Οι εκλογές της Κυριακής (2/6) στο Μεξικό είχαν ούτως ή άλλως έναν ιστορικό χαρακτήρα, καθώς το ένα από τα αναμενόμενα διακυβεύματα ήταν προσδιορισμένο. Όποια και να ήταν η νικήτρια της κάλπης, η χώρα θα είχε για πρώτη φορά μία γυναίκα πρόεδρο, καθώς οι κυριότεροι διεκδικητές της προεδρίας ήσαν η πρώην δήμαρχος της Πόλης του Μεξικού κι εκλεκτή του απερχόμενου κεντροαριστερού προέδρου Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ (AMLO) η Κλαούντια Σέινμπαουμ και η Χότσιτλ Γκάλβες από τον συνασπισμό της αντιπολίτευσης «Δύναμη και Ψυχή για το Μεξικό» (Fuerza y Corazón por México). Το δεύτερο διακύβευμα, που και τούτο κρίθηκε με εντυπωσιακό τρόπο υπέρ της Σέινμπαουμ ήταν εάν η πλειοψηφία των 97 εκατ. ψηφοφόρων θα επικροτούσε τη διακυβέρνηση του AMLO, δίνοντας πολιτική πίστωση και στη διάδοχό του.
Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, παρά τις όποιες απογοητεύσεις της θητείας του Λόπες Ομπραδόρ, έχει πλέον εδραιωθεί μία κεντροαριστερή κοινωνική πλειοψηφία, που είναι αποφασισμένη να μη γυρίσει πίσω το ποτάμι της αλλαγής, που η εκλογή του κεντροαριστερού προέδρου είχε δρομολογήσει. Η κοινωνία έχει γυρίσει για τα καλά την πλάτη της στην προηγούμενη πολιτική «κάστα» και το σύστημα διαφθοράς που είχε εγκαθιδρύσει. Και παρ’ ότι ο απερχόμενος πρόεδρος δεν κατάφερε μέσα στην εξάχρονη θητεία του να πραγματώσει τις υποσχέσεις του (όπως αυτή που θα εξίσωνε το μεξικανικό ΕΣΥ με εκείνο της … Δανίας ή εκείνη που αφορά την ασφάλεια στους δρόμους ή την εξιχνίαση της δολοφονίας των 43 φοιτητών στο Αγιοτσινάπα), οι ψηφοφόροι και ιδιαίτερα τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας εξακολουθούν να εμπιστεύονται το πολιτικό κίνημα που τον έφερε στην εξουσία. Οι Μεξικανοί πολίτες αντάμειψαν με την εκλογή της Σέινμπαουμ την προσπάθεια του AMLO να καταπολεμήσει τις ταξικές και κοινωνικές ανισότητες, την εντυπωσιακή αύξηση του κατώτατου μισθού (που βοήθησε μεγάλες ομάδες πληθυσμού να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό) και τις πρωτόγνωρες μεταρρυθμίσεις στους νόμους για τα εργασιακά. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να συγχωρήσουν εκλέγοντας την Σέινμπαουμ την απροθυμία του να προχωρήσει σε δραστικές κοινωνικές δαπάνες και ελέγχους στην επιχειρηματικότητα, ευνοώντας έτσι ακόμη περισσότερο την εισροή ξένων επενδύσεων και τη διατήρηση της ανασφάλιστης εργασίας.
Το γεγονός όμως πως η οικονομία και το εθνικό νόμισμα σταθεροποιήθηκαν, με την επίσημη ανεργία του 2,7% να είναι η χαμηλότερη στη Λατινική Αμερική, έχει αυξήσει την δημοφιλία του Λόπες Ομπραδόρ και του κινήματός του και σε στρώματα που δεν περιλαμβάνονται στη βασική ταξική σύνθεση των ψηφοφόρων του.
