Όσο πλησιάζουν οι ημερομηνίες των εκλογών στη Γαλλία (3ο Ιουνίου και 7 Ιουλίου), τόσο το μείγμα από τις πολιτικές συνθήκες, τη δεινή οικονομική κατάσταση και το χρέος, η πόλωση που κυριαρχεί μετά την επικράτηση του ακροδεξιού RN των Λεπέν και Μπαρντελά, όσο και η συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου της αριστεράς, αιτιολογούν τη σύγκριση με την ακραία κατάσταση που επικρατούσε τη μακρινή εποχή του 1936. Οι δημοσκοπήσεις που φέρουν την ακροδεξιά πρώτη στο 33% και το νέο Λαϊκό Μέτωπο να αναδεικνύεται με 28% στον κύριο πόλο στην εκστρατεία για την ανάσχεσή της, φέρνει το κόμμα του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν (18%) σε αρκετά υποδεέστερη θέση, επιβεβαιώνοντας πως μετά τις 7 Ιουλίου η Γαλλία θα εμπλακεί στην περιπέτεια της συγκατοίκησης.
Στο διάστημα μετά τις Ευρωεκλογές, αλλά ιδίως μετά την ενεργοποίηση της διαδικασίας για υπερβάλλον χρέος για τη Γαλλία, ο Μακρόν μοιάζει σάμπως να αντιμετωπίζει διαρκώς την κατάσταση της κυρίας Μαρκησίας στο απολαυστικό κι αλληγορικό κομμάτι Tout va très bien, Madame la Marquise, του Ρέι Βεντούρα και των Collégiens: ένα κομμάτι που έγινε εξαιρετικά δημοφιλές το 1935, καθώς γράφτηκε για να σκιαγραφήσει με κωμικοτραγικό τρόπο τις συνθήκες της εποχής και την άνοδο της ακροδεξιάς , των κινδύνων και της βίας που διαγράφονταν εξαιτίας της ραγδαίας επέλασής της στην τοτινή Γαλλία (και κατ’ επέκταση στην Ευρώπη). Η Μαρκησία του τραγουδιού, επιστρέφει στο σπίτι της και πληροφορείται πως «όλα πάνε καλά, πολύ καλά, εκτός από κάτι πολύ ασήμαντο». Γιατί σε κάθε στροφή, την ενημερώνουν πως το «ασήμαντο» είναι πότε ότι πέθανε το αγαπημένο της άλογο, πότε πως οι στάβλοι καταστράφηκαν, ή ότι το σπίτι της απανθρακώθηκε, και τέλος πως ο σύζυγός της αυτοκτόνησε… Όμως κατά τ’ αλλά «όλα πάνε καλά, πολύ καλά».
Και τωόντι, όλα μοιάζουν να καταρρέουν για τον Μακρόν και να αιτιολογούν την ανάγκη για να βρεθεί μία άλλη αντίρροπη δύναμη στην πλημμυρίδα των Λεπέν/Μπαρντελά. Πλέον, οι ακροδεξιές οργανώσεις και, κυριολεκτικά, συμμορίες ασυγκράτητες προβαίνουν σε ανοικτές επιθέσεις (ομοφοβικές ή εναντίον συγκεντρώσεων του Λαϊκού Μετώπου) τις τελευταίες ημέρες στο Παρίσι, τη Λιόν, την Ανζέρ, το Νανσί. Μία κατάσταση που θυμίζει το κλίμα, που οδήγησε στην επίθεση των ακροδεξιών στην Εθνοσυνέλευση στις 6 Φεβρουαρίου 1936 για να καταλάβουν την εξουσία. Απειλή που αφύπνισε τους ηγέτες των αριστερών δυνάμεων να συστήσουν το Λαϊκό Μέτωπο και που σήμερα ξαναζωντανεύει.
