Παρατηρώντας τις αναρτήσεις γνωστών και μη κατά την πρόσφατη Ημέρα της Μητέρας, άξαφνα, ήρθε η συνειδητοποίηση: αν η πολιτική ηγεσία της χώρας έχει ως κοινό σημείο καταγωγής την Κρήτη, ο προοδευτικός κορμός της κοινωνίας μας έχει ως σημείο αναφοράς χαροκαμένους γονείς και κατά κύριο λόγο χαροκαμένες μάνες.
Πράγματι, αν πρέπει να συμπυκνώσουμε την τελευταία 15ετία με θετικό πρόσημο, δύο πρόσωπα αναδεικνύονται ως εκφραστές του τμήματος της κοινωνίας που δεν έχει εκμαυλίσει πλήρως ακόμη ο νεοφιλελευθερισμός: η Μάγδα Φύσσα και η Μαρία Καρυστιανού. Η πρώτη συμβολίζει τη μάχη ενάντια στον φασισμό, γέννημα μιας περιόδου αγώνων τους οποίους σε μεγάλο βαθμό και προσωποποίησε, ενώ η δεύτερη συμβολίζει μια ύστατη κραυγή για ένα κράτος δικαίου μετά από 15 χρόνια κρίσης, μια ανάγκη για κανονικότητα. Μαζί τους και άλλες γονεϊκές μορφές δίνουν τους δικούς τους αγώνες και προσωποποιούν τις επιμέρους ανάγκες της κοινωνίας: ο πατέρας του Βασίλη Μάγγου ενάντια στην αστυνομική βία, οι γονείς της Τοπαλούδη ενάντια στην έμφυλη βία και η μητέρα του Ζακ Κωστόπουλου. Όλοι και όλες στην πρώτη γραμμή, να εφάπτονται αναμετάξυ τους, να βρίσκονται σε μια διαδικασία συνεχούς εγρήγορσης και αλληλεγγύης και τελικά να μας εκφράζουν και εν πολλοίς να μας εκπροσωπούν στη δημόσια σφαίρα.
Η διαπίστωση πως τη σημαία των κοινωνικών αγώνων στη χώρα μας τη σηκώνουν μανάδες, στη βάση αυτής ακριβώς της ιδιότητάς τους, και όχι πολιτικοί χώροι, οργανώσεις, συνδικάτα κλπ κάτι πρέπει να σημαίνει. Αν μάλιστα συνδυάσουμε την πληροφορία αυτή με τη θεματολογία η οποία κυριαρχεί και τα επιμέρους αιτήματα του προοδευτικού «χωριού», βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μερικά πολύ δυσάρεστα συμπεράσματα.
Πριν προχωρήσουμε όμως μια σημαντική υποσημείωση. Σε καμία των περιπτώσεων όσα ακολουθούν δεν αφορούν τις μητέρες και τους πατέρες που δίνουν έναν αξιοθαύμαστο αγώνα και χαίρουν της πλήρους εκτίμησής μας. Αυτό δεν λέγεται στη βάση του παλιού οπαδικού κανόνα «όχι μανάδες», αλλά επειδή πράγματι θεωρούμε πως είμαστε τυχεροί που υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι και κάνουν αγώνα αντί ημών. Αυτό ακριβώς όμως ισχυριζόμαστε πως είναι το πρόβλημα. Το «αντί για εμάς». Από τη «Μητέρα-Τροφό» στην «Αρχαϊκή Μητέρα» και τελικά στην «Αδηφάγα Μητέρα» (Devouring Mother) έχουμε γίνει μια κοινωνία ανήμπορη να αντιδράσει και ως μικρά παιδιά χρειαζόμαστε κάποιον, κατά προτίμηση μια μητρική φιγούρα, να καθαρίσει για εμάς αφού πρώτα μας ρίξει μια απολαυστική ξυλιά στον πισινό. Έχουμε γίνει μαμάκηδες.
«Τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω…»
Είμαστε μια ηττημένη κοινωνία. Μια κοινωνία θυμάτων. Αυτή τουλάχιστον φαίνεται να είναι η αυτοεικόνα του προοδευτικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας (και όχι μόνον της ελληνικής) και το αντανακλαστικό είναι αυτού του θυμωμένου παιδιού, η αναζήτηση μιας μητρικής αγκαλιάς στην οποία θα χωθεί και θα κλάψει.
