Πριν πέντε χρόνια, στις προηγούμενες Ευρωεκλογές όλοι μιλούσαν για την οικολογική έκπληξη, καθώς ποτέ άλλοτε στην Ιστορία του Ευρωκοινοβουλίου το πράσινο κίνημα δεν είχε καταγράψει τέτοια άνοδο. Οι 74 έδρες, το 10% του συνολικού αριθμού στο ευρωπαϊκό ημικύκλιο, προοιώνιζαν την επιτυχία του προγράμματος της «πράσινης μετάβασης» που κατάστρωνε η Ε.Ε.. Σήμερα όμως, λίγες ημέρες πριν την αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου, το πολιτικό βάρος της ευρωπαϊκής οικολογίας -τουλάχιστον στα δύο μεγάλα προπύργια του Κινήματος στη Γαλλία και τη Γερμανία- τίθεται υπό ανοικτή αμφισβήτηση.
Και αυτό γιατί οι συνθήκες της ευφορίας του 2019 μοιάζουν πολύ μακρινές. Το πρόσκαιρο κύμα ευαισθητοποίησης για το κλίμα, που είχε ξεκινήσει με τη «μεσσιανική» εμφάνιση της Γκρέτας Τούνμπεργκ και της νέας «σταυροφορίας των παιδιών» των μαθητικών διαδηλώσεων της Παρασκευής, η πραγματική ανησυχία για το κλίμα μετά τις σχεδόν ανεπανόρθωτες φυσικές καταστροφές σε πολλές χώρες, είχαν αναδείξει τους Πράσινους σε πραγματικούς ρυθμιστές της ευρωπαϊκής ατζέντας.
Έκτοτε όμως τα πράγματα ανατράπηκαν. Η σαρωτική επίδραση της πανδημίας, η πολιτικο-οικονομική αυτοκτονίας της Ε.Ε. στο Ουκρανικό, η παράδοσή της στην κερδοσκοπική καιροσκοπία του στρατιωτικο-βιομηχανικού και ενεργειακού λόμπι και κυρίως οι πολιτικές της που αφήνουν ανυπεράσπιστους τους ευρωπαίους πολίτες, δεν ευνόησαν το πράσινο στρατόπεδο. Η ατζέντα της πράσινης μετάβασης ανατράπηκε ουκ ολίγες φορές, είτε κάτω από την πίεση των αντικειμενικών συνθηκών, είτε λόγω της αντίδρασης μεγάλων οικονομικών συμφερόντων -όπως συνέβη με την αυτοκινητοβιομηχανία. Αλλά και οι πληθωριστικές πιέσεις, η άνοδος στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, οι μειώσεις στις κοινωνικές δαπάνες για να συντηρηθεί η αύξηση των πολεμικών κονδυλίων υπέρ της Ουκρανίας, δημιουργούν ένα προπέτασμα επειγουσών αναγκών για την καθημερινότητα των πολιτών, που κάνει την πράσινη ατζέντα να φαντάζει ως πολυτέλεια στα μάτια τους.
Από την άλλη, η συμμετοχή των Πράσινων σε πολλές συμμαχικές κυβερνήσεις στη Γερμανία και τη Βόρειο Ευρώπη, συνδέθηκε με την αποτυχία των ηγεσιών αυτών να συγκρατήσουν τούτες τις πιεστικές για τους πολίτες συνθήκες. Ιδιαίτερα μάλιστα, η συναίνεση των Πρασίνων (βλέπε τη Γερμανίδα ΥΠΕΞ Αναλένα Μπέρμποκ) στις πολεμικές επιχειρήσεις, στα αντιμεταναστευτικά μέτρα, αλλά κυρίως και σε αντιλαϊκά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα, στο πλαίσιο της ευθυγράμμισης με την ευρωπαϊκή ατζέντα, απογοήτευσε πολλούς από τους ψηφοφόρους τους, που σήμερα φαίνεται πως φυλλορροούν από το οικολογικό κίνημα.
