Η Nupes πέθανε, ζήτω το Front Populaire. Η νέα συσπείρωση των αριστερών δυνάμεων στη Γαλλία είναι γεγονός. Από την επομένη των εκλογών και τη σαρωτική νίκη της ακροδεξιάς του RN των Μπαρντελά και Λεπέν, αλλά και το 5% της Reconquête της Μαριόν Μαρεσάλ, η ανάγκη για την επανασύσταση του αριστερού πόλου ενόψει των πρόωρων εκλογών που προκήρυξε ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν μετά την εκλογική του κατάρρευση, αποτελούσε αδήριτη ανάγκη. Και η επιτακτική ημερομηνία των εκλογών, μετά τη διάλυση που ανακοίνωσε ο Εμανουέλ Μακρόν, ώστε να μη συμπέσουν με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθιστούσε ακόμη πιο αναγκαία τη γρήγορη απόφαση των κομμάτων της αριστεράς.
Έπειτα από τη διάλυση της συμμαχίας Nupes στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές (που είχε κατορθώσει να στείλει 150 βουλευτές στην Εθνοσυνέλευση και να περιορίσει την κυριαρχία του Μακρόν) ακολούθησε μία αδυσώπητη ανταγωνιστική προεκλογική εκστρατεία ανάμεσα στους Σοσιαλιστές και το κόμμα του Μελανσόν για τη διεκδίκηση του προοδευτικού εκλογικού σώματος και την πρωτοκαθεδρία στην αριστερή ακτογραμμή. Τα συντριπτικά αποτελέσματα ωστόσο υπέρ της ακροδεξιάς, που κινδυνεύουν να γυρίσουν τη χώρα στις μέρες του ‘30, τουλάχιστον οι δύο μεγαλύτερες παρατάξεις αναγκάσθηκαν να βάλουν νερό στο κρασί τους.
Έπειτα από μία κρίσιμη συνάντηση στην έδρα των Οικολόγων των τεσσάρων παρατάξεων, που κατόρθωσαν να στείλουν ευρωβουλευτές στις Βρυξέλλες και στην οποία οι Σοσιαλιστές προσήλθαν με δίωρη καθυστέρηση, βγήκε ο λευκός καπνός. Τα κόμματα του Ραφαέλ Γκλικσμάν και του Ζαν-Λυκ Μελανσόν στο τέλος εποίησαν την ανάγκην φιλοτιμίαν και συμφώνησαν τελικά με τους Κομμουνιστές και τους Οικολόγους για να δώσουν πνοή σε ένα νέο «Λαϊκό Μέτωπο» (Front Populaire), ανταποκρινόμενοι στο αίτημα του προοδευτικού κόσμου στη Γαλλία, ιδίως τους νέους, οι οποίοι βγήκαν το ίδιο βράδυ των αποτελεσμάτων στους δρόμους, ζητώντας «να μην τους αφήσουν να πέσουν» στα νύχια της Λεπέν, όπως ήταν το σύνθημα που ανέπεμψαν αμέσως μετά το αποτέλεσμα κι έξω από το κτήριο της συνόδου.
Οι ίδιοι νέοι ξεχύθηκαν πάλι στους δρόμους, σαλπίζοντας το κάλεσμα για διαρκείς κινητοποιήσεις, ώστε να αποφευχθεί ένας νέος θρίαμβος της ακροδεξιάς. Δεν είναι τυχαία επιλογή άλλωστε του εύγλωττου συμβολισμού και η ιστορική επίκληση της ονομασίας του «Λαϊκού Μετώπου». Η ελπίδα να αναβιώσει έστω και τμηματικά η ένδοξη συμμαχία, η οποία θριάμβευσε υπό τον Λεόν Μπλουμ το 1934 και κυρίως το 1936 και έμεινε στην Ιστορία, γιατί υπήρξε ο βατήρας για τις εμβληματικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (πληρωμένες διακοπές, ωράρια, μισθοί, κοινωνική ασφάλιση), οι οποίες έμελλε να αποτελέσουν και το παράδειγμα στην Ευρώπη των 30 «ένδοξων» μεταπολεμικών χρόνων της ευημερίας. Κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ευελπιστώντας πως το vox populi θα κατορθώσει να διαλύσει και τις όποιες αμφιβολίες και τα «αλλά» (όπως στην περίπτωση της διστακτικής ανακοίνωσης για τη συμφωνία του ίδιου του Γκλικσμάν, όπως και άλλων μικρότερων παρατάξεων, ιδίως της Place Publique), που αναπόφευκτα άρχισαν να διατυπώνονται αμέσως μετά το κείμενο της αριστερής Entente.
Η αλήθεια είναι πως οι αριστερές παρατάξεις (ιδίως οι Σοσιαλιστές και οι Insoumis) καλούνται να βρουν ένα modus vivendi στα διαφορετικά τους προγράμματα σε καίρια θέματα, για τα οποία κυρίως ο Μελανσόν παραμένει αμετακίνητος, όπως η μετανάστευση, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η στάση τους απέναντι στη Γάζα, οι μεταξύ τους αψιμαχίες, η στήριξη στην Ε.Ε. και τις αποφάσεις της. Ζητήματα ακανθώδη, που ήδη υπέσκαψαν την ενότητα της Nupes και που ανά πάσα στιγμή μπορούν να αποτελέσουν τη δυναμίτιδα για τη διάλυση και του Front Populaire.