Χρειαζόμαστε μια μητέρα να βγει μπροστά για εμάς, να φωνάξει για εμάς, να διεκδικήσει για εμάς, ενώ εμείς χειροκροτάμε από τη γωνία. Πανικοβλημένοι, μέσα σε έναν επικίνδυνο κόσμο, νιώθουμε συνεχώς ευάλωτοι και μια ανάγκη προστασίας, όπως ένα παιδί που φοβάται το σκοτάδι και χρειάζεται φωτάκι για να κοιμηθεί. Οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως προοδευτικοί πολίτες αναλώνονται σε συζητήσεις δικαιωμάτων (έμφυλο, ΛΟΑΤΚΙ+ κλπ.) με τρόπο όχι απλά επιδερμικό και ακίνδυνο, αλλά και τελικά παιδικό: ζητούν την προστασία της Μαμάς Εξουσίας. Το αίτημα για νομική κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία» οδηγεί σε αυστηρότερες ποινές (Πόσο αυστηρότερες; Για ποιον λόγο; Που λειτούργησε αυτό; Αναπάντητα ερωτήματα), ζητείται η ποινικοποίηση του ομοφοβικού λόγου και ιδιώνυμο το hate speech, μια αστυνομία για να μας προστατεύει από τον κακό, μια «Μαμά Εξουσία» που θα μας περιθάλπει με το ένα χέρι και θα μας τραβάει το αυτί με το άλλο. Ως νήπια την αποδεχόμαστε διότι την έχουμε τελικά ανάγκη, είναι η μόνη μας σταθερά.
Το θέμα είναι πως δεν είμαστε νήπια, αλλά φερόμαστε ως τέτοια. Υποπτευόμαστε πως ο λόγος είναι η ευθυνοφοβία. Μεγάλο κομμάτι της εκλογικής αποχής συγκροτείται από προοδευτικό, δημοκρατικό ή απλώς πληβειακό κόσμο, ο οποίος αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει, αλλά αρνείται να πάρει την ευθύνη να ψηφίσει κάτι που «δεν συμφωνεί 100%». Τα κοινωνικά δίκτυα πλημμυρίζουν από τις μανάδες Φύσσα, Καρυστιανού κλπ., όπου ο ο προοδευτικός κόσμος αναπαράγει μαζικά και αβίαστα αλλά δεν συμβαίνει αυτό όταν ένας πολιτικός χώρος ή ένα συνδικάτο κάνει αντίστοιχα εύστοχες παρατηρήσεις. Ο προοδευτικός πολίτης δεν θέλει να νιώθει υπόλογος μια πολιτικής τοποθέτησης και μια μάνα δεν θα τον κάνει ποτέ υπόλογο: του το κάνει εύκολο και το μητρικό δράμα δεν θα εκπυρσοκροτήσει.
Η αλήθεια είναι πως και οι οργανωμένοι χώροι της Αριστεράς φέρουν μερίδιο ευθύνης ως πρώτοι διδάξαντες. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως βασικός κορμός του προοδευτικού κόσμου την πtοηγούμενη δεκαετία, από την ώρα που βγήκε στο προσκήνιο συνεχώς προσφέρει εγγυήσεις νομιμοφροσύνης και καλής συμπεριφοράς στο πολιτικό κέντρο αναζητώντας την αποδοχή όπως ένας μαθητής φέρνει καλούς βαθμούς στο σπίτι. Το ΚΚΕ απορρίπτει μετά βδελυγμίας ό,τι δεν μπορεί να ελέγξει πλήρως, αποποιούμενο κάθε ευθύνης, ενώ σχεδόν σύσσωμος ο προοδευτικός κόσμος έσπευσε να στηρίξει τις πιο ακραίες επιλογές της κυβερνητικής πολιτικής στα χρόνια της πανδημίας. Αυστηρότερα λοκντάουν, εμβολιαστικός καταναγκασμός, μια θεοποίηση της απόλυτης κρατικής παρεμβατικότηταςενώ πανηγύριζαν τα όρια του φιλελεύθερου κράτους -επιλογές που σήμερα γνωρίζουμε πως πήγαν κουβά αλλά δεν είδαμε μια συγκροτημένη αυτοκριτική για τη στάση αυτή. Αυτοκριτική που είναι απαραίτητη διότι αναγνωρίζει την περίφημη έννοια της «ευθύνης». Όχι με την προτεσταντικής υφής έννοια της «ατομικής ευθύνης» που έβαζε η κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά με τη συλλογική που έχουμε όλοι ως μέλη της κοινωνίας – έννοια που είναι συνδεδεμένη με την ενηλικιότητα. Μπορεί τελικά να μη φέρουμε την ευθύνη πως σκοτώσαμε τους γέρους γονείς μας αλλά φέρουμε την ευθύνη πως πυροβολήσαμε στα πόδια μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας. Οι επιπτώσεις των λοκντάουν και της απίστευτης βίας της περιόδου αυτής είναι ακόμη έκδηλη σε κάθε πλευρά της ζωής μας όσο και αν βολικά δεν μιλάμε γι’αυτό.