Δεν αποτελεί έκπληξη πως μέσα σε τούτο το μαγματικό πολιτικό περιβάλλον, όπου τα «συστημικά» κόμματα και μεταξύ τους οι Οικολόγοι, δεν διαφέρουν ως προς τις ευρύτερες ευρωπαϊκές προτεραιότητες και τη συνέχιση της ατζέντας των Βρυξελλών, στην οποία η πράσινη μετάβαση (στις όποιες -κερδοσκοπικές ή οικολογικές-εγκλίσεις της) αποτελεί έναν ακρογωνιαίο λίθο, οι ψηφοφόροι βρίσκουν μία φωνή «αμφισβήτησης» του μοντέλου της Ε.Ε. στην ακροδεξιά. Οι πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις απέδειξαν πως η ακροδεξιά μπορεί να λεηλατήσει ακόμη και τον χώρο της οικολογίας, μετατρέποντας τη σωτήρια πολιτική για το κλίμα σε ακόμη μία απειλή για την ευημερία των πολιτών. Την ώρα που η ακροδεξιά παράταξη, ιδίως εάν συμπράξουν οι ευρωομάδες της Μαρίν Λεπέν και της Τζόρτζιας Μελόνι, προβλέπεται πως θα αποτελέσει την τρίτη δύναμη στο Ευρωκοινοβούλιο, οι οικολόγοι μετά βίας θεωρείται πως θα καταλάβουν 41-50 έδρες. Και φυσικά θα χάσουν το ειδικό τους βάρος στους μηχανισμούς σχεδιασμού και λήψης των αποφάσεων -ιδίως σε ό,τι αφορά την πράσινη ατζέντα- στην Ε.Ε..
Συνεπώς, οι εκλογές της 9ης Ιουνίου συνιστούν μία συνθήκη επιβίωσης για τους Οικολόγους σε όλη την Ευρώπη. Ιδίως στη Γαλλία, όπου πέρα από την αυτονομοποίηση των συνιστωσών της ευρύτερης αριστερής αντιπολίτευσης, που πορεύθηκε μαζί εκλογικά κατά του Μακρόν, το ίδιο το οικολογικό κίνημα αποφάσισε να κατέβει διηρημένο στις κάλπες! Το οικολογικό ψηφοδέλτιο της Μαρί Τουσέν μετά βίας συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις ένα ποσοστό 5-7% (πολύ μακράν του 13% του 2019 και κινδυνεύει να μείνει έξω από την ευρωβουλή εάν δεν πιάσει το όριο του 5%), καθώς οι ανταγωνιστές της Ανυπότακτης Γαλλίας (France Insoumise) της Μανόν Ομπρί πασχίζει να το «κορφολογήσει». Το κόμμα του Μελανσόν καλεί, μπροστά σε τούτο τον οικολογικό διχασμό, τους πράσινους ψηφοφόρους να… μην ψηφίσουν πράσινους βουλευτές σε μία προσπάθεια να παραμείνει στο πολιτικό παιχνίδι. ιδίως τώρα που οι σοσιαλιστές του Ραφαέλ Γκλικσμάν φαίνεται πως «νεκρανασταίνονται» και κονταροχτυπιούνται με την ακροδεξιά, αφήνοντας το κόμμα του Μακρόν και την Αριστερά σε δεύτερη μοίρα. Ο ίδιος ο Γκλικσμάν μάλιστα έχει ενσωματώσει την πράσινη ατζέντα των οικολόγων στο προεκλογικό του υλικό, παρουσιάζοντας την ψήφο στους ανερχόμενους Σοσιαλιστές σαν τη μόνη λύση για να διατηρηθεί ζωντανή η οικολογική παρακαταθήκη.
Στη Γερμανία, η άνοδος της ακροδεξιάς, σε συνδυασμό με την κλιμακούμενη απαξίωση των Σοσιαλδημοκρατών του Όλαφ Σολτς, που φιλοδοξούσε να κρατήσει και αυτός τον πυρσό του «πράσινου καγκελάριου» μετά την Άνγκελα Μέρκελ και της κυβέρνησής τους, στην οποία συμπράττουν οι Πράσινοι, παρασύρει όπως είναι φανερό και τους Οικολόγους. Η οικολογική παράταξη ουκ ολίγες φορές χρεώθηκε τις αστοχίες του Green Deal της ευρωπαϊκής πολιτικής και των κυβερνητικών μέτρων που συνδέονταν με τις οδηγίες του ή την εφαρμογή των προβλέψεών του στα εθνικά σχέδια ανάκαμψης. Ιδίως σε ο,τι αφορά τα μέτρα για τους αγρότες, οι κινητοποιήσεις τους τον Ιανουάριο κατέδειξαν πως για μεγάλο τμήμα της τάξης αυτής οι Οικολόγοι συνιστούν μετά την Κομισιόν τον μεγαλύτερο εχθρό τους.
Επιπλέον, όπως και στη Γαλλία η κερματοποιηση της Αριστεράς, ιδίως μετά την δεξιά στροφή των Οικολόγων της Μπέρμποκ (βλέπε στάση της για την Ουκρανία και τις δηλώσεις της για το μεταναστευτικό) και την ανεξαρτητοποίηση της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, η οποία κατέρχεται στις εκλογές με τη δική της κίνηση, αποδυναμώνει το πράσινο κίνημα. Σημαντικές προσωπικότητες των Οικολόγων, που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, όπως ο υπουργός Οικονομίας και Κλιματικής Πολιτικής Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος αναγκάσθηκε πολλές φορές να αναβάλλει «πράσινα» μέτρα του απέναντι στις αντιδράσεις των πολιτών, βλέπουν να διαβρώνεται η δημοφιλία τους -έστω κι οριακά. Οι εκλαμβανόμενες από τους ψηφοφόρους ως «εμμονές» των Οικολόγων να προάγουν πάση θυσία το πράσινο πρόγραμμά τους ακόμη κι εις βάρος των καθημερινών αναγκών των πολιτών, όπως απέδειξαν οι πρόσφατες εκλογές στη Βρέμη, στοιχίζουν εκλογικά στο κίνημα και δημιουργούν ανησυχίες για τις επιδόσεις τους στις ευρωεκλογές. Άλλωστε, η προηγούμενη μεγάλη αύξηση στις έδρες των Οικολόγων στην ευρωβουλή οφείλεται στα αυξημένα ποσοστά άνω του 20% που είχαν επιτύχει οι Γερμανοί Πράσινοι, οι οποίοι τώρα θα αγωνισθούν πραγματικά για να διατηρήσουν έστω και ένα 15%.
Η εκλογική υποχώρηση των Πρασίνων γεννά μεγάλη ανησυχία για τις εξελίξεις όσον αφορά τη σύνθεση της νέας εκτελεστικής εξουσίας στην Ε.Ε., ιδίως μετά την προσέγγιση και διαφαινόμενη συνεργασία του ΕΛΚ με τις άλλες δύο ακροδεξιές ευρωομάδες (ID και ERC). Μία διακυβερνητική συνεργασία ετεροβαρή για τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών και την ικανότητα του Ευρωκοινοβουλίου να εγείρει μία στιβαρή αντίδραση σε πολλές μεθοδευμένες κι επιζήμιες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου είναι γνωστό πως καθορίζει και τη σύνθεση της Κομισιόν, αλλά κυρίως επηρεάζει τον τρόπο και το περιεχόμενο της λήψης αποφάσεων για τους πολίτες και τα κράτη της Ε.Ε.. Η επιρροή των ακροδεξιών και η εξασθενημένη δυνατότητα αντίδρασης από τις προοδευτικές ομάδες στο Ευρωκοινοβούλιο υπάρχει κίνδυνος να εκτρέψει ολοκληρωτικά την Ε.Ε. από τις όποιες στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές και τα δικαιώματα που απορρέουν και από το καταστατικό της σύστασής της, αλλά κυρίως από την νομοθετική και επιτελεστική βούληση των Βρυξελλών και το περιεχόμενο των αποφάσεων που μας αφορούν.