Ίσως εκείνο το χαρακτηριστικό που κυρίως ανέδειξε το αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, είναι η αποστροφή των πολιτών (είτε με την αποχή, είτε με την ψήφο προς την ακροδεξιά) στην ασυνέπεια, οντολογική και δεοντολογική κατ’ αρχήν, αλλά και πραξιολογικά κυρίως, ανάμεσα στα επικαλούμενα ευρωπαϊκά ιδεώδη και την πολιτική των μηχανισμών εξουσίας στην Ε.Ε..
Μία από τις πρώτιστες αιτίες που θα όφειλε η εκτελεστική εξουσία των Βρυξελών να ορθοτομήσει -αντί να προσπαθεί να διαιωνίζει μία νιτσεϊκή «αιώνια επιστροφή του ίδιου»- είναι η αυξάνουσα αίσθηση των πολιτών της Ε.Ε. πως πλέον είναι καθεστώς η γενικευμένη «ανασφάλεια» σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και ιδιωτικής τους ζωής. Πολύ περισσότερο δε είναι η οριστική απώλεια της ιδιαίτερης εκείνης έννοιας της «ασφάλειας», ως Sicherheit, όπως θα επισήμαινε και ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν (στο On Politics). Ένας ορισμός πολυσθενής, μιας κι ενσωματώνει ταυτόχρονα τις έννοιες της uncertainty, της αβεβαιότητας, της insecurity, της υπαρξιακής ανασφάλειας και της προσωπικής unsafety, της ρευστότητας και της απουσίας των εγγυήσεων για σταθερότητα κι ακεραιότητα. Εκείνο δηλ. το προαπαιτούμενο, που η σύσταση ακριβώς της Ε.Ε. διατυμπάνιζε πως θα του εξασφαλίζει είτε στην εργασία και τους μισθούς, είτε στην κοινωνική ασφάλιση και την στέγη, όσο και στη σωματική του ακεραιότητα και σιγουριά.
Όμως οι τελευταίες 10ετίες χαρακτηρίζονται ακριβώς από την απώλεια αυτής της Sicherheit σχεδόν σε όλους τους οικονομικούς τομείς και τις κοινωνικές εκδηλώσεις της καθημερινότητας των Ευρωπαίων. Οι οποίοι βλέπουν την εργασιακή ανασφάλεια, κινητικότητα και εποχικότητα, τη λιτότητα και την ακρίβεια, την αποδυνάμωση της κοινωνικής ασφάλειας και την ιδιωτικοποίηση της υγείας και της παιδείας, την εγκληματικότητα που γεννιέται από τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, να αποτελούν τις μόνες βεβαιότητες. Και το ύστατο καταφύγιο της προσωπικής τους ασφάλειας, τη δική τους στέγη, να χάνει την υπόστασή της αυτή και συχνά να γίνεται απαγορευτική ή να υφαρπάζεται από την αδηφαγία των τραπεζών ή των funds, των οποίων την κερδοσκοπία προστατεύουν διαρκώς οι Βρυξέλλες.
Μολονότι, στερεοτυπικά και μονοσήμαντα από τους mainstream αναλυτές των Βρυξελλών και των ακολούθων τους θεωρήθηκαν ότι κύριες αιτίες για την ακροδεξιά στροφή στην Ευρώπη συνοψίζονται στην ακρίβεια, την ανασφάλεια για την εγκληματικότητα και τον φόβο για τη μετανάστευση, το στεγαστικό πρόβλημα ήταν ένα από τα σημεία εκείνα όπου η ευρωπαϊκή πολιτική έχει αποτύχει συνολικά. Και φυσικά είναι ένα από τα θέματα που η ακροδεξιά κατά κόρον εκμεταλλεύθηκε.
Λίγο πριν τις εκλογές, η βρετανική εφημερίδα The Guardian δημοσίευε ένα άρθρο, που κανείς θα μπορούσε να το εκλάβει κι ως προειδοποίηση. Σε αυτό, ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για το δικαίωμα στην επαρκή στέγαση Μπαλακρισνάν Ρατζαγκοπάλ, σημείωνε ρητά πως «εάν θέλουμε να σταματήσουμε την άνοδο της ακροδεξιάς, θα πρέπει να της στερήσουμε το οξυγόνο, πράγματα όπως η στέγαση θα πρέπει να θεωρούνται θεμελιώδη δικαιώματα». Το στεγαστικό πρόβλημα, διαρκώς οξύτατο στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. (Ισπανία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ολλανδία, Γερμανία κλπ), συνέβαλε στη μετατόπιση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων στο ακροδεξιό στρατόπεδο.
Και δεν είναι υπερβολή. Η δυσκολία στην πρόσβαση στη στέγη αναδείχθηκε ένα από τα κύρια προβλήματα που βάρυναν στην κρίση των Ολλανδών ψηφοφόρων στις περσινές εκλογές, στις οποίες κέρδισε ο ακροδεξιός Γκερτ Βίλντερς. Στη Γαλλία, η μόνιμη στεγαστική κρίση έχει επιδεινωθεί ενόψει των Ολυμπιακών και προσλαμβάνει πια εκρηκτικές διαστάσεις, πράγμα που έγινε ορατό και στις κάλπες υπέρ της Λεπέν. Μεγάλες οι διαστάσεις του και στην Ισπανία και ιδίως στην Πορτογαλία, όπου το κραχ του real estate, η έκρηξη του AirBnB και των συνεπακόλουθων εξώσεων, συνέβαλε στην άνοδο του ακροδεξιού κόμματος Chega. Ασχέτως, εάν η νέα δεξιά κυβέρνηση ως μόνη λύση σκέπτεται μείωση ΦΠΑ στις νέες κατασκευές: η κερδοσκοπία της στέγης δεν έχει να κάνει μόνο με την επάρκεια και την προσφορά. Το ίδιο φαινόμενο καταγράφεται και στην Ιρλανδία (που πλέον η κρίση έχει και τον «εθνικό της ύμνο»), αλλά και στη Γερμανία. Μάλιστα, για την τελευταία η αντίστοιχη έρευνα κι η έκθεση που εκπόνησαν οι Tarik Abou-Chadi, Denis Cohen και Thomas Kurer για το πώς επιδρά η κρίση στην αγορά ενοικίων στην εκλογική συμπεριφορά ήταν αποκαλυπτική. Εκεί όπου η στέγαση είναι πιο ακριβή, οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να ψηφίσουν τους φιλοναζιστές του Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). O ένας από τους συντάκτες της έκθεσης, ο ειδικός στην ευρωπαϊκή πολιτική στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Abou-Chadi είναι κατατοπιστικός: η αύξηση των τιμών στα ενοίκια «αποτελεί απειλή για την κοινωνική και οικονομική θέση».
Αυτή η απειλή της Sicherheit, που εκβάλλει σε έναν πολύπλευρο φόβο για το μέλλον -επειδή ακριβώς εκεί δεν μπορεί να σε βοηθήσει η κοινωνική αλληλεγγύη- ο οποίος φυσικά αποτελεί το κύριο καύσιμο για την ακροδεξιά μηχανή. Σε τούτον τον φόβο αναφέρεται και σε συνέντευξή της στην HuffPost, η Επίτροπος της ισπανικής κυβέρνησης για την Ψυχική Υγεία, Μπελέν Γκονθάλεθ: «η αποστροφή μπορεί να εμφανιστεί με πολλά πρόσωπα κι ένα από αυτά είναι ο φόβος: ο φόβος για το μέλλον, για τον άλλον. Και οι αναφορές μας προσαρμόζονται όλο και περισσότερο στο συναίσθημα ότι ‘μας επιτίθενται’ ή ‘μας παίρνουν πράγματα’. Αυτές οι σκέψεις έρχονται να δώσουν μια εξήγηση σε αυτό το άυλο συναίσθημα της ανικανότητας, της μοναξιάς, της προδοσίας». Και η ακροδεξιά εμπλουτίζει τα συνθήματά της ακριβώς με τούτο το συναίσθημα για διαρκή διωγμό που νοιώθει το άτομο από τους θεσμούς, τις τράπεζες, τους… ξένους.
Μία απειλή που και ο Ρατζαγκοπάλ εντοπίζει, μιλώντας στον Guardian: «Τα ακροδεξιά κόμματα ευδοκιμούν όταν μπορούν να εκμεταλλευτούν τα κοινωνικά κενά που προκύπτουν από την έλλειψη επενδύσεων και τον ανεπαρκή κυβερνητικό σχεδιασμό. Και όταν μπορούν να κατηγορήσουν τους ξένους. Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται τώρα πολλές χώρες της Ε.Ε.. Η στεγαστική κρίση δεν επηρεάζει πλέον μόνο τους χαμηλού εισοδήματος, τους μετανάστες και τις μονογονεϊκές οικογένειες, αλλά και τα μεσαία στρώματα. Αυτό είναι το κοινωνικό ζήτημα του 21ου αιώνα».
Η Ισπανία δεν αποτελεί εξαίρεση στο στεγαστικό δράμα στην Ευρώπη, παρά τα μέτρα που είχε αρχίσει να εφαρμόζει η κυβέρνηση Σάντσεθ υπέρ των δανειοληπτών και για την στήριξη της κοινωνικής στέγης από την επέλαση του AirBnB και των εξωφρενικών ενοικίων που ζητούν τα αρπακτικά Funds (fondos buitre=γύπες, όπως τα λένε). Οι τιμές των κατοικιών έχουν εκτοξευθεί κατά 28% σε μία 7ετία και το ενοίκιο έχει γίνει ένας από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για τη ακραία φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Παρά την άνοδο της οικονομίας και τα ποσοστά ρεκόρ απασχόλησης, η Ισπανία είναι, σύμφωνα με τη Eurostat, με 45% έναντι 31% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, είναι η πρώτη χώρα στην Ε.Ε. όπου οι ζώντες σε ενοίκιο διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να βρεθούν σε ακραία φτώχεια και η τρίτη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, την οποία ξεπερνούν μόνο η Ρουμανία και η Βουλγαρία.
Στην τελευταία έκθεσή του για την κατάσταση της φτώχειας στη χώρα, που δημοσιεύτηκε μόλις πριν από λίγες ημέρες, το ισπανικό παράρτημα του Ευρωπαϊκού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού (EAPN-ES) διαπιστώνει πως σε κίνδυνο φτώχειας βρίσκονται 9,7 εκατομμύρια κάτοικοι και πως το 48,7% των κατοίκων προβληματίζεται να τα βγάλει πέρα. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που εξηγούν αυτήν την κατάσταση, το EAPN-ES τονίζει έναν: τη στέγαση. «Το ενοίκιο απαιτεί μεγαλύτερη οικονομική προσπάθεια και επιδεινώνει τη φτώχεια» και προσθέτει πως «η αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει τον αντίκτυπο της αύξησης των τιμών των κατοικιών». Κάτι που επιβεβαιώνει και η υπουργός Εργασίας και μέχρι πρότινος ηγέτιδα του Sumar Γιολάνδα Ντίαθ, η οποία είχε δώσει μάχες για να μειωθούν τα ενοίκια και να προστατευθεί η κοινωνική κατοικία. Όπως τόνισε : «η αύξηση μισθού θα είναι ανώφελη εάν δεν πέσουν οι τιμές των ενοικίων».
Το πρόβλημα πλήττει ιδιαίτερα τους νέους. Πριν λίγες ημέρες, το Ισπανικό Συμβούλιο Νεολαίας και η Oxfam Intermón δημοσίευσαν μια έκθεση με τίτλο «Ισορροπιστές» (Equilibristas), που σκιαγραφεί «τα ακροβατικά» ακριβώς που πρέπει να κάνει η νεολαία για να επιβιώσει, υλικά και ψυχολογικά, σε μία κοινωνία με ανισότητες και αβεβαιότητες. Στη μελέτη ξεχωρίζει ιδιαίτερα ότι «το πιο εμφανές σύμπτωμα για την αδυναμία των νέων να διαμορφώσουν ένα ζωτικό πρόγραμμα για τη ζωή τους, είναι η χειραφέτηση». Της οποίας βασικό θεμέλιο είναι η ανεξαρτησία και η «πρόσβαση στην κατοικία, που έχει καταστεί αδύνατη για τους νέους». Στην Ισπανία, η κυβέρνηση έχει θέσει σε αναμονή τις στεγαστικές πολιτικές εστιάζοντας στον προεκλογικό αγώνα για το Ευρωκοινοβούλιο.
