασμα από τον θάνατο στη ζωή. Αυτό το πέρασμα έχει τον χαρακτήρα της σταυρώσεως, δηλαδή της αυτοθυσίας, αλλά και της ανατροπής του κατεστημένου, καθώς η Ανάσταση ανατρέπει θεσμοθετημένες δομές που υπηρετούν τον θάνατο στην υπαρξιακή, αλλά και την κοινωνική, πολιτική και συμβολική μορφή του.
Το ερώτημα είναι η επικαιρότητα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης σήμερα, σε μια εποχή όπου η νεοφιλελεύθερη μονοτροπία διέρχεται κρίση και αναδύεται ξανά η δυνατότητα για μια στιβαρή φωνή του παγκόσμιου νότου και ανατολής, μεταξύ άλλων και στη Θεολογία. Μπορούμε να δούμε ορισμένα παραδείγματα, ασφαλώς με μη εξαντλητικό, αλλά περισσότερο υπαινικτικό τρόπο.
Τι σημαίνει «Γη της Επαγγελίας»;
Στην Παλαιστίνη το διαχριστιανικό κίνημα Καιρός έχει επικαιροποιήσει της Θεολογία της Απελευθέρωσης στο πλαίσιο των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Εμβληματικό είναι εν προκειμένω το σχετικά πρόσφατο έργο του Λουθηρανού πάστορα Isaac Munther Η Άλλη Πλευρά του Τείχους: Μια παλαιστινιακή χριστιανική αφήγηση θρήνου και ελπίδας [The Other Side of the Wall: A Palestinian Christian Narrative of Lament and Hope, InterVarsity Press, Downers Grove, Illinois 2020], που αποτελεί ένα σχετικό συστηματικό εγχείρημα. Βασικό ερώτημα που τίθεται είναι τι σημαίνει «Γη της Επαγγελίας» για μια σύγχρονη Θεολογία της Απελευθέρωσης.
Η έννοια της «Γης της Επαγγελίας» δεν παρουσιάζει αναγκαιότητα αλλά συμβαίνει στο πλαίσιο ενός διαλόγου ελευθερίας μεταξύ Θεού και ανθρώπου, ο οποίος περιέχει την ευθύνη του ανθρώπου και την ενδεχομενικότητα που προκύπτει από κάθε ελεύθερη μη αναγκαία σχέση. Ακόμη και εντός του ίδιου του Ιουδαϊσμού, το να είναι κανείς Εβραίος δεν είναι αποκλειστικώς θέμα βιολογικής καταγωγής, αλλά ένα υπαρξιακό διακύβευμα αβρααμικής πίστης στον Θεό, με τρόπο ώστε αντίδοτα σε έναν τυφλό ρατσιστικό βιολογισμό να μπορούν να ανευρεθούν εντός της ίδιας της ιουδαϊκής παράδοσης. Ιδιαιτέρως στον προφήτη Ησαΐα (2:2-3) βρίσκουμε μια εξαιρετικά συμπεριληπτική έννοια του λαού του Ισραήλ, που μπορεί να περιλάβει και άλλες εθνότητες και λαούς. Η φιλοξενία προς τον ξένο, συμπεριλαμβανομένου και του αλλοεθνή, αποτελεί μία θεμελιώδη αξία του Ιουδαϊσμού, η οποία αναπτύχθηκε κυρίως στον προφητικό λόγο, ιδίως στον Ησαΐα και τον Ιεζεκιήλ. Το χριστιανικό μήνυμα του Ιησού για την άνευ όρων αγάπη του ξένου δεν ανατρέπει, αλλά μάλλον συνεχίζει τη σχετική παράδοση των προφητών, όπως επιμένει λ.χ. το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (24:27), όταν εκδέχεται το κήρυγμα του Χριστού ως ερμηνεία των προφητών του Ιουδαϊσμού. Επομένως, το πρόβλημα δεν είναι μία δήθεν διαμάχη μεταξύ των θρησκειών, αλλά κυρίως το πώς ερμηνεύουμε σήμερα το δυναμικό χειραφέτησης και φιλόξενης συμπερίληψης που υπάρχει στις προφητικές φωνές της κάθε αβρααμικής θρησκείας. Ο Χριστιανισμός επεκτείνει την πίστη στο μυστήριο της πατρότητας του Αβραάμ (Κατά Ιωάννην 8:39), αλλά η έμφαση είναι στην ηθική και υπαρξιακή πιστότητα στο παράδειγμα του γενάρχη των μονοθεϊστικών θρησκειών. Η θεολογία της ενσωματώσεως στον απόστολο Παύλο δεν είναι καθόλου μια αντικατάσταση των Εβραίων από τους εθνικούς, αλλά μία ενσωμάτωση των εθνών στον αυθεντικό Ισραήλ (Προς Εφεσίους 3: 1-6), όπου η φιλοξενία εκβάλλει σε ακόμη πιο οντολογική αγάπη. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά από τον Χριστιανικό Αντισημιτισμό, ο οποίος αποτελεί μία παρερμηνεία των Ευαγγελίων. Για τον Χριστιανικό Αντισημιτισμό, ο Ισραήλ έχει αντικατασταθεί από τα έθνη και έχει απορριφθεί από τον Θεό. Στα Ευαγγέλια, όμως, ιδίως στο Κατά Λουκάν και στο Κατά Ιωάννην, καθώς και στον απόστολο Παύλο βρίσκουμε αντιθέτως μία διεσταλμένη έννοια του αυθεντικού Ισραήλ, που ενσωματώνει τα έθνη, καθώς η φιλοξενία μεταμορφώνεται σε συμπεριληπτική αγάπη του πλησίον.