Τώρα, με την εκλογή της Σέινμπαουμ, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις ελπίδες των μεξικανών ψηφοφόρων και κυρίως των γυναικών. Μία γυναίκα στην προεδρία της μεγαλύτερης οικονομίας στη Λατινική Αμερική στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα για τη θέση της γυναίκας στις κοινωνίες των χωρών αυτών και ανοίγει τον δρόμο για τις ανακοινωμένες τολμηρές αποφάσεις από την ίδια όσον αφορά τα πολιτικά τους δικαιώματα και την εκπροσώπησή τους στην πολιτική, την εξάλειψη της καταπίεσης και της εκμετάλλευσής τους και την καταπολέμηση της μάστιγας των γυναικοκτονιών και των εξαφανίσεων. Ωστόσο, οι ειδικοί συμφωνούν ότι δεν αρκεί μια γυναίκα να είναι επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά θα χρειαστεί να έχει μια ατζέντα με σαφείς προτεραιότητες για τα φύλα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες.
Πάντως, από αυτήν την άποψη, οι εκλογές της Κυριακής ήταν επίσης ιστορικές, μιας και για πρώτη φορά έγιναν υπό το πρίσμα της συνταγματικής μεταρρύθμισης του 2019 και τον Νόμο για την Ισότητα στην εκπροσώπηση των γυναικών στις αποφάσεις για τη δημόσια ζωή της χώρας στις τρεις διακριτές εξουσίες και σε δημόσιους οργανισμούς, δήμους κλπ, όπως και στους υποψηφίους για αιρετές θέσεις. Επίσης ενσωματώνει ορολογία που εξασφαλίζει ορατότητα και συμπερίληψή των γυναικών στο νομοκανονιστικό πλαίσιο της χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία από το Εθνικό Εκλογικό Ινστιτούτο (INE), υπάρχουν επί του παρόντος εννέα πολιτείες με επικεφαλής μια γυναίκα.
Στις μεγάλες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η νέα πρόεδρος, η πρώτη και η κύρια παραμένει η ακραία φτώχεια στην οποία εξακολουθεί να ζει το ένα τρίτο του πληθυσμού. Κι αυτό σε συνδυασμό με την αυξημένη εγκληματικότητα, το παρακράτος που έχουν στήσει τα καρτέλ και τους 100.000 αγνοούμενους. Όπως είναι φυσικό και τούτη την προεκλογική περίοδο η βία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο: από τον Ιούνιο του 2023 έως τις 23 Μαΐου είχαν καταγραφεί 34 δολοφονίες υποψηφίων. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η επιτακτικότητα του να ληφθούν σοβαρά μέτρα ώστε να μετριασθούν οι αυξανόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε μια χώρα με ξηρασίες και λειψυδρία τη μαστίζουν και δυσκολεύουν τις προσπάθειες για την κοινωνική δικαιοσύνη. Παράλληλα, η Σέινμπαουμ θα κληθεί να διαχειρισθεί και την περίπλοκη σχέση της χώρας της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία -ιδίως εάν επανεκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσιγκτον- προβλέπεται να είναι τεταμένη.
Όσον αφορά την καταπολέμηση της φτώχειας, η Σέινμπαουμ θα χρειασθεί να λύσει πρώτα το μεγάλο πρόβλημα του δημοσίου ελλείμματος -σχεδόν 6%, το μεγαλύτερο σε ένα τέταρτο του αιώνα παρά τις πολιτικές λιτότητας της AMLO- και τον χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος παρά την εισροή ξένων επενδύσεων έφθασε μόλις το 0,8% κατά μέσο όρο.
Η εκλεγμένη πρόεδρος πρέπει να βρει χρήματα για τα δημόσια ταμεία, ώστε να συνεχίσει τις παροχές του ΑΜLO στα 25 εκατ. νέους, ηλικιωμένους και ανάπηρους Μεξικανούς, αλλά και να πραγματοποιήσει και τις άλλες υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις της. Εντούτοις, το φορολογικό της πρόγραμμα δεν μοιάζει επαρκές να φέρει χρήματα στα δημόσια ταμεία. Ενώ, όσο αφορά τις επενδύσεις, το πρόβλημα είναι πως οι υποδομές της χώρας δεν επαρκούν ή είναι απαρχαιωμένες, ενώ και οι δημόσιες υπηρεσίες ηλεκτρισμού και πετρελαίου Pemex είναι προβληματικές, εξαιτίας της πολιτικής του Λόπες Ομπραδόρ που στηρίχθηκε στις εξορύξεις.
Στο οικονομικό της πρόγραμμα η Σέινμπαουμ ευελπιστεί πως η τακτική του «nearshoring», δηλ η μεταφορά μέρους της παραγωγής ξένων εταιρειών στο βόρειο Μεξικό, για να προσελκύσει επενδύσεις, αποτελεί πανάκεια για την οικονομική κατάσταση, όμως οι αναλυτές προειδοποιούν πως αυτό δεν φθάνει. Η τελική επιτυχία του όποιου nearshoring εξαρτάται από τη βελτίωση της ασφάλειας στις περιοχές, την παροχή υποδομών, νερού και ενέργειας.
Κάτι πάρα πολύ δύσκολο, λόγω της αυξανόμενης λειψυδρίας και ξηρασίας, που έχουν φέρει στα όριά τους πολλές περιοχές. Με σπουδές στην περιβαλλοντική μηχανική και μέλος της ομάδας επιστημόνων που κέρδισε βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2007 για την διάδοση γνώσεων πάνω στην κλιματική αλλαγή, η 62χρονη νέα πρόεδρος, γόνος εβραίων μεταναστών από τη Λιθουανία και τη Βουλγαρία, υπόσχεται να αυξήσει τις επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια, φέρνοντας νέες επενδύσεις.
Εντούτοις, η αποτυχία του κράτους να αντιμετωπίσει την εγκληματικότητα διαιωνίζει τη δυσκολία να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος του παρακράτους, που δημιουργεί και συντηρεί κοινωνικές ανισότητες κι επηρεάζει την υγιή οικονομική δραστηριότητα στη χώρα. Οι υποσχέσεις για ατιμωρησία, για κοινωνικά προγράμματα υπέρ των νέων και των ανέργων που θα στοχεύουν στη ρίζα της εγκληματικότητας, για ενίσχυση της εθνικής φρουράς, επαναλαμβάνονται για άλλη μία φορά. Άλλωστε το πρόβλημα της εγκληματικότητας συνδέεται και με το άλλο μεγάλο ζήτημα που κατατρώει τα σωθικά του Μεξικού και δημιουργεί τριβές με τις ΗΠΑ και άλλους γείτονες: την μετανάστευση. Η φτώχεια, και ιδιαίτερα η βία, είναι οι κύριες αιτίες της μετανάστευσης των Μεξικανών στο βορρά. Από τα σχεδόν 2,5 εκατομμύρια μετανάστες που περνούν τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ένα τρίτο αντιστοιχεί σε Μεξικανούς, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία των ΗΠΑ. Οι επικριτές του AMLO και των επιγόνων του υποστηρίζουν ότι εδώ και χρόνια το Μεξικό δεν έχει πραγματική μεταναστευτική πολιτική και αντιδρά μόνο στις απαιτήσεις των ΗΠΑ, εφαρμόζοντας περιορισμούς, σε κρατήσεις ανθρώπων υπό οικτρές και βασανιστικές συνθήκες και στρατιωτικοποιώντας τα σύνορα. Όλοι ζητούν από τη Σέινμπαουμ να θέσει την προστασία των ανθρώπων στο επίκεντρο, εστιάζοντας πρώτιστα κατά της βίας, της εκμετάλλευσης και των εκβιασμών των θυμάτων και όχι στην τιμωρία τους.
Άλλωστε, η επίλυση του μεταναστευτικού αποτελεί και το εχέγγυο για τις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Μία σχέση ακρασφαλής, ιδίως εάν κερδίσει τον Νοέμβριο ο Ντόναλντ Τραμπ που θέλει από ηγεμονική θέση να αναθεωρήσει τη Συνθήκη μεταξύ Μεξικού, Ηνωμένων Πολιτειών και Καναδά (TMEC) το 2026, για την οποία η Ουάσιγκτον ενδέχεται να απαιτήσει αποζημίωση. Παράλληλα, εάν εκλεγμένος πια υλοποιήσει την απειλή του να δημιουργήσει στρατόπεδα κράτησης μεταναστών και να προχωρεί σε μαζικές απελάσεις τους, το Μεξικό θα αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα, κοινωνικά και οικονομικά. Ξέχωρα από το γεγονός ότι θέλοντας και μη θα οδηγηθεί σε μία ανοικτά συγκρουσιακή σχέση με τις ΗΠΑ. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.