Εξάλλου, η Γαλλία βρίσκεται, όπως το ‘36, σε μία δεινή οικονομική και κοινωνική κατάσταση εξαιτίας της πολιτικής του Μακρόν και σε ένα ταυτόχρονο μείγμα φόβου (για την ακροδεξιά) και ελπίδας (για την ανάσχεσή της). Η ίδια η προεκλογική στρατηγική του Προέδρου κι η απόφασή του να μην παρουσιάσει υποψηφίους σε 67 περιφέρειες, φανερώνει τη σύγχυση και την εκλογική αδυναμία πλέον, της κυβερνητικής παράταξης. Ωστόσο, η αποτυχημένη οικονομική και κοινωνική πολιτική του Μακρόν, ιδίως η διαπιστωμένη αδυναμία και οι διακρίσεις για πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες για τους πολίτες, φουσκώνουν ακόμη περισσότερο τα πανιά των Μαρίν Λεπέν και Ζορντάν Μπαρντελά για τη δική τους Κατάληψη της Βαστίλης μέσα στον Ιούλιο. Το μόνο επιχείρημα που ο Μακρόν διαθέτει να ψελλίσει για να αποτρέψει την επιπλέον κατάρρευση της παράταξής του, είναι η επίκληση του κινδύνου να επικρατήσουν τα «άκρα» (δεξιάς κι αριστεράς). Βέβαια, ο ίδιος ο Μακρόν ως εκφραστής του «ακραίου κέντρου», που απευθύνεται και εφάπτεται και με τη δεξιά και την αριστερά, δεν σταματούσε να διακηρύσσει αυτήν την «αρετή» της παράταξής του, στην προσπάθειά του να διαλύσει την παλιά τάξη πραγμάτων και να θεμελιώσει τον δικό του Βοναπαρτισμό.
Σε πρόσφατη εκδήλωση, προφανώς σε μία προσπάθεια να αγρεύσει όσες περισσότερες δεξιές ψήφους μπορεί, παρέβη «ως δάσκαλος που δίδασκε και νόμον δεν εκράτει» τις φιλελεύθερες αρχές του ακραίου κέντρου του και δήλωσε αντίθετος στην αλλαγή ταυτότητας φύλου με μία απλή αίτηση στο δημαρχία. Ένα από τα μέτρα που περιλαμβάνεται στο προεκλογικό πρόγραμμα του Μετώπου και που ο ίδιος χαρακτήρισε «παράλογα» (ubuesques), προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Το γεγονός όμως είναι πως ο Μακρόν, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί πασχίζει να δαιμονοποιήσει το Λαϊκό Μέτωπο, επισημαίνοντας διαρκώς τον κίνδυνο να βρεθούν τα ακραία στοιχεία που συνενώνει στην κυβέρνηση της Γαλλίας. Ο Μακρόν εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι το Νέο Λαϊκό Μέτωπο συγκροτείται από κομματικές δυνάμεις με πολλές διαφορές μεταξύ τους, ως προς το πρόγραμμα και τις πολιτικές αποβλέψεις. Ωστόσο, είναι ανακριβές, με δεδομένες και τις αρχές του κοινού προγράμματος του Μετώπου, που έχουν δημοσιευθεί, να υποστηρίζει κάποιος πως διαπνέεται από «επαναστατικές ιδέες». Μάλιστα, μπορεί να πει κανείς πως αποτελεί μία μετριοπαθή σύνθεση των κοινών ή ομοειδών θέσεων που υποστηρίζουν τα συμμετέχοντα κόμματα σε κρίσιμα ζητήματα της γαλλικής κοινωνίας και οικονομίας.
