ΑΘΗΝΑ
10:46
|
22.11.2024
Παραμονές της έναρξης της «Συνόδου Ζελένσκι» ο Βλαντίμιρ Πούτιν έθεσε τους όρους υπό τους οποίους η Ρωσία διατίθεται να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Σύντομη συνάντηση με τους επικεφαλής του υπουργείου Εξωτερικών πραγματοποίησε ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν στις 14 Ιουνίου, στο πλαίσιο της οποίας παρέθεσε σύντομη συνέντευξη τύπου. Σημειώνεται πως ο Ρώσος πρόεδρος επέλεξε να γνωστοποιήσει τους όρους υπό τους οποίους η Ρωσική Ομοσπονδία διατίθεται να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την ουκρανική πλευρά ακριβώς μια ημέρα πριν την έναρξη της συνόδου ειρήνης στο Μπούργκενστοκ της Ελβετίας. Η επικείμενη σύνοδος (15-16 Ιουνίου) συγκλήθηκε με προσωπική πρωτοβουλία του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι και στον ρωσόφωνο και ουκρανικό τύπο φέρει την άτυπη ονομασία «Σύνοδος Ζελένσκι».

Τονίζοντας πως η επιστροφή στις διαπραγματευτικές θέσεις του 2021-2022 είναι ανέφικτη, ο Ρώσος πρόεδρος έθεσε ως αδιαπραγμάτευτο όρο την παραχώρηση εδαφών προς όφελος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Συγκεκριμένα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ρητά ζήτησε την αποχώρηση Ουκρανικών στρατευμάτων από τα διοικητικά σύνορα των επαρχιών της Χερσώνας, του Ζαπορόζιε, καθώς και των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονμπάς και του Λουγκάνσκ. Παράλληλα, η ρωσική πλευρά απαιτεί δέσμευση της Ουκρανίας για μη ένταξη στο ΝΑΤΟ. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η Ρωσία κρίνει εφικτή την άμεση κατάπαυση πυρός και την έναρξη διαπραγματεύσεων.

Μάλιστα, η ρωσική πλευρά εκτιμά πως η Ουκρανία θα υποχρεωθεί να λάβει τη συγκεκριμένη απόφαση λαμβάνοντας υπόψη της τα εθνικά της συμφέροντα και όχι καθ’ υπόδειξη της Δύσης. Παράλληλα, ο Ρώσος ηγέτης επανέλαβε τους σταθερούς στόχους της Ρωσίας από την αρχή της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης για αποναζιστικοποίηση και αποστρατωτικοποίηση της Ουκρανίας, καθώς και για ουδέτερο, ανεξάρτητο στάτους της γειτονικής χώρας, χωρίς δικαίωμα ανάπτυξης πυρηνικού οπλοστασίου.

Όπως άλλωστε αναμενόταν, τόσο η ουκρανική, όσο και η δυτική πλευρά απέρριψαν τους όρους Πούτιν για έναρξη των διαπραγματεύσεων. Συγκεκριμένα, Συγκεκριμένα ο Ουκρανός πρόεδρος μιλώντας στο ιταλικό δίκτυο SKY TG24 πως αντιμετωπίζει τις ρωσικές προτάσεις ως «τελεσίγραφο», ενώ ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, σε σχετική ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο της συνάντησης κορυφής των υπουργών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ δήλωσε χαρακτηριστικά πως η Ρωσία ως επιτιθέμενη και όχι η Ουκρανία είναι υποχρεωμένη να αποσύρει τα στρατεύματά της. Τόνισε, δε, πως η πρόταση δεν γίνεται καλή τη πίστει, καθώς ανοίγει τον δρόμο για την κατάληψη ακόμη περισσότερων εδαφών, περισσότερων απ’ όσα η Ρωσία έχει ήδη καταλάβει μέχρι στιγμής.

Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως οι δηλώσεις του Ρώσου προέδρου είχαν μάλλον επικοινωνιακό χαρακτήρα, ενώ δύσκολα μπορεί να εικάσει κανείς πως η ρωσική πλευρά πράγματι υπολόγιζε να βρει ευήκοα ώτα στα δυτικά επιτελεία, πολλώ δε μάλλον, ότι η αντιμαχόμενη πλευρά θα δήλωνε έτοιμη να δεχθεί όρους, ουσιαστικά, παράδοσης× στην παρούσα φάση, με δεδομένη την απροθυμία τόσο της ουκρανικής κυβέρνησης, όσο και του (προς το παρόν αδιαίρετου) δυτικού στρατοπέδου να συζητήσουν έστω το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων, για την επίτευξη εδαφικών ή/και πολιτικών στόχων η ρωσική πλευρά μπορεί να επαφίεται μόνο στην ισχύ των όπλων. Ο επικοινωνιακός στόχος, κατά τη γνώμη μας, των δηλώσεων Πούτιν εκφράζεται στα εξής επίπεδα:

