Η διχοτομία κεντροδεξιά-ακροδεξιά είναι λίγο πολύ ψευδής και περισσότερο βασίζεται στις ανάγκες του «ακραίου κέντρου», παρά στην πολιτική πραγματικότητα. Επικίνδυνη δεν είναι η άκρα δεξιά. Επικίνδυνη είναι η δεξιά, όλη μαζί.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να το αποδείξει κανείς αυτό. Για παράδειγμα, έχουμε την πολιτική συνάφεια ή και ταύτιση. Ιστορικά ποτέ δεν ήταν δύσκολο για «κεντροδεξιά» κόμματα, είτε εδώ ή στην Ευρώπη, να ενσωματώνουν ακροδεξιά κόμματα. Άφθονα τα παραδείγματα. Όταν ο (και «εθνάρχης» αποκαλούμενος) Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας (της ίδιας δημοκρατίας που είχε υποτίθεται φέρει από το Παρίσι αυτοπροσώπως και με τα χεράκια του, όταν έπεσε η χούντα), διαπίστωσε ότι κανείς άλλος δεν τον ήθελε και τα κουκιά δεν του έβγαιναν. Δεν δυσκολεύτηκε διόλου να «καταπιεί» όλο τον ενεργό τότε χουντοβασιλικό βούρκο, αυτόν που λίγα χρόνια πριν είχε «δολοφονήσει» τη δημοκρατία, ενσωματώνοντάς τον στην τόσο «δημοκρατική» ΝΔ. Μάλιστα, με μια ζογκλερική κίνηση, ο εθνάρχης είχε ενσωματώσει και τα υπολείμματα της τότε Ένωσης Κέντρου, η οποία υποτίθεται ότι δεν ήταν δεξιά, αλλά κεντρώα παράταξη -και τα στελέχη της οποίας δεν είχαν πρόβλημα να μπουν στο ίδιο κόμμα με χουντικούς.
Πιο πρόσφατα είχαμε τις κομψότατες και πολιτισμένες μεταγραφές από το ΛΑ.Ο.Σ. στη ΝΔ, δηλαδή τον Σπύρο, τον Θάνο και τον Μάκη τον Τσεκούρη. Ο μεγάλος ριγμένος της υπόθεσης αυτής, ο Καρατζαφέρης με το όνομα, ήταν εξάλλου αυτός που σε λίγο παλιότερες και ευτυχέστερες εποχές είχε επινοήσει την έκφραση «δεξιά πολυκατοικία», εννοώντας την μεγάλη σύγκλιση όλων των τάσεων της σύνολης δεξιάς (και καθαρής και «κέντρο»-δεξιάς).
Ερώτημα: Ποιος κυβερνά αυτή τη στιγμή τη χώρα, η «κεντρο-» ή η «άκρα» δεξιά; Είναι ο Βελόπουλος χειρότερος από τον Βορίδη; Αν, ο μη γένοιτο, έτσι τα έφερνε σκληρή και άδικη μοίρα και χρειαζόταν οι δύο αυτοί μεγάλοι άντρες να συνεργαστούν «για το καλό όλων των Ελλήνων», δεν θα το έκαναν; Αναμφισβήτητα, όντας οι μεγαλόθυμοι ηγέτες και άνθρωποι του καθήκοντος που ξέρουμε, είναι βέβαιο πως θα αφήσουν πίσω και τις τεράστιες ιδεολογικές διαφορές τους, αλλά και τις όποιες προσωπικές πικρίες και, έστω και με βαριά καρδιά, θα συνεργαστούν. Για το καλό της Πατρίδας μας και όχι για προσωπικό τους κέρδος.