Μία προοπτική δυσοίωνη στη συγκεκριμένη συγκυρία
Ιδίως τη στιγμή που και το στρατόπεδο του Μπαρντελά, διαπιστώνει πως το αποψιλωμένο κόμμα του Μακρόν, που μόλις και ξεπέρασε τους Σοσιαλιστές με ένα ισχνό ποσοστό κάτω του 1%, εκλέγοντας τον ίδιο αριθμό (13) εδρών, δεν μπορεί να ορθώσει ένα κρηπίδωμα απέναντί του. Ο μέχρι σήμερα πανταχού παρών πρωθυπουργός alter ego του Μακρόν, Γκαμπριέλ Ατάλ είναι εξαφανισμένος από τη νύκτα των εκλογών και η κυβέρνησή του μοιάζει να μην υπάρχει. Είναι φυσικό, ο ακροδεξιός υποψήφιος να επιχειρεί τη μεγάλη επίθεση για την άλωση του Μεγάρου Ματινιόν, επιζητώντας να συσπειρώσει ακόμη περισσότερο τον ευρύτερο χώρο της ακροδεξιάς. Με την επίσης ακροδεξιά Reconquête της Μαριόν Μαρεσάλ, διαφωνείσας ανεψιάς της Λεπέν, να έχει συγκεντρώσει ένα 5% κι επί θύραις την τελική συμφωνία για τη συνεργασία τους (όχι όμως και με τον Ερίκ Ζεμούρ, που συνέπραττε μαζί της στις Ευρωεκλογές), η παράταξη της Λεπέν διευρύνει τις πιθανότητές της για αυτοδυναμία στις εκλογές.
Κι εάν τελικά επιβεβαιωθεί πως σπάει και το τελευταίο ταμπού, αυτό της συνεργασίας της παραδοσιακής δεξιάς των Républicains με το RN, τότε η Γαλλία και κατ’ επέκταση και η Ευρώπη είναι πιθανό να δει να γράφεται ακόμη μία μαύρη σελίδα, πολλές 10ετίες μετά την καταισχύνη της κυβέρνησης του Βισύ. Η απόφαση του ηγέτη των Républicains Ερίκ Σιοτί να συμπλεύσει με τη Λεπέν, με το σκεπτικό ότι έτσι το κόμμα δεν θα χάσει άλλους ψηφοφόρους προς τα ακροδεξιά, διατηρώντας την κοινοβουλευτική του δύναμη, όχι μόνον θα προκαλέσει άλλο ένα ρήγμα στην καθημαγμένη από το ακραίο κέντρο του Μακρόν δεξιά παράταξη, που ακόμη αναζητεί μία ιδεολογική διαφοροποίηση, τόσο από το κόμμα του προέδρου, όσο και από την ακροδεξιά. Η στάση του Σιοτί στην ουσία επικυρώνει τη ριζοσπαστικοποίηση της πτέρυγας αυτής και την ακλόνητη πρόσδεσή της στην πολιτική της Λεπέν και την ιδεολογική μετάλλαξή της. Ακριβώς όπως συνέβη στην Ιταλία με τη Μελόνι και όπως συμβαίνει και στα υψηλά κλιμάκια της Ε.Ε., με το ΕΛΚ και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να φλερτάρουν με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Εξάλλου και η γκωλική δεξιά πάντοτε διατηρούσε τις εθνικιστικές αποχρώσεις και τον υπερσυντηρητισμό της σε πολλά θέματα (εκπαίδευση, θρησκεία, μετανάστευση, το ΝΑΤΟ), παρά τη μεταμόρφωση που είχε επιχειρήσει, αλλάζοντας πλεύση, ο Ζακ Σιράκ.
Μάλιστα επί ηγεσίας του Σιοτί, το πολιτικό πρόγραμμα των Républicains είχε τόσο πολύ προσαρμοσθεί στην ακροδεξιά στροφή της γαλλικής κοινωνίας, που προσομοίαζε όλο και περισσότερο προς αυτό της ακροδεξιάς, ευελπιστώντας πως με μία ριζοσπαστικοποίηση θα κατορθώσει να επαναπατρίσει ακραίους γκωλιστές που είχαν μετατοπισθεί προς το RN ή τα άλλα ακροδεξιά κόμματα (Μαρεσάλ, Ζεμούρ). Η σύμπτωση της κοινωνίας με την ακροδεξιά δεν έγινε τόσο επειδή η Λεπέν έγινε πιο μετριοπαθής, αλλά γιατί και η γκωλική δεξιά άρχιζε να γέρνει ακόμη πιο δεξιά (με κίνδυνο να απορροφηθεί τελείως από την ακροδεξιά). Αφήνοντας στη Macronie να διαχειρίζεται κατ’ αποκλειστικότητα τον άκρατο φιλελευθερισμό, που έφερε τη χώρα στα τωρινά αδιέξοδα.