  1. Προβολή της Ρωσίας και προσωπικά του Βλαντίμιρ Πούτιν ως της πλευράς που προτείνει διέξοδο από την τρέχουσα κατάσταση. Η συγκεκριμένη επικοινωνιακή τακτική έχει ως στόχο κυρίως τις χώρες του λεγόμενου «παγκόσμιου νότου» που κρατούν μέχρι στιγμής «ευμενώς ουδέτερη» στάση, αλλά και χώρες της κεντρικής Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία, η στάση των οποίων διαφέρει από την κοινή ευρωατλαντική γραμμή. Πρόθεση του Ρώσου ηγέτη είναι να κατοχυρώσει τη θέση του «πραγματιστή» και «ειρηνοποιού» πολιτικού εν μέσω, μάλιστα, αμφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής κατεύθυνσης της Ε.Ε, όπως καταγράφηκε από τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών αλλά και της προδιαγραφόμενης πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, την οποία δρομολογεί η καταδίκη του πρώην προέδρου και υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών, Ντόναλντ Τραμπ.
  2. Σε άμεση σχέση με το προηγούμενο, επικοινωνιακός και πολιτικός «τορπιλισμός» της «Συνόδου Ζελένσκι». Αναφέρουμε πως χώρες με βαρύνουσα θέση στο διεθνές πολιτικό στερέωμα, όπως η Κίνα και η η Σαουδική Αραβία, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως την Ινδία δεν θα εκπροσωπήσει ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος, αλλά ο νυν πρέσβης της χώρας στη Ρωσία, Παβάν Καπούρ. Τις δε ΗΠΑ δεν πρόκειται να εκπροσωπήσει ο Τζο Μπάιντεν, αλλά η αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις. Τίθεται, λοιπόν, εύλογο ερώτημα για το αντικείμενο και το κύρος της Συνόδου, αφής στιγμής η μία από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές αφενός δε συμμετέχει, αφετέρου οι αξιώσεις και τα συμφέροντά της δεν λαμβάνονται υπόψη. Μερίδα δε αναλυτών εκτιμά πως η Σύνοδος κινδυνεύει να «εκτροχιαστεί» με ουκρανικές νύξεις προς τη Δύση για την ανεπάρκεια των προσφερόμενων μέσων οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, αλλά και αναφορές για φαινόμενα διαφθοράς ως απάντηση προς την κυβέρνηση Ζελένσκι.
  3.  Η πρόταση Πούτιν, έστω και αν τη δεδομένη χρονική στιγμή αποκλείεται να βρει υποστηρικτές, δείχνει έναν δρόμο διεξόδου που περιλαμβάνει το συνδυασμό πολεμικών μέσων και διπλωματίας: οι περιοχές της Χερσώνας και του Ζαπορόζιε περιλαμβάνουν εδάφη και από τις δύο πλευρές του Δνείπερου, ενώ σημειώνουμε πως τη δεδομένη στιγμή η κύρια δραστηριότητα του ρωσικού πεζικού σημειώνεται στο Χάρκοβο, όπου οι ρωσικές δυνάμεις αργά μεν, σταθερά δε, κινούνται προς δυσμάς. Θεωρητικά καταλαμβάνοντας το σύνολο των εδαφών της Χερσώνας και του Ζαπορόζιε στην ανατολική πλευρά του Δνείπερου και ταυτόχρονα πετυχαίνοντας κατάληψη εδαφών στο Χάρκοβο περίπου ίσης έκτασης με τα εδάφη της Χερσώνας και του Ζαπορόζιε, εκτεινόμενα στη δυτική πλευρά του Δνείπερου, η Ρωσική Ομοσπονδία θα έχει ένα διαπραγματευτικό χαρτί και έναν πολιτικό μοχλό πίεσης που θα τις επιτρέψει να περάσει σε μια αμυντική γραμμή, δημιουργώντας μια «νεκρή ζώνη» κατά μήκος του Δνείπερου, προσφέροντας τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης προστασίας των υπό ρωσικό έλεγχο εδαφών από πιθανές ουκρανικές επιθέσεις.