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα «αμυντικό σύμφωνο» απέναντι στην επέλαση της ακροδεξιάς, στα πρότυπα του Λαϊκού Μετώπου του ‘36. Τότε που, όπως συνομολογούν πολλοί αναλυτές και μελετητές του (Milliband, Touchard, Halimi), επιθυμούσε να διαχειρισθεί και όχι να κατακτήσει, όπως διεμήνυε ο Λεόν Μπλουμ, την εξουσία. Ήθελε να βρεθεί στην εξουσία, όχι για να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη, αλλά για να μην την πάρουν οι αντίπαλοί του. Το πρόγραμμά του, ούτως ή άλλως, είναι -όπως και του Μετώπου του ‘36- μετριοπαθές. Πέρα από τις κοινές διακηρύξεις για τους μισθούς, την ανεργία και την (τιμωρητική ουσιαστικά) πολιτική για τα επιδόματα, τις συντάξεις, τις κοινωνικές παροχές, το μεταναστευτικό, τα δικαιώματα και τις ταυτότητες, δεν περιέχει ρηγματικές προτάσεις. Ουσιαστικά δεν απομακρύνονται από τις δεδηλωμένες επικρίσεις της αντιπολίτευσης στις επιζήμιες μεταρρυθμίσεις του Μακρόν, που και στο παρελθόν οδήγησαν σε εξεγέρσεις (μαθητές και φοιτητές, Κίτρινα Γιλέκα, αγρότες, συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι).
Μάλιστα, η συμφωνία για τον πόλεμο στην Ουκρανία -στη γραμμή ουσιαστικά του φιλο-ευρωατλαντισμού- φανερώνει την υποχώρηση του LFI του Μελανσόν προς τους Σοσιαλιστές, προκειμένου να διευκολυνθεί η σύσταση του συνασπισμού. Ανάλογη με την αλλαγή πλεύσης του ‘36 από τον Πιερ Τορέζ, που συντάχθηκε με τη μετριοπαθή, «σώφρονα» γραμμή του Λεόν Μπλουμ και του Ριζοσπαστικού Κόμματος, η οποία κατέληξε σε «παραλυσία», όπως επισημαίνουν πολλοί μελετητές (S.Halimi, Le Sisyphe Fatigué, Laffont). Με αποκορύφωμα την μη επέμβαση στον Ισπανικό Εμφύλιο, μία αναποφασιστικότητα που βοήθησε στην ενίσχυση του ναζιφασισμού. Ακριβώς όπως σήμερα, η στάση για την Ουκρανία και η μετριοπαθής αντίδραση για τη Γάζα, που διαιωνίζουν τις συνθήκες που γεννούν τις αντιφάσεις στην Ε.Ε. και την οικονομικο-ενεργειακο-κοινωνική κρίση, που εκμεταλλεύεται δεόντως η Λεπέν κι η ευρωπαϊκή ακροδεξιά.
Μέσα σε τούτες τις εκατέρωθεν παραχωρήσεις των συνθετικών δυνάμεων του Μετώπου δεν διαπιστώνουμε μία νέα γραμμή, ούτε αλλαγή πλεύσης, αλλά μοιάζει να απηχούν τους στόχους της συμμαχίας του ‘36 «για μέτρα για τη δημόσια εξυγίανση συμβατά με την ενεστώσα τάξη των πραγμάτων», για άμυνα της Δημοκρατίας από τον ακροδεξιό καισαρισμό. Όπως έγραφε κι ο J. Touchard (La Gauche en France dépuis 1900, Le Seuil, 1977, σ.230) τη μετριοπάθεια (στο τότε πρόγραμμα) εξισορροπούσαν «από τη μία η ελπίδα και από την άλλη ο φόβος». Οι ίδιες συνθήκες που κατέστησαν αναγκαία και τη σημερινή συγκρότηση του ενιαίου αυτού μετώπου. Άλλωστε στο γήπεδο της μετριοπάθειας θα δοθεί η μάχη για την προσέλκυση ψηφοφόρων. Αφενός για να κορφολογήσουν, κυρίως οι Μακρόν και Λεπέν, όσους ψηφοφόρους των δεξιών Les Républicaines, μετά την εισχώρηση τμήματος του κόμματος και του ηγέτη τους Ερίκ Σιοτί στο RN, μένουν αναποφάσιστοι. Κι από την άλλη, το Μέτωπο ευελπιστεί πως το σάλπισμά του κατά της Λεπέν και τα δημοσκοπικά ποσοστά του, θα πείσουν πιο προοδευτικούς ψηφοφόρους του Μακρόν ότι αξίζει καλύτερα η συγκατοίκηση με αυτούς, παρά με τη Λεπέν. Και τούτο γιατί, παρά το μετριοπαθές της περιτύλιγμα, η παράταξη της Λεπέν δεν κατορθώνει να κρύψει ολότελα το πολιτικό παρελθόν ορισμένων υποψηφίων της.