Αν το δούμε από την πλευρά του τρόπου που συγκροτείται η πολιτική εξουσία, η ύπαρξη της δεξιάς σε καθεστώς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι η ίδια ένα βαθύ παράδοξο, μια αντίφαση. Πώς μπορούν λαϊκά στρώματα (βασικά μικροαστικά και αγροτικά) να ψηφίζουν δεξιά κόμματα, ενάντια στα ίδια τα συμφέροντά τους; Γιατί, ναι μεν ισχύει ότι σε περιόδους ανόδου του καπιταλισμού, όταν «λεφτά υπάρχουν», η ανάπτυξη είναι τέτοια που να περισσεύουν κάποια ψίχουλα, ώστε να μένουν ικανοποιημένα τέτοια στρώματα, βιώνοντας με μια σχετική άνοδο του επιπέδου ζωής τους. Όμως την άνοδο τη διαδέχεται η κρίση και η πτώση του βιοτικού επιπέδου. Καλές και χρήσιμες και η ιδεολογία της αξιοκρατίας και της κοινωνικής ανόδου, και ο ατομικισμός και φυσικά η ελεύθερη, όπως την λένε, αγορά, αλλά όταν λόγω κρίσης μαζί με τα προσχήματα που καταρρέουν κινδυνεύεις να χάσεις την ατομική ιδιοκτησία σου και το σπίτι σου ή μηδενίζεται η αξία των μετοχών σου, χρειάζεσαι κάτι παραπάνω από γενικές ιδεολογικές αρχές. Όταν το χρήμα παύει να ρέει, τότε η κρίση φέρνει στην επιφάνεια ένα είδος σχιζοφρένειας των μικροαστών, που είναι υπαρξιακά μοιρασμένοι μεταξύ της ιδιοκτησίας τους και της ιδεολογίας που αυτή συνεπάγεται και της αποπτώχευσης στην κρίση, που αντικειμενικά τους τραβάει στα αριστερά, με τόσο οξύτερο τρόπο όσο πιο αγοραία δεξιά (νεοφιλελέ) είναι η κυβέρνηση.
Το πρόβλημα δηλαδή έχει τουλάχιστον δύο πλευρές, μια οικονομική και μια ιδεολογική, που απειλούν να τινάξουν στο αέρα το οικοδόμημα της αστικής δημοκρατίας. Κατά το τέλος του 19ου αιώνα στην Γαλλία (σε περίοδο παρατεταμένης κρίσης) ανακαλύφθηκε μια ιδιοφυής λύση για το πρόβλημα αυτό, η άκρα δεξιά. Η ακροδεξιά αναλαμβάνει τον «αντισυστημικό» ρόλο, αναλαμβάνει δηλαδή «να στείλει ένα μήνυμα, σε αυτή την κακή κυβέρνηση, την κυβέρνηση της υπηρεσίας των ολιγαρχών και των πλουτοκρατών», σύμφωνα με την διατύπωση του Βελόπουλου. Η άκρα δεξιά συγκροτεί τα χαμηλότερα, απειλούμενα στρώματα του «λαού της δεξιάς» στη βάση μεν της ιδεολογικής απέχθειάς τους για κάθε συζήτηση που αφορά την κατάργηση της ιερής ιδιωτικής ιδιοκτησίας, δείχνοντας στους θυμωμένους έναν στόχο, τον υπαίτιο για όλα τα προβλήματά τους: Ένοχος, τους λέει, είναι ο καπιταλισμός!
Βεβαια, τελικά δεν είναι ο πρέπει-να-τον-ανατρέψουμε καπιταλισμός, αλλά «οι ολιγάρχες και οι πλουτοκράτες», μια αφαίρεση, μια μετωνυμία για τον καπιταλισμό που του στερεί όλο το νόημα. Για παράδειγμα, εχθρός δεν είναι το εν γένει κεφάλαιο, αλλά το «κακό» κεφάλαιο, αυτό που κατακλέβει τον ιδρώτα των λαϊκών στρωμάτων. Υπάρχουν δηλαδή οι τίμιοι, σκληρά εργαζόμενοι, οι ντόπιοι κεφαλαιοκράτες που είναι καλοί. Υπάρχει όμως και το μεγάλο, το διεθνιστικό, ξένο, τραπεζικό κεφάλαιο, που είναι κακό. Εμείς οι γνήσιοι Έλληνες είμαστε λαός που δεν παίζει με αυτά. Είμαστε λοιπόν με τα συμφέροντα του λαού μας, ο οποίος φυσικά περιλαμβάνει και τους τίμιους ντόπιους εργοστασιάρχες ή εφοπλιστές, όσο και τον μικροαστό, τον ψιλικατζή, τον τεχνίτη που έχει στη δούλεψή του μετανάστες, την αγροτιά που θέλει φτηνή εργασία.