Σε ένα ιδεατό σενάριο, η σταθεροποίηση της γραμμής επαφής κατά μήκος του Δνείπερου και εν συνεχεία η υιοθέτηση αμυντικής τακτικής από τις ρωσικές δυνάμεις θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης προς την Ουκρανία να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις. Πολλώ δε μάλλον, μια τέτοια εξέλιξη θα μείωνε αισθητά το κόστος των στρατιωτικών δαπανών για τη Ρωσία και, αντιστρόφως, θα εκτόξευε το κόστος για τον εξοπλισμό και τη χρηματοδότηση των ουκρανικών δυνάμεων, ενώ είναι νωπές οι μνήμες από το φιάσκο της πολυδιαφημισμένης «αντεπίθεσης» του καλοκαιριού του 2023.

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο παράγοντας της κοινής γνώμηςκαι της πολιτικής διαχείρισης αναμφίβολα παίζει και αυτός τον ρόλο του και δυσχεραίνει αισθητά τη δυνατότητα να δοθεί «πράσινο φως» για διαπραγματεύσεις από την πλευρά του Κιέβου (ορθότερα: της κυβέρνησης του εκπρόθεσμου από τον Μάιο Ζελένσκι). Η επίμονη άρνηση της ουκρανικής πλευράς από την άνοιξη του 2022 στο ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων (πράγματι, με όρους σαφώς ευνοϊκότερους από τους όρους που έθεσε στις 14 Ιουνίου 2024 ο Πούτιν), οι διαρκείς υποσχέσεις τόσο Ουκρανών όσο και δυτικών πολιτικών ηγετών για άμεση στρατιωτική κατίσχυση επί της Ρωσίας, πολλές φορές στα όρια της γραφικότητας και ανευθυνότητας με διαβεβαιώσεις για τη δυνατότητα ανάκτησης έως και της Κριμαίας, δημιούργησαν μια συνθήκη προσμονής και σύμπλευσης (εν μέσω μονολιθικού ελέγχου των ΜΜΕ και μηχανισμών προπαγάνδας) μιας σημαντικής μερίδας της ουκρανικής κοινωνίας με την κυβέρνηση Ζελένσκι. Προφανώς, η «πολιτική εμπιστοσύνη» είναι μια έννοια μάλλον θολή και σε κάθε περίπτωση αίρεται, ωστόσο θα ήταν μάλλον παράταιρο να πιστέψει κανείς πως σε ένα ζήτημα που έχει αναχθεί ως ο απόλυτος εθνικός στόχος, ήτοι η ανάσχεση της ρωσικής επιθετικότητας και η ήττα της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο πεδίο της μάχης, θα μπορούσε να παρατηρηθεί στροφή 180 μοιρών στο άμεσο μέλλον, παρά την υπαρκτή δυσαρέσκεια για την εντατικοποίηση και αυστηροποίηση των όρων επιστράτευσης και την δεδομένη κόπωση από 2,5 χρόνια πολέμου.

Πολύ περισσότερο, η συνέχιση του πολέμου είναι και ζήτημα επιβίωσης (αρχικά πολιτικής και σε μερικές περιπτώσεις απλώς βιολογικής) της πολιτικής ελίτ της χώρας. Και αυτό γιατί αν για τις δυτικής ελίτ ο πόλεμος στην Ουκρανία στο χείριστο σενάριο αποδειχθεί μια αποτυχημένη επένδυση (έστω και τρισεκατομμυρίων), για την παρούσα ουκρανική κυβέρνηση η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη συνέχιση μιας στρατιωτικής σύγκρουσης που οδήγησε σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες απώλειες, παραχώρηση εδαφών και, εν τέλει, σε πολιτικοστρατιωτική ήττα θα αποδειχθεί πολιτική καταδίκη (και ίσως όχι μόνο πολιτική). Ως εκ τούτου, είναι αναμενόμενη η δυσφορία Ζελένσκι και η τακτική αποφυγής έστω και υπόμνησης για την ανάγκη ουσιαστικών (δηλαδή: με συμμετοχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας) διαπραγματεύσεων/ Η «στιγμή κρίσης», σε κάθε περίπτωση, για την ουκρανική κοινωνία και το υπαρκτό πολιτικό κατεστημένο, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να αναβάλλεται εις άπειρον. Τουναντίον, δημιουργείται η αίσθηση πως ακριβώς όσο περισσότερο αναβάλλεται, τόσο σφοδρότερη θα είναι η σύγκρουση με την πραγματικότητα…

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Παμ Μπόντι: Η νέα «εκλεκτή» του Τραμπ για το υπουργείο Δικαιοσύνης μετά το «ναυάγιο» του Γκέιτς

Εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Οδηγίες για τις κάλπες της 24ης Νοεμβρίου

Κιμ Γιονγκ Ουν: Οι συνομιλίες το μόνο που επιβεβαίωσαν είναι η εχθρότητα των ΗΠΑ

Κουβέιτ και Τυνησία υπέγραψαν συμφωνίες συνεργασίας

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα