Μετά από σιγή επτά μηνών, αποκαταστάθηκε η επικοινωνία με το διαστημικό σκάφος Voyager 1 της NASA συνεχίζοντας τη μετάδοση πληροφοριών και δεδομένων σε αχαρτογράφητο διαστρικό χώρο.
Το θρυλικό διαστημικό σκάφος που εκτοξεύτηκε στο διάστημα το 1977 έχει καταρρίψει ρεκόρ του πιο μακρινού ταξιδιού καθώς έχει πάει εκεί που δεν έχει πάει άλλη ανθρώπινη διαστημική συσκευή.
Από τον Νοέμβριο ως τον Απρίλιο το Voyager 1 μετέδιδε ένα ακατάληπτο επαναλαμβανόμενο σήμα από απόσταση 24 δισεκατομμυρίων χιλιομέτρων. Ωστόσο, τότε, οι μηχανικοί της NASA βρήκαν μία απρόσμενη λύση κατορθώνοντας να «μοιράσουν» το 3% των δεδομένων προβληματικού κυκλώματος και να τα αποθηκεύσουν σε άλλα μέρη του συστήματος ξεπερνώντας το πρόβλημα.
#Voyager1's interstellar comeback is like music to our ears! For the first time since Nov. 2023 @NASA's most distant spacecraft is returning data from all four of its science instruments again — all from beyond the heliosphere out in interstellar space: https://t.co/4nKo9z8NGB pic.twitter.com/y6gmtcUTkE
— NASA 360 (@NASA360) June 18, 2024
Τελικά, σύμφωνα με ανακοίνωση της NASA, η επικοινωνία αποκαταστάθηκε πλήρως και η μετάδοση δεδομένων τηλεμετρίας συνεχίστηκε πλήρως στις 13 Ιουνίου.
Έκτοτε στέλνει νέα δεδομένα που αφορούν την ποσότητα και την ένταση διαφόρων ειδών από ακτινοβολίες που όλες μαζί συναποτελούν την αποκαλούμενη κοσμική ακτινοβολία. Δίνει επίσης στοιχεία (όσα δύναται να ανιχνεύει) και για την διαστρική σκόνη, καθώς και για τις ποσότητες υδρογόνου στον διαστρικό χώρο.
Το Voyager 1 και το σχεδόν πανομοιότυπο Voyager 2 εκτοξεύτηκαν με διαφορά λίγων εβδομάδων το 1977 αλλά ακολούθησαν διαφορετικές πορείες.
Ήταν οι πρώτες αποστολές που επισκέφθηκαν και φωτογράφησαν από κοντά τους εξωτερικούς πλανήτες του Ηλιακού Συστήματος, τον Δία, τον Κρόνο, τον Ουρανό και τον Ποσειδώνα.
Σήμερα και τα δύο σκάφη βρίσκονται εδώ και χρόνια έξω από το Ηλιακό Σύστημα.
Το Voyager 2 απέχει σήμερα 20 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα, βρίσκεται δηλαδή 4 δισ. χιλιόμετρα πιο κοντά από το Voyager 1.
Και οι δύο διαστημικές συσκευές λειτουργούν με θερμοηλεκτρικές γεννήτριες πλουτωνίου, που αναμένεται να συνεχίσουν να τους παρέχουν επαρκή ενέργεια για αρκετά χρόνια.