Μετά τις εξελίξεις αριστερά και δεξιά του, ο ίδιος ο Μακρόν βλέπει πως τα σχέδιά του για πολιτική επιβίωση, με αιχμή του δόρατός όπως πάντα τον φόβο για την ακροδεξιά στο υπόλοιπο ακροατήριο. Οι ελπίδες του ότι όπως συνέβη και στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, τα υπόλοιπα κόμματα θα συνασπιζόντουσαν στο πλευρό του για να εμποδίσουν την εκλογή του RN, δεν ευοδώθηκαν μετά την σύνθεση του Λαϊκού Μετώπου, πολύ περισσότερο δε, μετά το νέο σχίσμα της δεξιάς. Πλέον το ποσοστό των δυσαρεστημένων Républicains, που ενδέχεται να περάσουν στο δικό του στρατόπεδο είναι μικρό. Πέρα από το γεγονός ότι και η ίδια του η παράταξή του χαρακτηρίζεται από μία στασιμότητα, έως ακηδία. Στον βαθμό που και την εκστρατεία για τις Ευρωεκλογές την ανέλαβε ο ίδιος ο Μακρόν.
Γι’ αυτό ο Μακρόν στη συνέντευξη Τύπου για το τι μέλλει γενέσθαι, ζήτησε συστράτευση των μετριοπαθών δυνάμεων, των οικολόγων, των σοσιαλδημοκρατών, χριστιανοδημοκρατών κλπ, ξαναπαίζοντας το χαρτί του ακροδεξιού μορμολύκειου και έβαλε κατά πάντων των άλλων: εξίσωσε το Front Populaire με την ακροδεξιά, χαρακτηρίζοντάς το «παρά φύσιν συμμαχία», που «θα έκανε τον Λεόν Μπλουμ να γυρίζει στον τάφο του» και κατηγόρησε ως «αντισημίτες» και «αντικοινοβουλευτικούς» το κόμμα του Μελανσόν, εκφράζοντας την έκπληξή του για το πως συνεργάζονται Σοσιαλιστές και LFI με τόσο αντιδιαμετρικές απόψεις για το Ουκρανικό. Όσον αφορά τον Σιοτί, τον κατηγόρησε πως «γύρισε την πλάτη του στον στρατηγό Ντε Γκωλ, τον Σιράκ, τον Σαρκοζί», επιλέγοντας τη συνεργασία με τη Λεπέν και διασπώντας το κόμμα του. Για το RN δε, προειδοποίησε τους Γάλλους για το τι θα συμβεί «στους μισθούς, στις συντάξεις, στα δάνειά τους, στις ρεπουμπλικανικές αξίες» εάν βρεθεί στην κυβέρνηση -μόνο που λησμονεί πως οι Γάλλοι ψήφισαν τη Λεπέν και καταψήφισαν τον ίδιο ακριβώς για το πού βρίσκονται οι μισθοί, οι συντάξεις τους, τα αγροτικά προϊόντα, τα κοινωνικά δικαιώματα (προάστια, μετανάστες, φτωχοποιημένη περιφέρεια, Κίτρινα Γιλέκα και οικολογία, νόμοι για μαντίλες κλπ).
Επιπλέον, αποβλέπει σε τούτη την περίπτωση και στην αναπόφευκτη τριβή και τις διαψεύσεις της ίδιας της πολιτικής μίας ακροδεξιάς κυβέρνησης όταν θα επιχειρήσει να εφαρμόσει στην πράξη το πρόγραμμά της και να συγκρουσθεί και με την κοινωνία και την Ε.Ε.. Δεν είναι βέβαιο πως η Λεπέν θα είναι τόσο ευέλικτη όσο η ομογάλακτή της Μελόνι και να γίνει όπως η νεοφασίστρια ιταλίδα πρωθυπουργός, ο «μολοσσός» του ΝΑΤΟ και των Βρυξελλών, εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις οδηγίες τους, στην οικονομική, γεωστρατηγική και αγροτική πολιτική. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Μακρόν θα βγει απόλυτα κερδισμένος: η ευθύνη της κυβερνητικής αποτυχίας και της μη εκπλήρωσης των διεθνών του υποχρεώσεων, δεν θα βαραίνει τον ίδιον. Το 2027 για τις προεδρικές εκλογές ακόμη είναι μακριά και μία κυβερνητική αποτυχία του RN θα μειώσει τις ελπίδες της Λεπέν για την προεδρία και θα δώσει άλλοθι στον ίδιο και την παράταξή του για τις ευθύνες του Μακρόν για τη φτωχοποίηση των Γάλλων, την απορρύθμιση στην παιδεία, την εργασία, τις συντάξεις, τις ταραχές και τις κοινωνικές διακρίσεις στα προάστια, την εγκληματικότητα, και τη διεθνή «υποβάθμιση» της Γαλλίας.