Τώρα που μπατάρει το πλοίο λοιπόν, βγαίνουμε και ζητάμε από τη Μαμά Εξουσία να μας φροντίσει, να αποκαταστήσει την τάξη, να καθαρίσει τα άπλυτα για εμάς. Όπως στο, κατά τα άλλα, υπέροχο τραγούδι «Γερνάω Μαμά» δεν θέλουμε να ξέρουμε πως καθαρίζονται οι βρωμιές, θέλουμε απλά καθαρά ρούχα χωρίς πολλά πολλά. Σιγοτραγουδάμε τους στίχους αλλά δεν αναρωτιόμαστε ποτέ: «καλά αυτή κοτζάμ γαϊδάρα, δεν έμαθε να βάζει ένα πλυντήριο»;
Μάνα, μανούλα, μαμά
Η θέση της «Αγίας Ελληνικής Οικογένειας» είναι γνωστή στα πλαίσια της κοινωνίας μας, με όλες τις καταπιέσεις, τις νευρώσεις αλλά και τα καλά της- ας μην είμαστε ισοπεδωτικοί. Η αλήθεια είναι πως οι ασφυκτικοί δεσμοί της οικογένειας, με τον ειδικό ρόλο της μάνας μέσα σε αυτήν, είναι που σε μεγάλο βαθμό κράτησαν και όρθια την ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αλλά όπως τα πάντα σε αυτή τη ζωή, αυτό ήρθε και με ένα τίμημα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat 6 στους 10 νέους εώς 34 ετών κατοικούν ακόμη με τους γονείς τους -αν συνυπολογίσουμε τους νέους και τις νέες που διαμένουν μόνοι τους μεν αλλά στο οικογενειακό διαμέρισμα του από πάνω ορόφου δε, το ήδη υψηλό ποσοστό εκτινάσσεται. Η νεολαία της χώρας δεν απογαλακτίζεται, δεν ολοκλοκληρώνουν δηλαδή οι νέοι τις προσωπικότητές τους και αυτό δεν μπορεί παρά να έχει και ευρύτερες πολιτικές συνέπειες. Το βάρος της ελληνίδας μάνας, η οποία από φιγούρα θαλπωρής μετατρέπεται σε ένα ευνουχιστικό, παμφάγο όν, κατατρέχει την ελληνική κοινωνία και είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και στην καλλιτεχνική παραγωγή της χώρας όλες οι ταινίες που αφορούν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και του νεοφιλελευθερισμού, περνούν υπό το πρίσμα της οικογένειας και του ρόλου της -ακόμη και ο κινηματογράφος μιλάει συντριπτικά για τη μάνα μας.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως υπάρχουν δύο μεγάλες διαφοροποιήσεις στον τρόπο που μεγάλωσαν οι νέες γενιές σε σχέση με τις παλαιότερες. Η πρώτη είναι πως οι σημερινοί γονείς μεγάλωσαν σε μια ακμάζουσα κοινωνία και έκαναν κατά κανόνα λιγότερα παιδιά οπερ μεταφράζεται σε μεγαλύτερες νευρώσεις για τα παιδιά που είναι μοναδικοί δέκτες της καταπιεστικής φροντίδας. Μια δεύτερη σκέψη είναι πως οι νέες γενιές μεγάλωσαν σε έναν κόσμο με λιγότερες επιλογές από το 1990 και μετά. Η κατάρρευση της διπολικότητας, δηλαδή μιας όποιας διαφορετικής επιλογής, δεν μπορεί παρά να διαμόρφωσε και μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα σε σχέση με το παρελθόν. Ο κόσμος που ζούμε είναι αυτός και έχει συγκεκριμένα πλαίσια μέσα στα οποία θα πρέπει να κινούμαστε, δίχως την επιλογή της υπέρβασης -όπως ακριβώς αντιμετωπίζουμε την οικογένεια ως έναν ακατάλυτο δεσμό εκφρασμένο από το ρητό «το αίμα νερό δεν γίνεται».