Τη Δευτέρα, 17 Ιουνίου η εφημερίδα Libération δημοσίευσε μία ανασκόπηση με τα «εύσημα» και τα έργα κι ημέρες πολλών από τους υποψηφίους του RN. Δηλώσεις και αναφορές, που κινούνται από τις θεωρίες συνωμοσίας και της επίπεδης Γης, έως αντισημιτικές, ρατσιστικές και φιλοναζιστικές -κι όπως πάντα, τις αγαπημένες για τα συστημικά μέσα, μη-φιλοουκρανικές δηλώσεις. Θα αναφέρουμε ως παράδειγμα την περίπτωση της Φρανσουάζ Μπιλό υποψήφιας στην Κοτ-ντ’ Αρμόρ, η οποία ανήρτησε τον Ιούλιο του 2021 μια φωτογραφία στη μνήμη του στρατηγού Πεταίν ή, όπως έγινε στις 8 Μαΐου, μια δημοσίευση που παραπέμπει στον συνεργάτη των Ναζί ιερέα Ζαν-Μαρί Περό, που σκότωσε ένας κομμουνιστής αντιστασιακός το 1943. Βέβαια, η περίπτωση τούτη ωχριά μπροστά στην ανάρτηση του υποψηφίου Morbihan Ζοζέφ Μαρτέν. Ο επιχειρηματίας υποψήφιος του RN έγραψε σε μήνυμα, που παρέμενε από το 2018 αναρτημένο έως τώρα στο X (πρώην Twitter): «Τα αέρια έφεραν δικαιοσύνη στα θύματα της Shoah». Μπροστά στην κατακραυγή, το RN τελικά ανακοίνωσε πως αποσύρει τον υποψήφιό του. Και δεν είναι ο μόνος υποψήφιος, τις δηλώσεις του οποίου θα ήθελε πολύ να ξεχάσει το κόμμα της Λεπέν, που προσπαθεί να πείσει για την μετριοπάθειά του τον μέσο ψηφοφόρο. Αλλά και τα στελέχη της παραδοσιακής δεξιάς που εισχώρησαν στο μέτωπο του RN δεν έχουν καλύτερες περγαμηνές ως προς την ακρότητα των ιδεών τους. Όπως ο δήμαρχος του Σολέ, πρώην στέλεχος του UDI, Ζιλ Μπουρντουλέ, που έφερε στις αποσκευές του ο Σιοτί: είχε γίνει πρωτοσέλιδο το 2013 επειδή είπε κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας αντιπαράθεσης είχε δηλώσει πως «ο Χίτλερ ίσως δεν είχε σκοτώσει αρκετούς». Μάλιστα, για να διασκεδάσει κάπως αυτές τις εντυπώσεις, η Λεπέν δε διστάζει να κατηγορήσει την «άκρα αριστερά» ότι προάγει τον «αντισημιτικό στιγματισμό» με την τυφλή υποστήριξη των Παλαιστινίων, με αφορμή την υπόθεση του βιασμού 12χρονης στο Οτ-ντε-Σεν, παρότι ο Μελανσόν ήταν από τους πρώτους που καταδίκασε το αντισημιτικό περιεχόμενο της επίθεσης.