Λένε οι ακροδεξιοί: εμείς θέλουμε να διώξουμε τους ξένους πλουτοκράτες που μας πίνουν το αίμα. Παλιότερα οι πιο βολικοί τέτοιοι ξένοι ήταν φυσικά οι Εβραίοι τραπεζίτες. Σήμερα τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα ως προς το ζήτημα αυτό· δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις δεξιών που ενώ ξορκίζουν το μισητό εβραϊκό κεφάλαιο, είναι από την άλλη μεριά εξαιρετικά φιλοσιωνιστές στο ζήτημα της Χαμάς, κάτι για το οποίο ευθύνεται η ισλαμοφοβία τους. Ποιος είπε όμως ότι ο πολιτικός λόγος οφείλει να είναι αυτοσυνεπής; (Εξάλλου υπάρχει ένα σημείο διεθνούς συνέπειας, όλοι ανεξαιρέτως σιχαίνονται τον Σόρος, που είναι εβραϊκής καταγωγής).
Ο ρόλος της ακροδεξιάς είναι να διατηρήσει στον χώρο της δεξιάς τα στρώματα αυτά που είναι επίδικα της ταξικής πάλης, που κινδυνεύουν να πολωθούν προς την πλευρά της εργασίας σε περιόδους κρίσης. δίνοντάς τους διέξοδο για τον θυμό τους για την κυρίαρχη πολιτική (που δεν σκοπεύουν φυσικά να αλλάξουν) τραβώντας το σκοινί της εμπρηστικής ρητορικής, μιας ρητορικής, θα πρέπει να θυμόμαστε, που ξεκινάει από μια υπαρκτή πραγματικότητα, την κρίση, διαστρέφοντας όμως τις αιτίες και τις πιθανές λύσεις για αυτήν. Σε αυτό το παιχνίδι όμως παίζουν δύο: το «κέντρο» μπορεί να χρησιμοποιεί την ρητορική της άκρας δεξιάς με δύο τρόπους. Από τη μία, κλέβοντας όσες ιδέες είναι καλές – είναι αυτό που λέμε «μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά». Και από την άλλη χρησιμοποιώντας το σκιάχτρο της ακροδεξιάς για να δημιουργήσει ένα ρεύμα ψήφων στη βάση του συνθήματος «οποιοσδήποτε παρά ο…». Για να δούμε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Μακρόν προέκυψε στο έδαφος της διάλυσης του παραδοσιακού πολιτικού σκηνικού, ως εκπρόσωπος του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά στη βάση της αντιπαράθεσης με την ακροδεξιά της Λεπέν – έτσι ψηφίστηκε αρχικά,ως ο «οποιοσδήποτε παρά η Λεπέν». Εδώ και χρόνια καταγγέλλει την άκρα δεξιά που είναι αυταρχική (ενώ ο ίδιος, ας πούμε, με την αυταρχική καταστολή όλων των αντιδράσεων, δεν είναι), που θέλει την κατάργηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων (ενώ η «κανονική» δεξιά και ο Μακρόν τα σέβονται -αν και μόνο για όσο αυτά δεν σταματάνε τις έρευνες της αντιτρομοκρατικής, ή όσο αυτά δεν περιλαμβάνουν την έκφραση συμπάθειας για τους Παλαιστίνιους). Εν τέλει -και αυτό είναι το έσχατο των αμαρτημάτων- η άκρα δεξιά είναι «λαϊκιστική», το οποίο σε αυτά τα συμφραζόμενα σημαίνει ότι τολμάει να ενσωματώνει στο λόγο της (ως κατά συνθήκη ψεύδη και μόνον) κάποιες υποσχέσεις για οικονομικά ζητήματα που αφορούν αναδιανομή κλπ.
Όταν η κρίση περάσει τη φάση όξυνσής της, όλα γίνονται μέλι γάλα, οι αντιπαραθέσεις αυτές ξεχνιούνται και ο λαός της δεξιάς μπορεί να ξαναγυρίσει στο μαντρί μαζί με τους σοφούς ηγέτες του, τους Βορίδηδες και τους Σπυρίδονες-Αδώνηδες, μέχρι ένας νέος γύρος όξυνσης να ξεκινήσει.