Οι γονείς (και στην ελληνική περίπτωση κυρίως οι μάνες) επεκτείνουν τους φόβους τους στα παιδιά τους, επεμβαίνουν σε κάθε πτυχή της ζωής τους (πχ στο περίφημο bullying οπου οι γονείς προσπαθούν να επιλύσουν τα ζητήματα αντί να ενδυναμώσουν τα παιδιά τους ώστε να το επιλύσουν), τους μεταφέρουν τις νευρώσεις και εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, τα κρατούν συναισθηματικά και υλικά δέσμια στην οικογενειακή εστία. Η μητέρα μετατρέπεται σε μια θεότητα για την οποία η αγάπη και το μίσος εναλλάσσονται διαρκώς μετατρέποντας το παιδί σε υπήκοο της, ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία. Η δυνατότητα διαμόρφωσης μιας προσωπικής και πολιτικής ταυτότητας οριοθετείται από τα οικογενειακά ντουβάρια και η έννοια της ευθύνης απέναντι στην ίδια τη ζωή εξανεμίζεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι το 2015 στη χώρα μας, όπου η ελληνική κοινωνία ανέθεσε εργολαβικά στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ την ευθύνη αντίστασης. Όταν το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς ήταν πλέον φανερό πως η κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις προσδοκίες, ο ίδιος λαός που θριαμβευτικά βγήκε στην επίθεση με το δημοψήφισμα, βυθίστηκε στην απογοήτευση και την κατάθλιψη δίχως καν να προσπαθήσει να αναλάβει τον ρόλο που του αντιστοιχούσε. Στο σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι αποφεύγουν τα μεγάλα ερωτήματα και ανακυκλώνουν απλά μια συζήτηση για τα τραύματα, αναζητώντας κατανόηση και αποδοχή για την ανικανότητα αντίδρασης: «είμαι τραυματισμένος, τι θες να κάνω;»
Όσο εντείνεται η εξάρτηση προς τους γονείς μας, τόσο εντείνεται η θεοποίησή τους, με τη «Μάνα» να λαμβάνει πια μυθικές διαστάσεις στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Για τη σημερινή γιορτή της μητέρας λοιπόν θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε τον βαθιά εξουσιαστικό χαρακτήρα του ρόλου της «μανούλας», ρόλο με τον οποίο οφείλουμε να συγκρουστούμε για την ολοκλήρωσή μας. Αν δεν πραγματωθεί αυτή η πρώτη σύγκρουση είναι αδύνατον για το υποκείμενο να προχωρήσει σε πιο γενικευμένες συγκρούσεις και οριοθετήσεις στη ζωή, στο εργασιακό και πολιτικό επίπεδο. Θα κλείσουμε λοιπόν με ένα τραγούδι του Τζίμη Πανούση με θέμα την γιορτή της μητέρας, τραγούδι το οποίο αφιερώνουμε σε όλες τις μανούλες:
Μικροαστοί θα σας φάνε τα παιδιά σας
Θα σας φάνε ζωντανούς
Κανίβαλοι κανίβαλοι θα γίνουνε
Κανίβαλοι κανίβαλοι θα γίνουνε
Θα βραχυκυκλώσω το σεσουάρ
Το σεσουάρ του κομμωτηρίου
Να πάθει εγκεφαλικό
Επεισόδιο η μανούλα μου