Το ακραίο πρόγραμμα του RN, που απασχολεί ακόμη και ψηφοφόρους του αφορά τα μέτρα για την οικονομία. Πλέον με την υπαγωγή της Γαλλίας στη διαδικασία μείωσης του χρέους, θα μπορέσει το κόμμα να εφαρμόσει τις κυβερνητικές της θέσεις, μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε., χωρίς να θυσιάσει κάτι; Θα επιχειρήσει και η Λεπέν, στα βήματα της Ιταλίδας ομογάλακτής της Τζόρτζια Μελόνι να διατηρήσει ανοικτούς διαύλους με τις Βρυξέλλες; Ή θα εφαρμόσει καταλεπτώς το πρόγραμμα, που έαν επαληθευτούν οι αναλύσεις και τα συμπεράσματα από διάφορες εταιρείες (και τα οποία επικαλούνται οι επικριτές του RN) που επισημαίνουν ότι θα γονατίσει τη γαλλική οικονομία;
Αν πιστέψουμε τις πρώτες αναλύσεις της Allianz Research, η έλευση του Τζόρνταν Μπαρντέλα στην εξουσία και η εφαρμογή του οικονομικού του προγράμματος θα μείωνε την ανάπτυξη κατά 0,3 μονάδες το 2025 (στο 1%). Το δημόσιο χρέος θα έφτανε το 114,6% του ετήσιου παραγόμενου πλούτου (+2 μονάδες σε σύγκριση με τις προβλέψεις της Allianz) ενώ το δημόσιο έλλειμμα θα διαμορφωνόταν στο 5,8% του ΑΕΠ (+1,3). Μέχρι το 2026, θα έφτανε ακόμη και το 6,4% του ΑΕΠ στα 199 δισ. ευρώ και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα ξεπερνούσε το 117%. Τα προστατευτικά μέτρα δε του RN για την ενέργεια και τους αγρότες, κρίνονται από άλλους αναλυτές αβάσιμα και αναποτελεσματικά. Τα βασικά μέτρα του RN για συντάξεις και μισθούς, βάσει των αναλυτών, θα κοστίσουν στον φορολογούμενο περίπου 70 δισεκ. ευρώ. Αναλυτικά, η επιστροφή του συνταξιοδοτικού στα 60 έτη 17 δισεκ., ενώ η φοροαπαλλαγή για τους κάτω των 30 ετών υπολογίζεται στα 3,7 δισεκ. Η αύξηση κατά 10% στους μισθούς με έως και 3 κατώτατους μισθούς χωρίς εργοδοτικές εισφορές θα κόστιζε 10,5 δισεκατομμύρια, ενώ η κρατικοποίηση των αυτοκινητοδρόμων υπολογίζεται σε 40-50 δις. Συνολικά, τα έξοδα θα κυμαίνονται μεταξύ 114 και 124 δισεκ. ευρώ σύμφωνα με την Allianz, ενώ τα έσοδα βάσει του προγράμματος -που περιλαμβάνουν και την κατάργηση της ιατρικής περίθαλψης στους μετανάστες- στην καλύτερη περίπτωση ανέρχονται σε 54 δισεκ. ευρώ.
Πλέον η τροπή που έχει λάβει η προεκλογική εκστρατεία στη Γαλλία αφήνει μόνο ένα επιχείρημα για να χρησιμοποιήσουν οι αντίπαλοι: οι αλληλοκατηγορίες του «άκρου», το οποίο το εκτοξεύουν επί δικαίων και αδίκων. Μόνο που η μόνη ελπίδα, μετά τη συγκρότηση του Λαϊκού Μετώπου, είναι ο «φόβος» για τη μεγάλη κινητοποίηση στους δρόμους -κυρίως με τους νέους να τραγουδούν ξανά το θρυλικό τραγούδι Porcherie του εμβληματικού πανκ συγκροτήματος Bérurier Noir, με τον ιστορικό στίχο: «la jeunesse emmerde le Front national» (η νεολαία χ..ει το Εθνικό Μέτωπο)- θα επικρατήσει και πάλι απέναντι στο ακροδεξιό ταξικό μίσος και στη μισαλλοδοξία, που οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Μακρόν κατάφεραν να νομιμοποιήσουν.