Τον περασμένο Απρίλιο, το PSOE και το Sumar συγκρούσθηκαν για το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα, με τη Ντίαθ να θέτει θέμα «επείγοντος» στην εφαρμογή της σχετικής πολιτικής, επικρίνοντας τις «αντιφατικές πολιτικές» του Πέδρο Σάντσεθ. Είχε προηγηθεί δήλωση της υπουργού Στέγασης Ισάβελ Ροδρίγεθ, που καλούσε τους ιδιώτες να «κάνουν δουλίτσα” με την “στην προσιτή προσφορά ενοικίασης». Μολονότι όμως ο ίδιος ο Σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ διατυμπανίζει πως «αυτή είναι η κυβέρνηση του στεγαστικού», τα έργα κι οι ημέρες του δεν το δικαιολογούν. Αν και η εκτελεστική εξουσία συνεχίζει να προειδοποιεί για αυτό το ζήτημα – ο πρόεδρος της κυβέρνησης, Πέδρο Σάντσεθ, είπε ότι αυτό είναι «το νομοθετικό σώμα για τη στέγαση» -δεν φαίνεται να είναι κοντά σε λύση.
Το ζήτημα είναι πως ούτε η ακροδεξιά έχει λύση για τη στέγαση. Για παράδειγμα στα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων και δη του RN της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, το στεγαστικό πρόβλημα δεν αναφέρεται: υπάρχουν οι μισθοί, οι συντάξεις, το εργασιακό, οι θεσμοί, ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά το μόνιμο αγκάθι στη ζωή των Γάλλων, εδώ και δεκαετίες, το στεγαστικό, θεωρείται ανύπαρκτο. Άλλωστε, τα κόμματα αυτά δεν χρειάζονται τέτοιο πρόγραμμα. Όσο οι άλλοι δεν κάνουν τίποτα, έχουν ένα πρωταρχικό πλεονέκτημα: να κατηγορούν τους άλλους, είτε είναι η εκάστοτε κυβέρνηση, είτε ο μετανάστης. Άσχετα κι εάν όπως επισημαίνει πάλι ο Guardian τα πρώτιστα θύματα του στεγαστικού είναι οι μετανάστες, που «τιμωρούνται διπλά» -με χαμηλά ημερομίσθια και με ακριβά, εάν βρίσκουν, ενοίκια- και πάντοτε αποτελούν τον «αποδιοπομπαίο τράγο» μίας κοινωνίας. Της κοινωνίας που μέσα στη γενικευμένη τούτη Ubehangen in der Kultur, τη «δυσφορία» που θα έλεγε ο Φρόιντ, του πολιτισμού, ξορκίζει με αυτόν τον δικό της φόβο για το déracinement, την εκρίζωση κι «απεδαφοποίησή της» μέσα στον ίδιο της τον τόπο εξαιτίας της φτώχειας και της περιθωριοποίησης.
Άραγε, η έλλειψη ή η αβεβαιότητα για την κατοικία, το ύστατο καταφύγιο του ανθρώπου, δεν αποτελεί το απώτατο όριο της αιδούς, της αποξένωσης, του εξοστρακισμού από το κοινωνικό σύνολο; Δεν θα ήταν παράλογο να πούμε ότι, αν δεν λυθεί το στεγαστικό πρόβλημα, θα εξακολουθήσει να αυξάνεται η υποστήριξη προς την ακροδεξιά και τις πιο λαϊκιστικές αποκλίσεις -ας δούμε την επονείδιστη εισβολή του Λουΐς «Αλβίσε» Πέρεθ στην Ευρωβουλή και, όπως διαμηνύει και στην πολιτική ζωή της Ισπανίας. Εάν οι κυβερνήσεις -αλλά και γενικότερα η πολιτική της Ε.Ε., που προτιμά να ξοδεύει 50 δισεκ. ευρώ των πολιτών στον πόλεμο στην Ουκρανία, από το να δοθούν για κοινωνικά προγράμματα- δεν εγγυηθούν αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα, όπως είναι η στέγαση, στους πολίτες τους θα είναι πολύ δύσκολο για όσους υποφέρουν από την έλλειψη να τους στηρίξουν στο μέλλον. Και η ακροδεξιά καραδοκεί.