Ο σταυρο-αναστάσιμος Μεσσιανισμός
Το πρόβλημα, επομένως, για μια σημερινή Θεολογία της Απελευθέρωσης δεν βρίσκεται στην εναντίωση μεταξύ των θρησκειών, αλλά σε μια λάθος ενδοχριστιανική ερμηνεία, η οποία τονίζει μια οποιαδήποτε εθνική αποκλειστικότητα με όρους ρατσιστικού βιολογισμού. Όταν το εβραϊκό Πάσχα μετατρέπεται από τους χριστιανούς στο χριστιανικό Πάσχα, αυτό είναι ένα μήνυμα ταυτόχρονης έμφασης στην ανάσταση της συνολικής και καθολικής ανθρωπότητας, αλλά και έμφασης στη συγκεκριμένη σάρκωση στην εντοπιότητα. Εξάλλου, «πλησίον» θα πει κυριολεκτικά αυτός που είναι «δίπλα» μας. Κάτι που δεν προσέχουμε συχνά στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, είναι ότι το θύμα των ληστών ήταν απογυμνωμένο και χωρίς ταυτότητα. Αυτό σημαίνει ότι γινόμαστε «πλησίον» κατ’ εξοχήν όταν προσεγγίζουμε τους ανθρώπους που έχουν απωλέσει την κρατική τους ταυτότητα του πολίτη, όπως λ.χ. είναι σήμερα άνθρωποι στην Παλαιστίνη και την Υεμένη, πρόσφυγες από τη Συρία και άλλες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Ο Χριστός ανέλαβε αυτή τη μοίρα τόσο στη Γέννηση όσο και στη Σταύρωση, που δεν είναι παρά η ακραία Ενσάρκωση. Κατά τη Γέννηση, γνώρισε γρήγορα τη μοίρα του πρόσφυγα στην Αίγυπτο, υπονομεύοντας έτσι και την υποταγή στην αυτοκρατορική απογραφή. Κατά τη Σταύρωση ήταν ο Μεσσίας που «δεν είχε κάλλος ούτε είδος» (Ησαΐας 53:2), ήταν δηλαδή άμορφος λόγω της εμβύθισης στον ατιμωτικό θάνατο, όπως είχε προβλέψει ο προφήτης Ησαΐας, κατά τρόπο που η έσχατη ενανθρώπηση είναι η απανθρωποποίηση και η ταύτιση με τη μοίρα αυτών που έχουν χάσει την ιδιότητα του ανθρώπου και του πολίτη.
Παρομοίως, η Θεολογία της Απελευθέρωσης αναζητεί δρόμους που θα τονίζουν ταυτοχρόνως το ενιαίο της ανθρωπότητας, που ανασταίνει ο Χριστός, αλλά και την έμφαση στην τοπικότητα της συνύπαρξης με τον πλησίον. Η Θεολογία της Απελευθέρωσης έχει την ιδιαιτερότητα ότι στοχεύει κατ’ εξοχήν στη θεσμοποιημένη αμαρτία και κατ’ επέκταση στην ατομική ηθική. Για έναν Παλαιστίνιο είναι ασφαλώς σπουδαιότερη η θεσμική ισότητα και μόνο κατ’ επέκταση είναι επιθυμητή και η όποια φιλάνθρωπη στάση έχει καταστεί αναγκαία λόγω των θεσμικών αποτυχιών της λεγόμενης «διεθνούς κοινότητας». Αυτή η ανάγκη να αντιπαλευτεί η «θεσμική αμαρτία», δηλαδή η διαιώνιση της ανισότητας, είναι ένα πρόβλημα που λησμονεί συχνά ιδιαίτερα ο Χριστιανισμός λόγω της έμφασής του στο να θεωρείται το κακό «εντός» κάθε προσώπου, γεγονός που αποτελεί μια υπαρξιακή αλήθεια, η οποία δεν θα πρέπει όμως να συσκοτίζει την κοινωνική-πολιτική ευθύνη, αλλά, αντιθέτως, να την οξύνει. Στην Παλαιστίνη η πάλη ενάντια στη «θεσμική αμαρτία» σημαίνει ότι το αβρααμικό ιδεώδες της ενιαίας επεκτεινόμενης ανθρωπότητας οφείλει να συνυπάρξει με το δημοκρατικό ιδεώδες ένα κράτος να μη βασίζεται σε θρησκευτικό ή εθνικό εξαιρετισμό, αλλά σε πολιτειακή συμπερίληψη.
Για τον σκοπό αυτό χρειάζονται τολμηρές επικαιροποιημένες ερμηνείες των βιβλικών κειμένων, αλλά και εξίσου γενναίες καταγγελίες των ερμηνειών, οι οποίες καλλιεργούν το αντι-πασχαλινό μίσος. Λ.χ. ο στίχος 25:17 του Δευτερονομίου της Παλαιάς Διαθήκης για τον Αμαλήκ γίνεται συχνά η βάση για τη δικαιολόγηση γενοκτονικών πολιτικών. Είναι δε πολύ ενδιαφέρον ότι η χώρα η οποία αντέδρασε σε αυτήν την κυριολεκτική φονταμενταλιστική ερμηνεία του Δευτερονομίου ως παρακίνηση σε γενοκτονία ήταν η Νότια Αφρική, δηλαδή η χώρα που είχε γνωρίσει το Απαρτχάιντ στην πρόσφατη ιστορία της. Παρόμοιες φονταμενταλιστικές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη σχετικά με την κατάκτηση της Χαναάν είχαν γίνει και στις επιχειρήσεις του 2008-2009 από τον ραββίνο Avichai Rontzki, αλλά και σε αυτές του 2014 από τον στρατηγό Ofer Winter. Σήμερα παρόμοιες αναφορές καθίστανται όλο και πιο κοινότοπες, καθώς τις έχουν αναλάβει οι ίδιοι οι Χριστιανοί που προωθούν τον λεγόμενο «Χριστιανικό Σιωνισμό», δηλαδή τη θρησκευτική ιδεολογία ότι η πλήρης και αποκλειστική επικράτηση των Εβραίων στην Παλαιστίνη είναι ένα απαραίτητο σημείο για την ολοκλήρωση του σχεδίου της Θείας Πρόνοιας και τη Δεύτερη Έλευση του Χριστού ως Μεσσία. Υπάρχει μια μονόπλευρη έμφαση στην ιστορία του πώς ο Ιησούς του Ναυή κατέκτησε τη Χαναάν, παραβλέποντας τη σημασία που έχει στον Ιουδαϊσμό η συνθήκη της εξορίας, αλλά και το γεγονός ότι η ίδια Παλαιά Διαθήκη καταδικάζει τον αλληλοσκοτωμό στην περιοχή της Παλαιστίνης, όπως βλέπουμε στη συγκλονιστική μετάνοια του Ιακώβ στην επιθανάτια κλίνη του (Γένεσις 19:6). Στο πλαίσιο αυτό ο εκκοσμικευμένος σιωνιστικός σκοπός του να έλθει ένας Εβραίος στο Ισραήλ και να πολεμήσει για την αποκλειστική επικράτησή του υπερκεράζει ως καθήκον την πνευματική τήρηση του Νόμου της Τορά. Αυτό που χρειάζεται είναι μια κριτική ταυτοχρόνως του χριστιανικού αντισημιτισμού, κατάληξη του οποίου ήταν το Ολοκαύτωμα, όσο και του χριστιανικού σιωνισμού, ο οποίος αποτελεί ένα σύμπτωμα αποικιοκρατικών πολιτικών εκ μέρους χριστιανικών κυρίως κρατών. Και οι δύο παρερμηνεύουν τη Βίβλο, ο μεν αντισημιτισμός με μια ψευδή έννοια ότι οι Χριστιανοί έχουν αντικαταστήσει τον Ιουδαϊσμό και είναι δήθεν σε εχθρική σχέση μαζί του, ο δε χριστιανικός σιωνισμός με την αντίληψη ότι ένας στενά βιολογικός και εθνικιστικός εξαιρετισμός μπορεί να αξιώσει αποκλειστικότητα σε ένα έδαφος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και μάλιστα στο όνομα του χριστιανικού πολιτισμού και της χριστιανικής προσδοκίας για τη Δευτέρα Παρουσία του Μεσσία. Ασφαλώς κάθε βιολογικού και εθνικιστικού τύπου εξαιρετισμός είναι αντίθετος στο πνεύμα της Βίβλου στο σύνολό της, καθώς το Πάσχα δίνει ένα μήνυμα περάσματος σε μια ενοποιημένη ανθρωπότητα.
Η Θεολογία «Μιντζούνγκ» στην Κορέα
Όμως μια ελπιδοφόρα φωνή «Θεολογίας της Απελευθέρωσης» μας έρχεται και από την Άπω Ανατολή και συγκεκριμένα από την Κορέα. Στο πρόσφατο βιβλίο Υποτέλεια, Ιεραποστολή και Θεολογία της Απελευθέρωσης στην Άπω Ανατολή [Red n’ Noir, Αθήνα 2023] ο καθηγητής Ιεραποστολικής Θανάσης Ν. Παπαθανασίου αναπτύσσει την επικαιρότητα της κορεατικής θεολογίας «Μιντζούνγκ», η οποία τονίζει ότι χρέος του Χριστιανού είναι η αλλαγή των κοινωνικών δομών, ώστε να σταματήσουν να παράγουν φτώχεια. Η Θεολογία Μιντζούνγκ αντιτίθεται σε μια μορφή Κομφουκιανισμού, ο οποίος στηρίζει την υποταγή στην άρχουσα τάξη, έχοντας υπάρξει στήριγμα της φεουδαρχίας και της δουλοπαροικίας. Άρχισε ως αίτημα μετάφρασης της Βίβλου στην κορεατική γλώσσα κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής με αποτέλεσμα ο κορεατικός λαός να έλθει σε επαφή με το μήνυμα της ριζοσπαστικής ελευθερίας και ισότητας. Η λέξη min σημαίνει «λαός», ενώ η λέξη jung σημαίνει «πλήθος», δηλαδή τους αποκλεισμένους, αυτούς που ο απόστολος Παύλος ονομάζει «ανύπαρκτους που θα καταργήσουν τους υπαρκτούς» («τὰ μὴ ὄντα ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ», Α΄ προς Κορινθίους 1:28). Για τον θεολόγο Ahn Byung-Mu, το κορεατικό jung είναι η ασιατική εκδοχή του «όχλου» του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, ενώ ο θεολόγος Suh Nam Dong υποστηρίζει ότι σκοπός του χριστιανού είναι η μεταμόρφωση του han σε dan, δηλαδή του μηδενιστικού θυμού σε ώριμο ξέσπασμα που καθιστά τον λαό επαναστατικό υποκείμενο, σύμφωνα και με το ελληνικό σύνθημα «δώσε τρόπο στην οργή». Ταυτοχρόνως, η γυναίκα θεολόγος Chung Hyun Kyung, παρουσιάζει τον Χριστό ως γυναίκα και ως σαμάνο, για να εξάρει τη σημασία των γυναικών ως των πλέον αδικημένων μελών του όχλουjung. H Θεολογία Minjung αναπτύχθηκε μέσα στην πολύ σκληρή μετεμφυλιακή δικτατορία που είχε ως σκοπό έναν πολύ βίαιο καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό. Σήμερα, επικαιροποιείται για να αναδείξει νέες μορφές όχλουjung, όπως είναι το πρεκαριάτο, οι κλιματικοί πρόσφυγες, τα πτωχοποιημένα μεσαία στρώματα, οι υψηλού μορφωτικού επιπέδου άνεργοι κ.ά.
Από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Εγγύς και την Άπω Ανατολή τα συστήματα εκμετάλλευσης οδηγούν τους ανθρώπους να αναζητούν την υπαρξιακή και την κοινωνική-πολιτική τους ανάσταση και το όραμα του Πάσχα καλεί σε πάλη ενάντια στην προσωπική αλλά και στη δομική αμαρτία.