Μα, θα μας επί τα πάντα ενήμερη για τα ζητήματα πολιτικής αναγνώστρια του «Κοσμοδρομίου», τι θέλετε να μας πείτε, ότι είναι ακίνδυνη η ακροδεξιά; Όχι, είναι επικίνδυνη. Απλώς δεν διαφέρει ουσιαστικά από την «κανονική» δεξιά (η οποία όμως μπροστά της ξαφνικά φαντάζει καλοήθης, κάτι που δεν ισχύει). Και επιπλέον, υπάρχει και μια άκρα δεξιά με πραγματικές διαφορές από την «κανονική» δεξιά: είναι ο φασισμός, η λογική συνέχεια και ακραία κατάληξη της άκρας δεξιάς. Ο φασισμός εμφανίζεται ιστορικά μόνο σε συνθήκες μεγάλης και παρατεταμένης κρίσης που, ιστορικά τουλάχιστον, συνδέονταν με την απειλή επικράτησης της κομμουνιστικής αριστεράς. Και στα δύο κλασικά παραδείγματα επικράτησης του φασισμού, υπήρχε ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων, της μακράς πολυεπίπεδης κρίσης και το αποτέλεσμά της, η απειλή εξέγερσης των λαϊκών στρωμάτων. Ο φασισμός συνδυάζει δύο στοιχεία. Από τη μια, την ακραία σοσιαλίζουσα και «αντισυστημική» ρητορική ενός ρατσιστικού και εθνικιστικού «αντικαπιταλισμού». Και από την άλλη, διαθέτει τις συμμορίες των ταγμάτων κρούσης, μια κρίσιμη σύνδεση με τα λούμπεν, κατεστραμμένα από την κρίση εργατικά και μικροαστικά στρώματα.
Ο φασισμός με αυτά τα στοιχεία, αντίθετα με την «απλή» ακροδεξιά, έχει εμφανίσει ιστορικά τάσεις μερικής αυτονόμησης από το κεφάλαιο, είναι σε έναν (μικρό) βαθμό όντως «αντισυστημικός», με την έννοια ότι θέλει να έχει κάποιον λόγο στην ανάπτυξη του κεφαλαίου, δεν θέλει να το αφήσει να κάνει ό,τι θέλει. Οι ναζί όντως έδιωξαν το (όχι πολύ σημαντικό) εβραϊκό κεφάλαιο από την χώρα. Επίσης υποχρέωσαν ορισμένους Γερμανούς καπιταλιστές που διαφωνούσαν μαζί τους είτε να φύγουν από την χώρα ή και σε κατ’ οίκον περιορισμό (Hugo Junkers), ενώ κρατικοποίησαν και τα εργοστάσιά τους. Φυσικά επρόκειτο για εξαιρέσεις, η απόλυτη πλειονότητα των καπιταλιστών δεν είχαν πρόβλημα να συνεργαστούν μαζί τους και σαν αποτέλεσμα είδαν τα κέρδη τους να πολλαπλασιάζονται, την ίδια στιγμή που τα μικροαστικά στρώματα, η βάση και το στήριγμα του φασισμού, προλεταριοποιήθηκαν μαζικά. Ο φόβος που τα οδήγησε να στηρίξουν και να γιγαντώσουν το φασιστικό φαινόμενο, έγινε πραγματικότητα ακριβώς από τους σωτήρες τους.
Ακόμα και οι φασίστες βέβαια, δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα να συνεργαστούν με την παραδοσιακή αστική τάξη και τους δεξιούς διανοούμενούς της. Οι κυβερνήσεις και του Μουσολίνι και του Χίτλερ είχαν μη μέλη του κόμματος στις τάξεις τους: τυπικότερο παράδειγμα ο Χιάλμαρ Σαχτ που διετέλεσε για χρόνια υπουργός Οικονομικών των ναζί και ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις εξαγωγικές επιδώσεις της χώρας στα προπολεμικά χρόνια. Ο Σαχτ ήταν υπουργός και πριν την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Μάλιστα ήταν αυτός που τερμάτισε τον υπερπληθωρισμό του 1923. Ακόμα και σήμερα αποτελεί ίνδαλμα όλων των γερμανικών κυβερνήσεων που παραδοσιακά φοβούνται τον πληθωρισμό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο πληθωρισμός είναι το κύριο ιδεολογικό σκιάχτρο που κινητοποιεί τις γερμανικές (και επομένως και ευρωπαϊκές) περιοριστικές οικονομικές πολιτικές έκτοτε.
Με βάση τα παραπάνω, επομένως, αν και ο φασισμός είναι άκρα δεξιά, πάντως ο χειρότερος Μητσοτάκης είναι καλύτερος από τον καλύτερο Μουσολίνι.
Αλλά, είναι η Μελόνι κάτι σαν Μουσολίνι; Είναι ο Βελόπουλος φασίστας; Η απάντηση είναι όχι, για έναν παράπάνω λόγο: σε αυτήν τη συγκυρία δεν χρειάζεται να κινητοποιηθεί ένας καθαρός φασιστικός λόγος, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει πολιτική απειλή από τα αριστερά – την οποία έρχεται να συντρίψει ο φασισμός.. Έτσι, παρά την ενίοτε αντισυστημική ρητορική τους, οι ακροδεξιοί δεν σκοπεύουν σε καμιά περίπτωση να διαταράξουν, μόνο να διορθώσουν το σύστημα, εκμεταλλευόμενες την υπαρκτή δυσαρέσκεια για τις κυβερνήσεις του ακραίου κέντρου. Με άλλα λόγια, η επέλαση της ακροδεξιάς είναι περισσότερο ένα ρητορικό εργαλείο στα χέρια του κυρίαρχου λόγου, παρά αντισυστημικός κίνδυνος από τα δεξιά. Με ελάχιστες λεκτικές αναπροσαρμογές η άκρα δεξιά του σήμερα θα γίνει ακραίο κέντρο, ή και «λαϊκή» κυβερνώσα δεξιά, αύριο. Ο βασικός κίνδυνος δηλαδή, κίνδυνος που παραβλέπουμε τρέμοντας το φάσμα της άκρας δεξιάς, είναι η επέλαση της σύνολης δεξιάς. Ο Μακρόν δεν είναι ούτε χειρότερος ούτε καλύτερος από μια αυριανή Λεπέν, παρά μόνο σε επί μέρους ζητήματα, όχι στη συνολική εικόνα. Και όποιος φοβάται ότι η «Νίκη» θα πάρει πίσω το νομοσχέδιο για τα δικαιώματα του Μητσοτάκη, δεν λογαριάζει ότι πρώτον αυτό δεν γίνεται χωρίς ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις και δεύτερον ότι το AfD, η πιο συνδεδεμένη με τους ναζί ακροδεξιά στην Ευρώπη, για χρόνια τώρα έχει δύο συν-ηγέτες (fun fact: στα γερμανικά, ηγέτης=Führer): Τον και «μετριοπαθή» αποκαλούμενο, Tino Chrupalla (μετριοπαθής=υπουργοποιήσιμος) και την δηλωμένη λεσβία, σε σύμφωνο διαβίωσης με τη σύντροφό της, Alice Weidel. Η ακροδεξιά δεν χρειάζεται να είναι πάντα κοινωνικά αντιδραστική, μπορεί και αυτή να ακολουθεί τους καιρούς.
Την επομένη των ευρωεκλογών, η «Εφημερίδα των Συντακτών» έγραψε: «Μια κακή μέρα ξημερώνει σήμερα για τη χώρα, καθώς ένας στους πέντε ψηφοφόρους επέλεξε σχήματα της Ακρας Δεξιάς». Λοιπόν, δεν είναι αυτός ο λόγος που ξημερώνει μαύρη μέρα. Αντίθετα αυτό καθαυτό το γεγονός έχει την ευχάριστη πλευρά ότι μικραίνει το ποσοστό της ΝΔ. Ο βασικός λόγος ανησυχίας είναι ότι η σύνολη δεξιά εξακολουθεί να έχει πρόσβαση σε λαϊκά στρώματα τα οποία χτυπιούνται από την κρίση και επομένως δεν θα έπρεπε να βρίσκονται σε αυτήν την πλευρά. Ο βασικός λόγος ανησυχίας δηλαδή είναι ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα αξιόπιστο σχέδιο για την έξοδο από την κρίση των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία, αυθόρμητα, γυρίζουν στους μόνους που εκφέρουν έναν ψευδο-ανατρεπτικό λόγο, αναπαράγoντας και διάφορα αντιδραστικά ιδεολογήματα που καταλήγουν να αποτελούν ταυτοτικά ζητήματα (θρησκεία, έμφυλο κλπ.).
Ο βασικός κίνδυνος σε μια τόσο ασταθή διεθνή συγκυρία, είναι η αδυναμία της αριστεράς να αφήσει τους βερμπαλισμούς και τις θεωρίες (σαν αυτό εδώ το άρθρο, καλή ώρα) και να πιάσει το πεζοδρόμιο, δείχνοντας έναν πιστευτό δρόμο για έξοδο από την κρίση..