Μεγάλη εντύπωση συνεχίζει να προκαλεί στα Μέσα Ενημέρωσης της Γερμανίας η απόφαση της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη για επαναφορά της εξαήμερης εργασίας στην Ελλάδα από την 1η Ιουλίου σε μία περίοδο που στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες γίνεται προσπάθεια για μείωση των εργάσιμων ημερών σε τέσσερις τη βδομάδα με διατήρηση των κανονικών αποδοχών.
Σήμερα ήταν η σειρά της γερμανικής εφημερίδας Seudeutsche Zeitung να παρουσιάσει το σχετικό ρεπορτάζ με έντονα επικριτική διάθεση αναφέροντας πως οι επτά μέρες εργασίας «είναι κανόνας το καλοκαίρι ειδικά στα τουριστικά θέρετρα» και ότι από την επόμενη βδομάδα θα επιτραπεί και διά νόμου η έκτη εργάσιμη ημέρα και στη βιομηχανία και σε ορισμένους άλλους κλάδους, π.χ. τράπεζες, ώστε να φέρει «από την παραοικονομία στη νομιμότητα αυτό που ήδη συνέβαινε σε αρκετές εταιρίες».
τονίζοντας: «Θέλει επίσης να αντιμετωπίσει την έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων στην Ελλάδα εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και της μετανάστευσης των νέων στο εξωτερικό (…) Η κριτική της αντιπολίτευσης είναι σαφής: φοβάται ότι με τον νέο νόμο θα αναγκαστούν οι εργαζόμενοι σε υπερωρίες».
Οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από τους Γερμανούς…
«H εβδομάδα των πέντε ημερών πεθαίνει», σχολίασε στη Deutsche Welle ο Άρις Καζάκος, καθηγητής Εργατικού Δικαίου από τη Θεσσαλονίκη.
Και η εφημερίδα συνεχίζει σε άλλο σημείο: «Δεν είναι μυστικό ότι ήδη οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από τους Γερμανούς, για παράδειγμα (…) Όταν οι Γερμανοί τουρίστες περπατούν στην Αθήνα το βράδυ, συχνά εκπλήσσονται από το πόσο αργά πηγαίνουν οι άνθρωποι στις ταβέρνες, όταν βέβαια μπορούν να πληρώσουν το φαγητό έξω. Το καλοκαίρι συχνά δεν τρώνε πριν τα μεσάνυχτα. Ο λόγος είναι ότι απλά δεν έχουν χρόνο νωρίτερα».
Κοινές διαπιστώσεις με τη DW
Την περασμένη βδομάδα είχε κάνει ένα ανάλογο ρεπορτάζ σε σκληρούς τόνους το δίκτυο της γερμανικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, Deutsche Welle (DW).
«Σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, προσπαθούν να μειώσουν την εβδομάδα εργασίας σε τέσσερις ημέρες. Όμως η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να επιτρέψει στους εργοδότες να την παρατείνουν μέχρι και την έκτη μέρα. Κανείς δεν ρωτά τίποτα τους υπαλλήλους εκεί» ανέφερε χαρακτηριστικά το ρεπορτάζ της Deutsche Welle.
Εκεί τονίζεται πως στην Ελλάδα ο σχετικός νόμος (γνωστός ως 5053/2023) έπρεπε αρχικά να εφαρμοστεί από την 1η Μαρτίου αλλά λόγω του φόβου πως θα επηρέαζε τις ευρωεκλογές η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη το ανέβαλε για τις αρχές Ιουλίου.
«Είναι ένας νόμος που δύσκολα θα αρέσει στους εργαζόμενους στην Ελλάδα» αναφέρει το δημοσίευμα.
Αν και όλοι όσοι εργάζονται γνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ του τι είναι «χρόνος εργασίας» και τι είναι «παραμονή στο χώρο εργασίας», όταν πρόκειται για ώρες υποχρέωσης προς τον εργοδότη, οι Έλληνες είναι αυτοί που εργάζονται περισσότερο στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, πρέπει να περνούν 41 ώρες την εβδομάδα στη δουλειά. Την ίδια ώρα, με κατώτατο μισθό 830 ευρώ το μήνα, η Ελλάδα βρίσκεται μόλις στην 15η θέση της Ένωσης.
Ακόμη και χωρίς αυτόν τον νέο νόμο, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι εκτεθειμένοι στην αυθαιρεσία του εργοδότη: θεωρητικά υπάρχουν 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα, αλλά το αφεντικό μπορεί να διατάξει τον εργαζόμενο να εργαστεί άλλες δύο ώρες υπερωρίες σε «περιορισμένο χρονικό διάστημα» χωρίς αμοιβή.
Μόνο με την υποχρέωση να «αναπληρώσει» εκείνες τις ώρες με ελεύθερο χρόνο και διακοπές. Και το αν θα το κάνει αργότερα, αυτό πρέπει να το ελέγξουν οι επιθεωρητές εργασίας, που είναι χρόνια λίγοι στην Ελλάδα και η συντηρητική κυβέρνηση δεν προσπαθεί καν να βελτιώσει την κατάσταση.
Ο εργοδότης υπαγορεύει ό,τι θέλει
Το ίδιο ρεπορτάζ επισημαίνει τις εργοδοτικές αυθαιρεσίες με τις ευλογίες της κυβέρνησης στον τομέα του τουρισμού και της φιλοξενίας, επισημαίνοντας πως εκεί δεν υπάρχει πενθήμερη εβδομάδα εργασίας από πέρυσι.
«Και αυτό είναι μόνο η αρχή, γιατί όπως συμβαίνει συνήθως στον σημερινό κόσμο της εργασίας, οι συλλογικές συμβάσεις σιγά σιγά εξαφανίζονται και ο εργοδότης συνάπτει ατομική σύμβαση εργασίας με τον εργαζόμενο, η οποία στη συνέχεια λέει ό,τι θέλει ο εργοδότης» επισημαίνει στο ίδιο ρεπορτάζ ο καθηγητής Καζάκος.
«Στις ατομικές διαπραγματεύσεις, ο εργοδότης είναι απολύτως κυρίαρχος. Υπαγορεύει σχεδόν όλους τους όρους, με εξαίρεση τα ελάχιστα και εγγυημένα εργασιακά δικαιώματα. Και όταν οι νόμοι απελευθερωθούν με αυτόν τον τρόπο, τότε διαλύονται αυτά τα ελάχιστα προστατευτικά πλαίσια. Και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εργοδότης μπορεί να υπαγορεύει τις συνθήκες όπως κρίνει, αυτό αυτόματα δημιουργεί μια εργασιακή σχέση που βασίζεται στην αδικία.
Ο ίδιος καθηγητής καταλήγει τονίζοντας πως «αυτό που ωφελεί μόνο ένα μέρος σε μια εργασιακή σχέση δεν μπορεί ποτέ να είναι δίκαιο».